Λεωνίδας Κουιμτζής: «Το ρύζι θα μπορούσε να είναι ένα εθνικό προϊόν» – Συνέντευξη του νέου προέδρου της Διεπαγγελματικής στην «ΥΧ»

Την ανάγκη τόσο η πολιτεία, όσο και όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς να δουν το ρύζι
υπό ένα διαφορετικό πρίσμα, παρόμοιο με αυτό που αντιμετωπίζονται άλλα εθνικά προϊόντα υπογραμμίζει ο Λεωνίδας Κουιμτζής στην πρώτη του συνέντευξη στην «ΥΧ» ως επικεφαλής της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελληνικού Ρυζιού.

Κύριε Κουιμτζή, ποιες προκλήσεις καλείται να αντιμετωπίσει η Διεπαγγελματική Ρυζιού;

Κατ’ αρχάς, το ευρωπαϊκό και, ειδικότερα, το ελληνικό ρύζι, έχει να αντιμετωπίσει τις αθρόες εισαγωγές από ασιατικές χώρες, όπως η Καμπότζη και η Μιανμάρ, οι οποίες έρχονται στην Ευρώπη σε πολύ χαμηλές τιμές. Καλούμαστε να ανταγωνιστούμε χώρες όπου το μεροκάματο ενός καλλιεργητή δεν ξεπερνά το 1 δολάριο και, επιπλέον, το ρύζι που στέλνουν στα ευρωπαϊκά σούπερ μάρκετ είναι… βομβαρδισμένο με ουσίες και σκευάσματα τα οποία εμείς έχουμε πάψει να χρησιμοποιούμε εδώ και 30-40 χρόνια.

Ως Έλληνες παραγωγοί, μέλη μιας Ευρώπης που σκύβει πάνω από το περιβάλλον -και πολύ καλά κάνει- καλούμαστε να χρησιμοποιούμε ήπια ζιζανιοκτόνα, στα οποία, ωστόσο, λόγω και της φύσης της καλλιέργειας, αναπτύσσονται ανθεκτικότητες. Έτσι, κάθε χρόνο αναγκαζόμαστε να τρέχουμε στο υπουργείο για να εξασφαλίσουμε κατ’ εξαίρεση άδεια για τα «φάρμακα των 120 ημερών».

Ακόμα ένα πρόβλημα έχει να κάνει με τις ποικιλίες. Αυτήν τη στιγμή, δεν υπάρχει καμία κατηγοριοποίηση, κάτι που στο τέλος παραπλανά και τον καταναλωτή. Για παράδειγμα, βρίσκει κανείς στο ράφι συσκευασίες που αναγράφουν «Ρύζι Καρολίνα», όμως μέσα στο σακουλάκι κάθε άλλο παρά Καρολίνες υπάρχουν. Και, φυσικά, όλοι γνωρίζουμε για τις περιπτώσεις όπου ρύζια καταφθάνουν από την Ασία ή αλλού και πωλούνται ως ελληνικά. Η διαφορά με την εικόνα ενός ραφιού στην Ιταλία, για παράδειγμα, είναι χαώδης.

Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά, όταν σε λίγα χρόνια ο καταναλωτής θα μπορεί, μέσω του κινητού του, να σκανάρει το barcode μιας συσκευασίας και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να μαθαίνει το όνομα του παραγωγού και την περιοχή όπου καλλιεργήθηκε το ρύζι που αγοράζει.

Θα μπορούσαμε, ως Διεπαγγελματική, να ορίσουμε τις κατηγορίες, ενημερώνοντας σχετικά και το υπουργείο και, από εκεί και πέρα, ο κλάδος να αποκτήσει ένα «δικό του ΕΦΕΤ» ο οποίος θα ελέγχει κατά πόσο οι σχετικές προδιαγραφές τηρούνται και, όταν διαπιστώνονται παραβάσεις, θα επιβάλλει πρόστιμα.

Πώς βλέπετε το μέλλον του ελληνικού ρυζιού;

Συνηθίζω να λέω ότι η καλλιέργεια του ρυζιού είναι κουλτούρα. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και μονόδρομος, γιατί στη μεγάλη πλειονότητα των εκτάσεων που καλλιεργούνται στη χώρα μας δεν μπορεί, λόγω των εδαφών, να σπαρθεί κάτι άλλο.

Επομένως, πρέπει με νύχια και με δόντια να την κρατήσουμε. Επειδή, σε σχέση για παράδειγμα με το βαμβάκι ή το καλαμπόκι, τα στρέμματα που «απασχολεί» στην Ελλάδα είναι λιγοστά, συχνά δεν δίνεται στο ρύζι η σημασία που του αξίζει. Ωστόσο, ό,τι παράγεται σε αυτά τα 300.000 στρέμματα περίπου φεύγει για εξαγωγή και φέρνει στη χώρα ένα συνάλλαγμα της τάξης των 150 εκατ. ευρώ ετησίως. Για μένα, λοιπόν, το ρύζι θα μπορούσε να είναι ένα εθνικό προϊόν, να αντιμετωπίζεται δηλαδή όπως το βαμβάκι, η ελιά, η σταφίδα κ.ά. που, ακόμα κι αν οι ποσότητές τους δεν είναι μεγάλες, φεύγουν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στο εξωτερικό και αφήνουν πολύτιμο συνάλλαγμα.

Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, τα ανταγωνιστικά μας πλεονεκτήματα σαν ορυζοπαραγωγική χώρα;

Αν και μικροί σε μέγεθος, είμαστε η τρίτη μεγαλύτερη δύναμη στην Ευρώπη. Το πρώτο μας πλεονέκτημα είναι η εγγύτητα στις ασιατικές αγορές, το οποίο αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία στη σημερινή συγκυρία. Μάλιστα, μέσω των ευρωπαϊκών προγραμμάτων προώθησης ρυζιού, έχουμε καταφέρει να μπούμε σε ολοένα και περισσότερες αγορές, όπως η Συρία και η Σαουδική Αραβία.

Σε κάθε περίπτωση, απευθυνόμαστε σε αγορές που ζητούν μοντέρνες ποικιλίες, λιγότερα φάρμακα, διαφορετικές επεξεργασίες και, πάνω απ’ όλα, ποιοτικό προϊόν. Γιατί το ελληνικό ρύζι είναι εξαιρετικά ποιοτικό και αυτό δεν είναι κάτι που λέμε απλά για να… παινέψουμε το σπίτι μας. Στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, που καλλιεργούνται 200.000 στρέμματα, τα εδάφη είναι υφάλμυρα, γεγονός που δίνει στο ρύζι μας μια φυσική αλατότητα και το κάνει πολύ πιο νόστιμο, για παράδειγμα, από ένα ασιατικό.

Επίσης, σε επίπεδο τιμής, είμαστε πολύ ανταγωνιστικοί, σε σύγκριση με τους Ιταλούς, τους οποίους πλέον χτυπάμε ακόμα και σε παραδοσιακά «δικές» τους αγορές, όπως οι ευρωπαϊκές. Σε επίπεδο τεχνογνωσίας δεν έχουμε να ζηλέψουμε κάτι, στις αποδόσεις τους έχουμε ξεπεράσει, καθώς αγγίζουμε πλέον τα 1.000 κιλά/στρέμμα όταν αυτοί βρίσκονται μεσοσταθμικά στα 700 κιλά, ενώ και ποιοτικά, σε ορισμένες περιπτώσεις, είμαστε καλύτεροι. Εκεί που οι Ιταλοί υπερέχουν είναι η οργάνωση και οι υποδομές, κάτι που τους δίνει τη δυνατότητα να βγάζουν, για παράδειγμα, δικές τους ποικιλίες. Αν είχαμε κι εμείς τη συνδρομή δημόσιων, ακόμα και ιδιωτικών ινστιτούτων, θα ήμασταν σε ακόμα υψηλότερο επίπεδο.

Λιγότερα κατά 50.000 φέτος τα στρέμματα

Πώς βλέπετε να διαμορφώνεται το τοπίο ενόψει των σπορών;

Το μεγαλύτερο αγκάθι σήμερα είναι το κόστος παραγωγής, το οποίο είναι δυσβάσταχτο. Πέρυσι τέτοια εποχή αγοράζαμε λίπασμα με 450-480 ευρώ/τόνο, σήμερα έχει φτάσει τα 1.200 ευρώ. Τα φάρμακα είναι επίσης 15%-20% πάνω, ενώ η κατάσταση με το πετρέλαιο είναι γνωστή. Όλα αυτά, τη στιγμή που η αύξηση στην τιμή του ρυζιού είναι συγκρατημένη, από τα 32-33 λεπτά/κιλό πέρυσι τα μεσόσπερμα έχουν πάει στα 40 λεπτά. Εκτιμούμε ότι η καλλιέργεια θα είναι περίπου 50.000 με 60.000 στρέμματα κάτω σε σχέση με πέρυσι καθώς, λόγω του κόστους, αρκετοί παραγωγοί προσανατολίζονται στο βαμβάκι και στο καλαμπόκι.

Το υπουργείο γνωρίζει την κατάσταση και, αν θέλουμε να επιβιώσει η καλλιέργεια, θα πρέπει να γίνουν συγκεκριμένα πράγματα. Πρέπει να παραμείνει η συνδεδεμένη και, γενικότερα, να είμαστε καθημερινά παρόντες στα ευρωπαϊκά δρώμενα ώστε να αποσπάσουμε ως χώρα το μέγιστο από οτιδήποτε «δώσει» η ΕΕ στην ορυζοκαλλιέργεια, π.χ. σε επίπεδο προγραμμάτων. Μόνο έτσι θα μπορέσει η καλλιέργεια να σταθεί οικονομικά απέναντι στον παραγωγή, αλλά και στον καταναλωτή.