«Kwaidan» (1964): Ιστορίες φαντασμάτων από τη συλλογή του Έλληνα εθνικού συγγραφέα της… Ιαπωνίας

- «The Black Hair»: Ένας σαμουράι επιστρέφει στην πρόσφατα εγκαταλειμμένη γυναίκα του, εκλιπαρώντας για τη συγχώρεσή της. Ωστόσο, θα πληρώσει το τίμημα για την πρότερη άπονη συμπεριφορά του.
- «The Woman of the Snow»: Ένας ξυλοκόπος εγκλωβίζεται σε μια χιονοθύελλα και κάνει μια συμφωνία με μια δαιμονική θεότητα για τη σωτηρία του, όμως το τίμημα θα είναι και εκεί πολύ μεγάλο σε περίπτωση που την παρακούσει.
- «Hoichi the Earless»: Ένας τυφλός νεαρός μοναχός ξυπνάει με τη θεσπέσια μουσική του τα πνεύματα μιας ολόκληρης στρατιάς πολεμιστών.
- «In a Cup of Tea»: Ένας σαμουράι βλέπει την αντανάκλαση ενός πολεμιστή-φαντάσματος στο φλιτζάνι του τσαγιού του και, τελικά, παρανοεί.
Τέσσερις ξεχωριστές μεταξύ τους ιστορίες, με διαφορετικούς χαρακτήρες, αλλά κοινό παρονομαστή το στοιχείο του μεταφυσικού και τα «φαντάσματα». Άνθρωποι που ταλανίζονται από πάθη, πικρίες, διλήμματα και ερινύες. Μετέωρες ψυχές νεκρών, που δεν μπορούν να βρουν γαλήνη και στοιχειώνουν τους ζωντανούς. Ιστορίες που είναι καταδικασμένες να μείνουν ανολοκλήρωτες και ανακυκλούμενες, σαν ασίγαστος αντίλαλος, αντηχώντας εις το διηνεκές στα χαλάσματα του Χρόνου.
Πριν από 60 χρόνια, όλα τα παραπάνω συνέθεσαν μια σπονδυλωτή ανθολογία τρόμου, με περιεχόμενο πολύχρωμο και ταυτόχρονα σκοτεινό, ανατριχιαστικό, αλλά και βαθιά ανθρώπινο. Βασίστηκε σε ιαπωνικούς θρύλους, που μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά, ώσπου συλλέχθηκαν από τον γεννημένο στην Ελλάδα συγγραφέα Λευκάδιο Χερν, στο βιβλίο με τίτλο «Καϊντάν: Ιστορίες και σπουδές παράξενων πραγμάτων», το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1904. Άλλωστε, το «Kwaidan» (δηλαδή «Καϊντάν»), που ήταν και ο τίτλος της ταινίας, η οποία έκανε πρεμιέρα στο Τόκιο στις 29 Δεκεμβρίου του 1964, στα ελληνικά σημαίνει «Ιστορίες φαντασμάτων». Σήμερα, η τελευταία προβάλλεται και πάλι στις αίθουσες, χάρη σε μια πολύ ενδιαφέρουσα επετειακή επανακυκλοφορία από τη New Star.
Ίσως το γεγονός ότι η πρώτη ύλη αντλήθηκε από το συγγραφικό έργο του Λευκάδιου Χερν, δηλαδή ενός «δυτικού», να έχει παίξει τον ρόλο του στο να μιλά η ταινία μια πανανθρώπινη «γλώσσα», χωρίς όμως να απαρνιέται τις ρίζες της
Πλασμένο από το υλικό μύθων που είναι βαθιά ριζωμένοι στην παράδοση της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου, το «Kwaidan» είναι όλα όσα θα μπορούσε να ζητήσει κανείς από ένα ολοκληρωμένο κινηματογραφικό τρίωρο: Μια υπνωτιστική περιπλάνηση – φόρος τιμής στο λαϊκό φολκλόρ της Ιαπωνίας· ένα υπερβατικό σινε-διήγημα, που αποπνέει απόκοσμη μαγεία και συνάμα πολύχρωμη λάμψη, προκαλώντας ευρεία γκάμα συναισθημάτων· ένα ανατολίτικης αισθητικής και θεματολογίας έργο τέχνης, μπολιασμένο με μεράκι και ευρηματική φαντασία, από το επίκεντρο (τα πρόσωπα, οι ιστορίες τους και οι ιδέες που αντιπροσωπεύουν, οι οποίες δίνουν καύσιμο στη «μηχανή» των κεντρικών θεματικών της ταινίας) μέχρι το φόντο (τα εντυπωσιακά, δουλεμένα στο χέρι και προσεγμένα έως την τελευταία λεπτομέρεια σκηνικά, αλλά και η χρωματική παλέτα που δίνει «χρώμα» και… θρυλικό εκτόπισμα στις ιστορίες).
