Κλειδωμένη στα 47,5 λεπτά το κιλό για μια τριετία η τιμή παραγωγού για το «Γάλα του Καταναλωτή»

Έφυγαν 50.000 συσκευασίες σε έναν μήνα, σειρά παίρνει το ελαιόλαδο, που κάνει ντεμπούτο στο ράφι τον Σεπτέμβριο

Το δεύτερο μέλος της ετοιμάζεται να υποδεχτεί μέσα στον Σεπτέμβριο η οικογένεια της ελληνικής «Μάρκας του Καταναλωτή», μίας πρωτοβουλίας που μεταφέρει στη χώρα μας ένα μοντέλο που εφαρμόζεται ήδη με επιτυχία σε εννέα χώρες και επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει τη σχέση παραγωγού-καταναλωτή.

Μετά το επιτυχημένο λανσάρισμα του παστεριωμένου γάλακτος σε δύο κωδικούς (πλήρες, λιπαρών και ελαφρύ), σειρά παίρνει τώρα το «Ελαιόλαδο του Καταναλωτή», για το οποίο η σχετική ηλεκτρονική ψηφοφορία στην πλατφόρμα www.imarkatoukatanaloti.gr ολοκληρώνεται στα μέσα Ιουλίου.

Όπως λέει στην «ΥΧ» ο συνιδρυτής και συντονιστής του εγχειρήματος, Λάμπης Κώτσου, από τις μέχρι στιγμής απαντήσεις των συμμετεχόντων προκύπτει έντονο ενδιαφέρον τόσο για το βιολογικό, όσο και για το συμβατικό ελαιόλαδο. «Οι απαντήσεις στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι σχεδόν μοιρασμένες», αναφέρει χαρακτηριστικά, «γι’ αυτό και, τελικά, αποφασίστηκε να παραχθούν και οι δύο κωδικοί».

Με Pureolea και μίνιμουμ 3 ευρώ/κιλό

Συνεργάτης της πρωτοβουλίας στο συγκεκριμένο πρότζεκτ θα είναι η Pureolea, μια σχετικά νέα, αλλά δυναμική επιχείρηση που εδρεύει στον Υψηλάντη Βοιωτίας και με την οποία από την πρώτη στιγμή διαπιστώθηκε ταύτιση απόψεων: «Διαθέτουν εκπληκτικές εγκαταστάσεις, ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πράσινη ενέργεια και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της καλλιέργειας και, το σημαντικότερο, ειλικρινή διάθεση να στηρίξουν τους παραγωγούς. Μάλιστα, από τις αρχικές συζητήσεις μας ξεκαθάρισαν ότι δεν επρόκειτο να συμμετάσχουν αν από την ηλεκτρονική ψηφοφορία προκύψει μια τιμή παραγωγού κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο», εξηγεί ο συνομιλητής μας.

Αυτήν τη στιγμή, η αμοιβή των ελαιοκαλλιεργητών δεν έχει οριστικοποιηθεί, ωστόσο, όπως αποκαλύπτει ο ίδιος, θα είναι σίγουρα πάνω από 3 ευρώ/κιλό.

Οι δύο κωδικοί ελαιολάδου (συμβατικό και βιολογικό) αναμένεται να κάνουν το ντεμπούτο τους τον Σεπτέμβριο στα ράφια της ΑΒ Βασιλόπουλος, η οποία ήταν η αλυσίδα που εξαρχής είδε πολύ ζεστά το εγχείρημα. «Μας στήριξε ενεργά και παρακολούθησε όλη την προσπάθεια από τα πρώτα μας βήματα», επισημαίνει ο κ. Κώτσου, προσθέτοντας ωστόσο ότι αυτό δεν αποκλείει μελλοντικές συνεργασίες και με άλλους λιανεμπορικούς ομίλους (σ.σ. σύμφωνα με πληροφορίες, υπάρχει έντονο ενδιαφέρον τόσο από Σκλαβενίτη όσο και από My Market). «Είναι αυτονόητο ότι θέλουμε τα προϊόντα μας να είναι διαθέσιμα σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κλίμακα, αφενός γιατί πρόκειται για κωδικούς που έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι οι καταναλωτές, αφετέρου γιατί έτσι θα είμαστε σε θέση να στηρίξουμε ακόμα περισσότερους παραγωγούς».

Μετά το γάλα και το ελαιόλαδο, επόμενο προϊόν που θα φέρει τη «στάμπα» της «Μάρκας του Καταναλωτή» θα είναι η φέτα, για την παραγωγή της οποίας έχει ήδη κλειστεί συμφωνία με τυροκομική επιχείρηση της Βόρειας Ελλάδας.

«Ταίριαξαν τα χνώτα μας με τον ΘΕΣγάλα»

Επί του παρόντος, το «Γάλα του Καταναλωτή» διατίθεται σε 310 καταστήματα της ΑΒ Βασιλόπουλος σε όλη τη χώρα, ενώ στο «παιχνίδι» αναμένεται να μπουν σύντομα και τα franchise, γεγονός που θα ανεβάσει τον συνολικό αριθμό σε πάνω από 500.

Ο κ. Κώτσου δηλώνει ιδιαίτερα ικανοποιημένος από το λανσάρισμα του συγκεκριμένου προϊόντος: «Μέσα σε έναν μήνα (σ.σ. οι δυο κωδικοί εμφανίστηκαν στα ράφια στις 21 Μαΐου) πουλήθηκαν περίπου 50.000 συσκευασίες του ενός λίτρου, νούμερο αν μη τι άλλο πολύ ικανοποιητικό, αν λάβει κανείς υπόψη ότι είμαστε μια νέα μάρκα που δεν έχει διαφημιστεί πουθενά, αλλά και τις ιδιαίτερες συνθήκες που έχει διαμορφώσει στην αγορά ο κορωνοϊός».

