Κώστας Ζούκας πρόεδρος ΠΕΜΕΤΕ: «Στην εμπορική αλυσίδα η ευθύνη για τη μεγάλη διαφορά τιμών από το χωράφι στο ράφι»

Με την ακρίβεια να αποτελεί το μείζον θέμα των ημερών, η «ΥΧ» προσπαθεί να καταγράψει την πορεία των τιμών, όπως αυτή αποτυπώνεται στους κρίκους της αλυσίδας. Στο πλαίσιο αυτό, για τον τομέα των επιτραπέζιων ελιών, ενός σημαντικού εξαγώγιμου προϊόντος για την Ελλάδα, απευθύνθηκε στον πρόεδρο της Πανελλήνιας Ένωσης Μεταποιητών – Τυποποιητών – Εξαγωγέων Επιτραπέζιων Ελιών (ΠΕΜΕΤΕ), Κώστα Ζούκα.

Όπως αποδεικνύεται από τα στοιχεία που παραθέτει, τη μεγαλύτερη επιβάρυνση στη διάθεση του τελικού προϊόντος προσθέτουν τα δίκτυα διανομής, αφού ενδεικτικά για το 2022 ο μέσος όρος τιμών, συνυπολογίζοντας τα εισοδήματα αγροτών και μεταποίησης/εξαγωγής ανά κιλό προϊόντος, ανέρχονταν μόλις στα 2,9 ευρώ. Παράλληλα, στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο κ. Ζούκας υπογραμμίζει την επίδραση που έχει η φετινή ελλειμματική χρονιά σε όρους ποσοτήτων στην κάλυψη των εξαγωγικών μας αναγκών.

Φέτος, διανύουμε μια χρονιά με σημαντικά μειωμένες ποσότητες στις επιτραπέζιες ποικιλίες. Κατά πόσο η έλλειψη πρώτης ύλης εμποδίζει τον εφοδιασμό της αγοράς, και ιδιαίτερα τις αποστολές μας στις διεθνείς αγορές;

Για την ελαιοκομική περίοδο 2023/2024 (1/9/23-31/8/24), διαπιστώνεται ότι η κλιματική κρίση έχει περιορίσει σημαντικά την πρωτογενή παραγωγή επιτραπέζιας ελιάς σε όλη τη μεσογειακή λεκάνη, με εξαίρεση την Αίγυπτο και εν μέρει την Τουρκία. Σε περιφερειακές ενότητες της χώρας μας, η ακαρπία φθάνει και το 90%, όπως είχαμε επισημάνει έγκαιρα σε σχετικό Δελτίο Τύπου της ΠΕΜΕΤΕ στις 28/8/23, τονίζοντας μάλιστα τις συνθήκες ανασφάλειας και απόγνωσης στους ελαιοπαραγωγούς (πρωτογενής τομέας), στη μεταποίηση (δευτερογενής τομέας) και στις εξαγωγές (τριτογενής τομέας), δηλαδή στο σύνολο του εξαγωγικού κλάδου των επιτραπέζιων ελιών της χώρας, έχοντας θέσει μάλιστα το θέμα στο υψηλότερο επίπεδο, στο γραφείο του πρωθυπουργού, ζητώντας άμεση στήριξη των θιγόμενων κοινωνικών ομάδων.

Η έλλειψη πρώτης ύλης οδηγεί στην απενεργοποίηση γραμμών παραγωγής και στην απώλεια θέσεων εργασίας. Επιπλέον, οι ιδιαίτερα υψηλές τιμές πώλησης επιτραπέζιων ελιών από τον ελαιοπαραγωγό έχουν ως αποτέλεσμα αντίστοιχα υψηλές τιμές πώλησης του τελικού προϊόντος, με συνέπεια τη μείωση της ανταγωνιστικότητας του προϊόντος στα ράφια του εξωτερικού.

Τα αποθέματα από την περσινή ελαιοκομική περίοδο αποτελούν ένα «μαξιλάρι» ως προς τη διαθεσιμότητα του προϊόντος, αλλά αθροιστικά με τη νέα, ιδιαίτερα μειωμένη παραγωγή, (2023/2024) δεν επαρκούν για τις εξαγωγικές ανάγκες της χώρας. Ο συνδυασμός των ελλειμματικών ποσοτήτων και των αυξημένων τιμών –δεδομένων και των μέτρων που λαμβάνουν κυβερνήσεις κατά του πληθωρισμού– προδιαγράφει σοβαρό κίνδυνο για:

✱ Απώλεια αγορών και μείωση εξαγωγών, ιδιαίτερα στις μικρές συσκευασίες καταναλωτή (ράφι).

