Κλειδωμένη η πρωτιά για το ελληνικό μέλι στην κυπριακή αγορά

Η χώρα μας παραμένει ο βασικός προμηθευτής της Μεγαλονήσου

Στο υψηλότερο ποσό τους σε βάθος επταετίας ανήλθαν οι εισαγωγές ελληνικού μελιού στην κυπριακή αγορά το 2022, με την Ελλάδα να παραμένει σταθερά ο σημαντικότερος προμηθευτής της τόσο σε αξία όσο και σε όγκους προϊόντος.

Παρότι παραγωγός και η ίδια, η Κύπρος παραμένει μία χώρα με εξάρτηση από τις εισαγωγές μελιού, καθώς και η εγχώρια ζήτηση βαίνει αυξανόμενη τα τελευταία χρόνια. Όπως αναφέρεται σε πρόσφατη έρευνα αγοράς του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της ελληνικής πρεσβείας, η ζήτηση σχεδόν διπλασιάστηκε από το 2016 έως το 2022, όπως και η εγχώρια παραγωγή, η οποία όμως –λαμβάνοντας υπόψη και τις ετήσιες διακυμάνσεις της, λόγω των καλοκαιρινών ξηροθερμικών συνθηκών και της σχετικά μικρής μελισσοχλωρίδας– δεν κάλυπτε μεσοσταθμικά ποσοστό μεγαλύτερο του 39% ετησίως στο ίδιο διάστημα.

Μετά την Ελλάδα, η Κίνα, η Γερμανία και η Ισπανία συμπληρώνουν την τετράδα των κυριότερων προμηθευτών της Κύπρου. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει το γραφείο ΟΕΥ, το ελληνικό μερίδιο στις κυπριακές εισαγωγές μελιού το 2022 ανέρχονταν σε 75% σε αξία (1,823 εκατ. ευρώ) και σε 71% σε ποσότητα (624.195 κιλά). Τα αντίστοιχα μερίδια εισαγωγών για το μέλι κινεζικής προέλευσης ήταν 8,5% (σε αξία) και 15,4% (σε ποσότητα), για μέλι γερμανικής προέλευσης 4,9% και 6,8%, και για μέλι ισπανικής προέλευσης 3,9% και 4%. Βέβαια, όπως διευκρινίζει η έρευνα, το μέλι από την Κίνα δεν εισάγεται συσκευασμένο, αλλά χρησιμοποιείται ως πρόσμειξη σε κυπριακά brands. Με βάση τα στοιχεία των εισαγωγών, καθώς και τις εγχώριες ποσότητες, που το 2022 ανήλθαν στους 542 τόνους, η συνολική ζήτηση για τη χώρα προσδιορίζονταν στους 1.413 τόνους.

Ακριβότερα πουλάει η Βουλγαρία

Με βάση τον σχετικό πίνακα της Κυπριακής Στατιστικής Υπηρεσίας, η μέση τιμή εισαγωγής για το μέλι ελληνικής προέλευσης το 2022 ήταν 2,9 ευρώ/κιλό, ενώ για το αντίστοιχο γερμανικό ήταν στα 2,1 ευρώ και το κινεζικό στο 1,5 ευρώ. Ωστόσο, οι αντίστοιχες τιμές για το μέλι που εισήχθη από τη Βουλγαρία, την Ιταλία και την Αυστραλία ήταν πολύ υψηλότερες και κυμάνθηκαν μεταξύ 7 και 7,9 ευρώ/κιλό.

Πάντως, η μέση τιμή του ελληνικού προϊόντος δείχνει μία σχετική σταθεροποίηση, ευρισκόμενη πέριξ των 3 ευρώ/κιλό την τελευταία δεκαετία, με το ποσοστό του επί του συνόλου των κυπριακών εισαγωγών να παραμένει σε επίπεδα άνω του 70% την τριετία 2020-2022. Συνολικά, ωστόσο, η μέση χονδρική τιμή του μελιού που εισάγεται στην κυπριακή αγορά τείνει να μειώνεται συνεχώς, καθώς από τα 3,06 ευρώ το 2015 έφτασε στα 2,81 ευρώ το 2023.

Η ζήτηση για μέλι στην κυπριακή αγορά παρουσιάζει αύξηση κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες και κορυφώνεται στην περίοδο των Χριστουγέννων. Σύμφωνα με την έρευνα, οι ελληνικές ετικέτες είναι, πλέον, διαδεδομένες τόσο στις κυπριακές υπεραγορές, όσο και σε καταστήματα βιολογικών και ντελικατέσσεν, ενώ το ελληνικό μέλι περιέχεται ως συστατικό και σε μείγματα γνωστών κυπριακών ετικετών.

Υποχρεωτική η αναγραφή προέλευσης κατά την εγχώρια συσκευασία

Σύμφωνα με τα ισχύοντα στην κυπριακή αγορά, κατά την εγχώρια συσκευασία μελιού, η ονομαστική αναγραφή των χωρών συγκομιδής είναι υποχρεωτική, ενώ, αντίθετα, το προϊόν που εισάγεται στην αγορά συσκευασμένο δεν υπόκειται σε αυτή την υποχρέωση.

Επιπλέον, μετά από σχετικό Διάταγμα του 2023, τα μέλια που προέρχονται, μερικώς ή κυρίως, είτε από θυμάρι είτε από πορτοκαλιά και έχουν συγκομιστεί στην Κυπριακή Δημοκρατία, μπορούν στην επισήμανσή τους να φέρουν πληροφορίες που αφορούν στην ανθική ή φυτική τους προέλευση, εφόσον:

(i) Έχουν ελάχιστο ποσοστό γυρεόκοκκων θυμαριού 16%, ή

(ii) έχουν ελάχιστο ποσοστό γυρεόκοκκων πορτοκαλιάς 3%.

Το θυμαρίσιο μέλι και αυτό της πορτοκαλιάς αποτελούν τις κυριότερες κυπριακές ποικιλίες, αφού η εγχώρια παραγωγή προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από άνθη και εσπεριδοειδή.