Το γάλα, όπως είναι γνωστό, παράγεται για λογαριασμό της πρωτοβουλίας από τον συνεταιρισμό ΘΕΣγάλα. «Αναζητούσαμε έναν συνεργάτη που θα είχε την εμπειρία και την τεχνογνωσία να υποστηρίξει το εγχείρημα, αλλά και παραγωγούς που είχαν την ανάγκη να στηριχθούν. Κάπως έτσι ήρθαμε σε επαφή με τον ΘΕΣγάλα, ο οποίος ανταποκρίθηκε άμεσα», διηγείται ο κ. Κώτσου. Η τιμή για όσους παραγωγούς συμμετέχουν είναι «κλειδωμένη» στα 47,5 λεπτά/κιλό τουλάχιστον για μια τριετία, όσο δηλαδή διαρκεί και η σύμβαση της «Μάρκας του Καταναλωτή» με τον συνεταιρισμό. «Η συμφωνία ανανεώνεται αυτόματα, απλά υπάρχει πρόβλεψη, μετά την παρέλευση της τριετίας, για κάποια αύξηση, εφόσον έχουν συμβεί στο διάστημα αυτό σοβαρές αλλαγές π.χ. στη φορολογία ή στις τιμές των ζωοτροφών, που επηρεάζουν τα κόστη των κτηνοτρόφων.

Σε αυτή την περίπτωση οι παραγωγοί μας ενημερώνουν κι εμείς θέτουμε το ζήτημα προς ψήφιση στην ηλεκτρονική μας πλατφόρμα», σημειώνει ο κ. Κώτσου.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και το σκεπτικό με το οποίο τα δύο μέρη κατέληξαν σε αυτή την τιμή. «Όταν ξεκινήσαμε την προσπάθεια, πήραμε τη μέση τιμή του αγελαδινού στην Ελλάδα, η οποία ήταν τότε περίπου 37 λεπτά/κιλό. Ρωτήσαμε τους παραγωγούς αν τους καλύπτει και μας απάντησαν ότι για να είναι βιώσιμοι χρειάζονταν τουλάχιστον 41 λεπτά. Στη συνέχεια απευθυνθήκαμε, μέσω του ηλεκτρονικού ερωτηματολογίου, στους καταναλωτές, οι οποίοι προέκριναν την επιλογή οι κτηνοτρόφοι να λαμβάνουν μια τιμή η οποία θα τους επιτρέπει όχι απλώς να επιβιώνουν, αλλά να εξελίσσονται και να επενδύουν στην εκμετάλλευσή τους. Κάπως έτσι λοιπόν προέκυψαν τα 47,5 λεπτά/κιλό», εξηγεί ο κ. Κώτσου.

Ο ίδιος προσθέτει ότι πρόκειται για ένα εύλογο αντίτιμο, από τη στιγμή που οι παραγωγοί καλούνται να εφαρμόσουν αυστηρές πρακτικές για την ευζωία των αγελάδων, αλλά και ιδιαίτερες απαιτήσεις όσον αφορά τις ζωοτροφές: «Οι ίδιοι οι καταναλωτές τάχθηκαν κατά των γενετικά τροποποιημένων ζωοτροφών, ενώ ζήτησαν να έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε Ω3.

Όπως καταλαβαίνει κανείς, όλα αυτά, μαζί με τις σχετικές πιστοποιήσεις, έχουν και κάποιο κόστος. Σε κάθε περίπτωση, το νόημα της πρωτοβουλίας είναι να δίνουμε μια τιμή που επιτρέπει στον παραγωγό να βελτιώνει τις συνθήκες στις οποίες κάνει τη δουλειά του και όχι να… χρηματοδοτούμε την πτώχευσή του».

«Ο εκσυγχρονισμός της μονάδας μου είναι πλέον εφικτός»

Ο Ανδρέας Καραφύλλης ήταν από τους πρώτους αγελαδοτρόφους που συμμετείχαν στη «Μάρκα του Καταναλωτή», δίνοντας το γάλα του στην πρωτοβουλία. «Όταν άκουσα ότι η αμοιβή που διαμόρφωσαν για εμάς οι καταναλωτές είναι 47,5 λεπτά/κιλό, ένιωσα μεγάλη ικανοποίηση. Η ζωή μας θα αλλάξει προς το καλύτερο, ενώ μια τέτοια αμοιβή θα εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα της κτηνοτροφικής μου μονάδας», δηλώνει και προσθέτει: «Πλέον βλέπουμε το επάγγελμά μας πολύ πιο αισιόδοξα. Η διασφάλιση της παραγωγής και ο συνεχής εκσυγχρονισμός είναι τώρα μια ρεαλιστική προοπτική. Οι καταναλωτές, με τη συμμετοχή τους, όχι μόνο στηρίζουν τον πρωτογενή τομέα, αλλά και τη χώρα μας και τους ίδιους μακροπρόθεσμα, μια και συντηρούν ένα βασικό και υγιές κομμάτι της ελληνικής οικονομίας. Εύχομαι η πρωτοβουλία να μεγαλώσει τόσο, ώστε να επεκταθεί στην πλειονότητα των παραγωγών της χώρας μας».