✱ Αντικατάσταση των ελληνικών επιτραπέζιων ελιών στα ράφια των εφοδιαστικών αλυσίδων του εξωτερικού από ομοειδή προϊόντα τρίτων ανταγωνιστριών χωρών.

Ίσως το μοναδικό όπλο μας για να αντιμετωπίσουμε αυτή την αρνητική κατάσταση είναι η αδιαμφισβήτητη ποιοτική υπεροχή των ελληνικών επιτραπέζιων ελιών και η ελπίδα ότι οι καταναλωτές θα επιμείνουν και θα επανέλθουν στην αναζήτηση του ελληνικού προϊόντος μετά την τρέχουσα κρίση.

Πόσο συμμετέχουν οι δύο πρώτοι κρίκοι της αλυσίδας στη διαμόρφωση της τιμής του προϊόντος; Πόσο αγοράστηκε, δηλαδή, μεσοσταθμικά πέρυσι το προϊόν και πόσο έφυγε από τη μεταποίηση (συνυπολογίζοντας, για παράδειγμα, λειτουργικά κόστη, συσκευασία κ.ά.) για να κατευθυνθεί στις αγορές;

Είναι γεγονός ότι, κατά καιρούς, διατυπώνεται μια ανεδαφική και άδικη κριτική προς τον μεταποιητικό/εξαγωγικό τομέα του κλάδου της επιτραπέζιας ελιάς, ως προς τη συμμετοχή του στη διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης του προϊόντος από τον ελαιοπαραγωγό (νωπός ελαιόκαρπος και/ή ημι-κατεργασμένος) και της τιμής του τελικού προϊόντος που αγοράζει ο καταναλωτής από το ράφι.

Πρόκειται για μύθο που καταρρίπτεται εύκολα, με μια πρώτη ανάγνωση των επίσημων στοιχείων που δίνει η ΕΛΣΤΑΤ για το ύψος της αξίας και των ποσοτήτων των ελληνικών εξαγωγών επιτραπέζιων ελιών, όλων των ποικιλιών, από τον πίνακα που παραθέτουμε.

Με μία απλή διαίρεση, προκύπτει ο μέσος όρος (Μ.Ο.) της τιμής των ελληνικών εξαγωγών του έτοιμου προϊόντος ανά κιλό και ανεξαρτήτως ποικιλίας. Αυτή η καταγραφή σημαίνει ότι από την τιμή των 5 ευρώ έως 6 ευρώ/κιλό (πωλήσεις προϊόντος σε olive bars) και από τα 15 έως τα 20 ευρώ ή και παραπάνω ανά κιλό σε συσκευασίες καταναλωτή που αγοράζονται στο ράφι, αθροιστικά τα εισοδήματα των αγροτών και της μεταποίησης/εξαγωγής περιορίζονται, ενδεικτικά στα 2,9 ευρώ/κιλό για το 2022 και μειούμενα στα 2,6 ευρώ/κιλό το 1ο επτάμηνο του 2023. 

ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΕΠΙΤΡΑΠΕΖΙΩΝ ΕΛΙΩΝ (όλων των ποικιλιών)

ΕΤΟΣ

(1/1-31/12)

ΑΞΙΑ ΕΞΑΓΩΓΩΝ
(ευρώ)

ΠΟΣΟΤΗΤΕΣ

ΕΞΑΓΩΓΩΝ (τόνοι)

Μ.Ο.
(ευρώ)

2010

270.884.200

126.588

2,1

2011

306.988.814

140.683

2,2

2012

310.922.653

129.989

2,4

2013

328.587.656

148.114

2,2

2014

346.848.139

129.289

2,7

2015

405.481.100

174.562

2,3

2016

435.685.441

187.158

2,3

2017

482.336.106

200.936

2,4

2018

503.769.590

209.093

2,4

2019

518.729.756

196.215

2,6

2020

545.018.352

218.859

2,5

2021

565.782.041

249.227

2,3

2022*

665.137.122

226.106

2,9

2023* (ΙΑΝ-ΙΟΥΛ)

378.436.091

146.520

2,6

• Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ • (*) Προσωρινά στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ
• Χρονική διάρκεια: 1/1-31/12 κάθε έτους, εκτός του 2023