Όλα όσα μας στοιχειώνουν
Ως σύλληψη και εκτέλεση, το «Kwaidan» είναι, πάνω από όλα τα άλλα, μια διεισδυτική ματιά στην ψυχή της ιαπωνικής λαογραφίας και, ταυτόχρονα, ένας συλλογισμός πάνω στο αίνιγμα και τη μοίρα της αντιφατικής ανθρώπινης ύπαρξης. Σχολιάζει την ατελή μας κατάσταση· όλα όσα μας στοιχειώνουν και συνάμα μας καθορίζουν με τρόπο οδυνηρό και αναπόδραστο. Από το πιο μικρό, όπως μία λάθος απόφαση (η εγκατάλειψη της συζύγου από τον σαμουράι στην πρώτη ιστορία, αλλά και η ύβρις που διαπράττει ο ξυλοκόπος στη δεύτερη ιστορία, αψηφώντας τη ρητή εντολή της σκοτεινής θεότητας να παραμείνει εχέμυθος, κάτι που ανατρέπει την τέλεια ζωή του), μέχρι το πιο μεγάλο, όπως ένα ιστορικό γεγονός (η στρατιά που ηττήθηκε στη μάχη που εξιστορείται στην τρίτη ιστορία).
Συμπεριλαμβάνει εμβληματικές ιστορίες φαντασμάτων από την ιαπωνική παράδοση, όπως εκείνη της «Γιούκι-Όννα» (της λεγόμενης «γυναίκας του χιονιού») και του «Μίμι-Νάσι-Χόιτσι», και ισορροπεί ανάμεσα στο όνειρο και τον εφιάλτη. Εγκαινιάζει μπροστά στα μάτια μας έναν μακρινό, ανοίκειο και ομιχλώδη κόσμο, που η επαφή μαζί του αποκτά σταδιακά τη διάσταση της «εκ του σύνεγγυς» εμπειρίας, μετατρέποντας ακόμη και τον χωρίς προσλαμβάνουσες θεατή σε ζωντανό κομμάτι της. Ίσως το γεγονός ότι η πρώτη ύλη αντλήθηκε από το συγγραφικό έργο του Λευκάδιου Χερν, δηλαδή ενός «δυτικού», να έχει παίξει τον ρόλο του στο να μιλά η ταινία μια πανανθρώπινη «γλώσσα», χωρίς όμως να απαρνιέται τις ρίζες της – κάθε άλλο.
Πρόκειται, δε, για ένα ολοκληρωμένο οπτικοακουστικό αριστούργημα, μαεστρικά δομημένο από τον σκηνοθέτη Μασάκι Κομπαγιάσι, ο οποίος με τη «μπαγκέτα» του μεταμορφώνει ξανά και ξανά την τεχνική αρτιότητα σε αφηγηματική καινοτομία (η χρήση του ήχου, οι γωνίες λήψεως, αλλά και ο τρόπος που μοντάρονται κάποιες σκηνές έχουν από μόνα τους μια ιστορία να πουν). Η ταινία γνώρισε δικαίως επιτυχία τόσο στην Ιαπωνία, όσο και διεθνώς (υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας το 1965 και τιμημένη με το Ειδικό Βραβείο στο Φεστιβάλ των Καννών).
Ο Λευκάδιος Χερν και η ζωή του

Όπως συνοψίζει η ιστορικός απωανατολικής τέχνης Δρ Κλαίρη Β. Παπαπαύλου σχετικά με τη σύντομη ζωή του Λευκάδιου Χερν, αυτή περιλαμβάνει τρεις μεγάλες περιόδους, περίπου ισόχρονες, που μπορούν να αποκληθούν «ευρωπαϊκή» (1850-1869), «αμερικανική» (1869-1890) και «ιαπωνική» (1890-1904).
Ο Λευκάδιος Χερν, ή Γιάκουμο Κοϊζούμι, όπως έγινε γνωστός στην Ιαπωνία μετά την αλλαγή του ονόματός του, γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 27 Ιουνίου του 1850, εξού και το όνομα Λευκάδιος. Ήταν γιος Ιρλανδού στρατιωτικού γιατρού, του ταγματάρχη Τσαρλς Μπους Χερν, και της Ρόζας Κασιμάτη, Ελληνίδας ευγενούς με καταγωγή από τα Κύθηρα. Το σπίτι όπου γεννήθηκε βρίσκεται σε ένα καντούνι κοντά στην κεντρική πλατεία της πόλης της Λευκάδας, το οποίο σήμερα έχει ονομαστεί σε οδό Λευκάδιου Χερν – Γιάκουμο Κοϊζούμι. Είχε βαπτιστεί χριστιανός ορθόδοξος. Επίσης, εξακολουθεί να διασώζεται το σπίτι της Ρόζας Κασιμάτη στα Κύθηρα, όπου έζησε και ο μικρός Λευκάδιος (σ.σ. είναι το πρώτο που αντικρίζει κανείς κατηφορίζοντας από το κάστρο της Χώρας των Κυθήρων – φέρει και σχετική επιγραφή).
