Το κόστος των ζωοτροφών «τρώει» τις ανεβασμένες τιμές στο γάλα

Για αύξηση της τιμής του αγελαδινού γάλακτος σε ορίζοντα δεκαετίας, η οποία όμως θα συνοδευτεί και από άνοδο του κόστους παραγωγής για τους κτηνοτρόφους, κάνει λόγο στην έκθεσή της για τις Γεωργικές Προοπτικές η Κομισιόν.

Ειδικότερα, η τιμή του αγελαδινού γάλακτος προβλέπεται να φτάσει τα 39 λεπτά/κιλό σε επίπεδο ΕΕ, ενώ οι ζωοτροφές, αφού ακολουθήσουν μια πορεία αποκλιμάκωσης την επόμενη διετία, αναμένεται να πάρουν και πάλι την ανιούσα. Οι αναλυτές της Κομισιόν διαβλέπουν, επίσης, επιβράδυνση της παραγωγής με ρυθμό 0,5% ετησίως στους 162 εκατ. τόνους το 2031, κυρίως λόγω των περιορισμών που θέτουν οι στόχοι για τη βιωσιμότητα.

Ο κλάδος αναμένεται να ρίξει πολύ μεγαλύτερο βάρος στη βελτίωση της παραγωγικότητας, στην προσαρμογή στα νέα περιβαλλοντικά πρότυπα, καθώς και στην παραγωγή προϊόντων με υψηλή προστιθέμενη αξία.

Μειώνεται το ζωικό κεφάλαιο

Το ζωικό κεφάλαιο αναμένεται να μειωθεί στις 1,5 εκατ. αγελάδες, ενώ η παραγωγικότητά του θα συνεχίσει μεν να αυξάνεται, αλλά με χαμηλότερους ρυθμούς σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία 2011-2021 (1,2% ετησίως έναντι 1,9%). Το μερίδιο του βιολογικού γάλακτος προβλέπεται ότι θα υπερδιπλασιαστεί φτάνοντας το 2031 στο 8%, όταν το 2019 ήταν μόλις στο 3,5%.

Παρά τους υποτονικούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγής, η ΕΕ θα παραμείνει, όπως όλα δείχνουν, ο Νο1 παίκτης στη διεθνή αγορά γάλακτος, εισφέροντας το 30% του παγκόσμιου εμπορίου. Από τους ανταγωνιστές της, η Νέα Ζηλανδία αναμένεται να έχει ετήσια αύξηση παραγωγής, οι ΗΠΑ θα τρέξουν με ρυθμό 1,2% ετησίως, όμως, οι μεγαλύτερες αυξήσεις θα καταγραφούν στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου το ζωικό κεφάλαιο αυξάνεται ταχύτατα.

Στο σκέλος της ζήτησης, η ευρύτερη αγορά της Ασίας θα εμφανίσει τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης 17% ετησίως, κυρίως λόγω της βελτίωσης των εισοδημάτων, αλλά και της υιοθέτησης ενός πιο «δυτικού» τρόπου διατροφής, με την Αφρική να ακολουθεί με αύξηση 14%. Όμως, και στις δύο περιπτώσεις, η κατά κεφαλήν κατανάλωση θα εξακολουθεί να υπολείπεται κατά πολύ των «παραδοσιακών» δυτικών αγορών.

Αριθμός γαλακτοπαραγωγικών αγελάδων
(εκατ. μονάδες) & αποδόσεις (τον./αγελάδα)

Από την ενίσχυση της ζήτησης, πάντως, θα επωφεληθούν τόσο τα παραδοσιακά γαλακτοκομικά προϊόντα (τυρί, νωπά γαλακτοκομικά), αλλά και εμπορεύματα υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπως οι βρεφικές τροφές που προορίζονται για βιομηχανική χρήση. Ευκαιρίες αναμένεται να προκύψουν και για τα βιολογικά γαλακτοκομικά, στα οποία δείχνουν προτίμηση όλο και περισσότεροι καταναλωτές.

Η παραγωγή τυροκομικών θα αυξάνεται τα επόμενα δέκα χρόνια με ρυθμό 0,7% ετησίως και το 2031 εκτιμάται ότι θα απορροφά το 40% του γάλακτος που παράγεται στην ΕΕ, ενώ θα συνεχίσει να έχει το μερίδιο του λέοντος στις πωλήσεις γαλακτοκομικών, αγγίζοντας τα 40 δισ. ευρώ. Κοντά σε ποσότητες, αλλά αρκετά μακριά σε αξία βρίσκονται η σκόνη και ο ορός γάλακτος, οι πωλήσεις των οποίων τοποθετούνται στα 5 και 2,7 δισ. ευρώ το 2031.

Εφόσον επιβεβαιωθεί η πρόβλεψη της Κομισιόν για αύξηση των εξαγωγών τυριού με ρυθμό 3% ετησίως, το 57% της συνολικής ευρωπαϊκής παραγωγής θα κατευθύνεται το 2031 στο εξωτερικό, με την ΕΕ να διατηρεί την πρωτοκαθεδρία της στην παγκόσμια κατάταξη με 47%. Η ευρωπαϊκή κατά κεφαλήν κατανάλωση, ωστόσο, δεδομένου ότι ήδη βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα, αναμένεται να μειωθεί κατά 2 κιλά σε σύγκριση με τη δεκαετία 2011-2021.

Oι εξαγωγές νωπών γαλακτοκομικών αναμένεται να ανέλθουν σε 1,8 εκατ. τόνους το 2031 με την κατανάλωση εντός ΕΕ να μειώνεται κι εδώ, αν και με χαμηλότερους ρυθμούς (-0,2% έναντι -0,5% στο διάστημα 2011-2021), ενώ και η κρέμα γάλακτος αναμένεται να ευνοηθεί από την αύξηση της οικιακής κατανάλωσης που έφερε η πανδημία.

Τέλος, σε αντίθεση με την εσωτερική κατανάλωση, η οποία αναμένεται να μείνει ουσιαστικά αμετάβλητη (αύξηση 0,2% σε ετήσια βάση), η εξαγωγική ζήτηση εκτιμάται ότι θα υποστηρίξει και την παραγωγή βουτύρου, η οποία αναμένεται να αυξηθεί κατά 45.000 τόνους μέχρι το 2031.