Σε μια κανονική ελαιοκομική περίοδο στον πρωτογενή τομέα, μεσοσταθμικά οι τιμές κυμαίνονται από 1 έως 2 ευρώ/κιλό. Σε περιπτώσεις υπερεσοδείας, όπως η ελαιοκομική περίοδος 2022/2023 (1/9/22-31/8/23), για συγκεκριμένα μεγέθη και επιτραπέζιες ποικιλίες ελιάς, η τιμή ενδέχεται να πέσει κάτω του 1 ευρώ/κιλό, ενώ σε περιπτώσεις μειωμένης παραγωγής, όπως η τρέχουσα ελαιοκομική περίοδος 2023/2024, για συγκεκριμένα μεγέθη και επιτραπέζιες ποικιλίες ελιάς υπερβαίνει τα 2 ευρώ/κιλό. Θέλοντας να επικεντρωθούμε στα κόστη της μεταποίησης στην τιμή πώλησης του προϊόντος από τον ελαιοπαραγωγό, πρέπει να προσθέσουμε τα εξής:

1. Το κόστος υλικών συσκευασίας, που μεσοσταθμικά για συσκευασίες bulk και foodservice ανέρχεται περίπου στα 0,30 ευρώ/κιλό και για συσκευασίες καταναλωτή περίπου στο 1 ευρώ/κιλό.

2. Το κόστος της απώλειας βάρους κατά 20%-25% μέσω της εκπυρήνωσης σε σχέση με το αρχικό βάρος του πρωτογενούς προϊόντος. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 80% των ποσοτήτων των εμπορικών τύπων των επιτραπέζιων ελιών που εξάγονται είναι χωρίς πυρήνα (εκπυρηνωμένες, ροδέλες, γεμιστές).

3. Τα λειτουργικά έξοδα των μεταποιητικών, τυποποιητικών, εξαγωγικών μονάδων (μόνιμο και εποχικό προσωπικό, ασφαλιστικές εισφορές κ.ά.)

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω στοιχεία, το περιθώριο κέρδους του μεταποιητικού, τυποποιητικού, εξαγωγικού τομέα είναι οριακό και σε κάθε περίπτωση απόλυτα ανταγωνιστικό.

Τα δεδομένα που παραθέτουμε είναι έγκυρα και διαθέσιμα σε κάθε καλοπροαίρετο ή κακοπροαίρετο αναγνώστη που τα αμφισβητεί. Επιπλέον, πρέπει να συνυπολογιστεί και το κοινωνικό αποτύπωμα του μεταποιητικού, τυποποιητικού, εξαγωγικού τομέα μέσω των δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας που εξασφαλίζει, καθώς και των άνω των 600 εκατ. ευρώ εξαγωγών επιτραπέζιων ελιών που πραγματοποιεί τα τελευταία χρόνια, με υπερδιπλασιασμό των εξαγωγών την τελευταία δεκαετία, αποφέροντας πολύτιμο για την εθνική οικονομία συνάλλαγμα/εισόδημα.

Τέλος, αξίζει να αναφερθεί ότι, τις τελευταίες δεκαετίες, ο μεταποιητικός, τυποποιητικός, εξαγωγικός τομέας επενδύει σε πάγιο εξοπλισμό, γραμμές παραγωγής και νέες τεχνολογίες για την ασφάλεια των τροφίμων και την ενίσχυση της θέσης του προϊόντος στις αγορές του εξωτερικού.

Μέσω αυτών των προσπαθειών των ελληνικών εξαγωγικών επιχειρήσεων, οι επιτραπέζιες ελιές «ταξιδεύουν» σε περισσότερες από 100 χώρες του εξωτερικού και η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά στη δεύτερη θέση στην παγκόσμια κατάταξη των εξαγωγών του προϊόντος. Επομένως, στο ερώτημα «ποιος ευθύνεται για τη μεγάλη διαφορά μεταξύ των τιμών πώλησης από τους ελαιοπαραγωγούς και της λιανικής τιμής καταναλωτή στα ράφια του εξωτερικού;», νομίζω ότι θα πρέπει να δούμε τους κρίκους που αποτελούν αυτή την «εμπορική αλυσίδα» ιδιαίτερα μετά τον Έλληνα εξαγωγέα, που φαίνεται ξεκάθαρα στο διάγραμμα που παραθέτουμε.