Ο πατέρας του Λευκάδιου υπηρετούσε στη Λευκάδα στα χρόνια της παραμονής των Επτανήσων υπό τη βρετανική κυριαρχία. Το 1850, πήρε μετάθεση για τις Δυτικές Ινδίες και εν συνεχεία κανόνισε να ταξιδέψουν η Ρόζα και τα παιδιά τους στους συγγενείς του στο Δουβλίνο, όπου έτυχαν ψυχρής υποδοχής, καθώς η ίδια ήταν χριστιανή ορθόδοξη και αναλφάβητη. Αργότερα, ο Τσαρλς φρόντισε να ακυρώσει τον γάμο του με τη Ρόζα, πατώντας στο ότι έλειπε η υπογραφή της στο στεφανοχάρτι, μια και ήταν αναλφάβητη. Μετά από αυτή την εξέλιξη, η μητέρα του Λευκάδιου παντρεύτηκε τον Τζιοβάνι Καβαλίνι, Έλληνα πολίτη ιταλικής καταγωγής, που αργότερα διορίστηκε από τους Βρετανούς ως κυβερνήτης των Αντικυθήρων, με τον οποίο έκανε ακόμη τέσσερα παιδιά, αφήνοντας τα δύο προηγούμενα σε μία θεία του πατέρα τους, μετά από απαίτηση του νέου της συζύγου.
Το 1857, σε ηλικία επτά ετών, και παρά το γεγονός ότι και οι δύο γονείς του ζούσαν ακόμη, ο Χερν έγινε μόνιμα κηδεμονευόμενος της γιαγιάς-θείας του, Σάρα Χολμς Μπρέναν. Ο Χερν άρχισε να εξερευνά τη βιβλιοθήκη της Μπρέναν και να μυείται στην ελληνική λογοτεχνία, ιδιαίτερα δε στη μυθολογία, ενώ μετέπειτα έλαβε καθολική εκπαίδευση σε Γαλλία και Αγγλία.
Μετά την ενηλικίωσή του, ο Λευκάδιος, ο οποίος στο μεταξύ είχε χάσει το αριστερό του μάτι από μόλυνση –μετά από ατύχημα στο σχολείο– και είχε ζήσει μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες ύστερα από τη χρεοκοπία της κηδεμόνος του, μετανάστευσε στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα στο Σινσινάτι, όπου, έπειτα από ένα ιδιαίτερα αντίξοο ξεκίνημα, κατάφερε να βρει τον δρόμο του. «Κλειδί» σε αυτό αποτέλεσε η μοναδική του «πένα», η οποία του εξασφάλισε εργασία για πολλά χρόνια με την ιδιότητα του δημοσιογράφου (μεταξύ άλλων αστυνομικού ρεπορτάζ) και του έδωσε κάποια φήμη. Στην Ιαπωνία βρέθηκε το 1890, ως ανταποκριτής μιας εφημερίδας και σύντομα εγκαταστάθηκε εκεί. Από την πόλη Ματσούε της Ανατολικής Ιαπωνίας ξεκίνησε μια νέα επαγγελματική σταδιοδρομία για εκείνον, ως εκπαιδευτικός (δάσκαλου της αγγλικής γλώσσας) και, επίσης, το νέο κεφάλαιο στην προσωπική του ζωή, στο πλευρό μιας απογόνου οικογενείας σαμουράι, της Σέτσου Κοϊζούμι, της οποίας το οικογενειακό όνομα θα υιοθετούσε και ο ίδιος. Ενστερνίστηκε γενικότερα τον ιαπωνικό τρόπο ζωής και αργότερα πήρε και την ιαπωνική υπηκοότητα.
Σήμερα, ο Λευκάδιος Χερν είναι περισσότερο γνωστός για τα βιβλία του για την Ιαπωνία, ειδικά για τις συλλογές του με ιαπωνικούς θρύλους και ιστορίες φαντασμάτων, όπως αυτές που αναπαράγονται στο «Kwaidan». Το Lafcadio Hearn Memorial Museum και η –δίπλα σε αυτό– παλιά του κατοικία εξακολουθούν να είναι δύο από τα πιο δημοφιλή τουριστικά αξιοθέατα στο Ματσούε, ενώ εκείνος έμεινε στην Ιστορία ως ένας από τους εθνικούς συγγραφείς της Ιαπωνίας.