Τα κόστη τρώνε τις αυξήσεις τιμών σε τσιπούρα και λαβράκι

Δύσκολη χρονιά παρά την ανάκαμψη της ζήτησης για τις επιχειρήσεις ιχθυοκαλλιέργειας

Δώρον άδωρον μοιάζει για τις εγχώριες επιχειρήσεις ιχθυοκαλλιέργειας η ανάκαμψη των τιμών και η επιστροφή της ζήτησης στα προ πανδημίας επίπεδα, αφού οι αυξήσεις στα κόστη παραγωγής, αλλά και στα λειτουργικά έξοδα των μονάδων απειλούν να εξανεμίσουν τα όποια οφέλη.

Σύμφωνα με πληροφορίες, οι τιμές πώλησης για την ελληνική τσιπούρα μεγέθους 300-450 γραμμαρίων βρίσκονται αυτό το διάστημα στα 5,20-5,50 ευρώ/κιλό και για το λαβράκι ίδιου μεγέθους στα 5,80-6,50 ευρώ/κιλό. Εκ πρώτης όψεως, οι τιμές αυτές φαντάζουν κάτι παραπάνω από ικανοποιητικές, ωστόσο, η εικόνα αρχίζει να… ξεθωριάζει αν ληφθούν υπόψη οι ανατιμήσεις στα κόστη, οι οποίες, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, κυμαίνονται από 50 έως 70 λεπτά/κιλό.

Τα δύσκολα είναι μπροστά

«Με αυτά τα δεδομένα και προκειμένου οι επιχειρήσεις να καταγράφουν ένα μίνιμουμ περιθώριο κέρδους, οι τιμές, για παράδειγμα, της τσιπούρας θα έπρεπε να βρίσκονται κοντά στα 6 ευρώ», λέει χαρακτηριστικά στην «ΥΧ» έμπειρο στέλεχος του κλάδου, προσθέτοντας ότι «η οριακή αυτή κατάσταση ροκανίζει και τη βιωσιμότητα του κλάδου σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα». Ο ίδιος, μάλιστα, προσθέτει ότι τα δύσκολα είναι μπροστά, καθώς «τα ψάρια που διατίθενται τώρα στην αγορά ή πρόκειται να διατεθούν το αμέσως επόμενο διάστημα φέρουν πάνω τους ανατιμήσεις λίγων μηνών. Φανταστείτε τα κόστη, τα οποία θα έχουν επωμισθεί οι γόνοι που ξεκινούν να εκτρέφονται σήμερα και θα βγουν στην κατανάλωση μετά από έναν-ενάμιση χρόνο».

Μεταξύ 20% και 30% προσδιορίζει τις αυξήσεις στα κόστη μιας επιχείρησης του κλάδου ο γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ), Γιάννης Πελεκανάκης. «Οι τιμές είναι πράγματι βελτιωμένες, όμως το μεγάλο πρόβλημα έγκειται στον πληθωρισμό και στα έξοδα παραγωγής. Όλες οι βασικές παράμετροι που επηρεάζουν τα κόστη έχουν αυξηθεί, από τις ιχθυοτροφές και το οξυγόνο μέχρι την ενέργεια και τα υλικά συσκευασίας, κάποια από τα οποία μάλιστα είναι παράγωγα του πετρελαίου», εξηγεί, προσθέτοντας ότι το πρώτο κύμα αυξήσεων παρατηρήθηκε στο β’ εξάμηνο του 2021 και συνεχίστηκε το 2022 με ακόμα μεγαλύτερη ένταση λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.

Στο σκέλος της ζήτησης τουλάχιστον η εικόνα είναι αρκετά ενθαρρυντική. «Είναι γεγονός ότι, μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, φαίνεται να έχουμε επιστρέψει σε μια κανονικότητα. Το κανάλι της εστίασης λειτουργεί, ενώ βοηθάει σημαντικά και ο τουρισμός», επισημαίνει ο κ. Πελεκανάκης.

Ακριβότεροι οι Τούρκοι

Διαχρονικά, ένα από τα ζητήματα που είχε να αντιμετωπίσει ο κλάδος ήταν ο ανταγωνισμός από την Τουρκία, η οποία, εκμεταλλευόμενη τα χαμηλότερα κόστη, τις κρατικές επιδοτήσεις, αλλά και τα δίκτυα διανομής των ελληνικών επιχειρήσεων πουλούσε σε χαμηλές τιμές, καταφέρνοντας να αποσπά μερίδια σε κρίσιμες αγορές.

Τους τελευταίους μήνες, ωστόσο, η κατάσταση φαίνεται ότι έχει αντιστραφεί, καθώς σε ουκ ολίγες περιπτώσεις και παρά την κατάρρευση της λίρας οι Τούρκοι εμφανίζονται να πουλάνε ακριβότερα από τη χώρα μας. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα από το τελευταίο report του FAO Globefish (Μάιος 2022), στο οποίο αναφέρεται ότι εντός του Απριλίου η Τουρκία εξήγαγε στην ΕΕ λαβράκι και τσιπούρα με μέση τιμή 5,80 και 4,85 ευρώ/κιλό αντίστοιχα. Σημειωτέον ότι τον ίδιο μήνα, η μέση τιμή για το ελληνικό λαβράκι στην Ιταλία ήταν 5,50 ευρώ/κιλό και για την τσιπούρα 4,70 ευρώ/κιλό.

Θα μπορούσε, βέβαια, να πει κανείς ότι η εξέλιξη αυτή έχει διπλή ανάγνωση: Από τη μία, χαλαρώνει φαινομενικά η πίεση του τουρκικού ανταγωνισμού προς τις ελληνικές επιχειρήσεις. Από την άλλη, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στέλεχος του κλάδου, «το γεγονός ότι η Τουρκία, με κατά τεκμήριο κατώτερης ποιότητας ψάρι, φθάνει να πουλάει ακριβότερα από εμάς, σημαίνει ότι μάλλον κάτι δεν κάνουμε σωστά».

Σύμφωνα με τον FAO Globefish, η ενίσχυση των τιμών εκ μέρους της Τουρκίας ήταν απόρροια της επιλογής να μπει φρένο στην αύξηση της παραγωγής της. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 2021 οι εξαγωγές ελληνικών ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας έφτασαν τους 100.300 τόνους αξίας 499 εκατ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 9% τόσο ως προς τον όγκο όσο και προς την αξία.