Λιπάσματα, καλαμπόκι, κηπευτικά και αγροτικό εισόδημα στο επίκεντρο των Βρυξελλών

Για το θέμα των προκλήσεων που καλούνται να ξεπεράσουν οι αγρότες εν μέσω πολέμου και για τις επιπτώσεις της πολεμικής και ενεργειακής κρίσης, συζήτησαν οι υπουργοί Γεωργίας των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τον επίτροπο Γεωργίας, Γιάνους Βοϊτσεχόφσκι, στο πρόσφατο Συμβούλιο Υπουργών, που έλαβε χώρα τη Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2022.

Ο επίτροπος στάθηκε στο ζήτημα της Κλιματικής Αλλαγής, σημειώνοντας ότι πρόκειται για παράγοντα που προστίθεται και επιδεινώνει το πρόβλημα της αύξησης του κόστους παραγωγής και της ιδιαίτερα δύσκολης κατάστασης που βιώνουν οι αγρότες. «Η παραγωγή αραβοσίτου της ΕΕ επηρεάστηκε σοβαρά από το θερμό και ξηρό καλοκαίρι. Μειώθηκε σχεδόν κατά 27%, κάτω πλέον από τον μέσο όρο της προηγούμενης χρονιάς. Με την πανευρωπαϊκή παραγωγή να βαίνει μειούμενη κατά 20 εκατ. τόνους σε σύγκριση με πέρσι, οι εισαγωγές καλαμποκιού πραγματοποίησαν ρεκόρ συγκριτικά με πέρσι και συγκεκριμένα αυξήθηκαν κατά 12 εκατ. ευρώ, κατά την περίοδο από την 1η Ιουλίου έως το τέλος Νοεμβρίου».

Ο επίτροπος συμπλήρωσε ότι, παρά τις κλιματικές συνθήκες, η παραγωγή μαλακού σίτου αυξήθηκε κατά 2% σε σύγκριση με πέρσι. Ο κ. Βοϊτσεχόφσκι διευκρίνισε επίσης ότι οι τιμές στα χονδροειδή σιτηρά παραμένουν αυξημένες από 10% έως 20%, παρά τη μείωση που παρουσίασαν τον τελευταίο μήνα.

Αναφορικά με τα οπωροκηπευτικά, στο Συμβούλιο Υπουργών αναφέρθηκε ότι τα περιθώρια κέρδους στα προϊόντα εξανεμίστηκαν από τα αυξημένα κόστη εισροών και ενέργειας, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση στην κατανάλωση λόγω πληθωρισμού. Σύμφωνα με τον επίτροπο, «οι επιπτώσεις είναι πιο σοβαρές στα κηπευτικά και ιδιαίτερα στα θερμοκηπιακά προϊόντα (ντομάτες, αγγούρια και πιπεριές). Επίσης, πρόσθεσε ότι ευάλωτες είναι και οι αγορές προϊόντων που απαιτούν αποθήκευση σε ψυγεία, όπως οι πατάτες και τα μήλα.

Λιπάσματα: Πρόβλημα η αγορά τους, όχι η διαθεσιμότητά τους

Όπως αναφέρθηκε στο Συμβούλιο, από τις συζητήσεις σε επίπεδο της Ειδικής Επιτροπής Γεωργίας (SCA), το συμπέρασμα ήταν ότι μια σχετική επάρκεια λιπασμάτων είναι διασφαλισμένη στην αγορά. Ωστόσο, η δυνατότητα των παραγωγών να αγοράσουν λιπάσματα παραμένει η κύρια ανησυχία. «Οι υψηλές τιμές στο φυσικό αέριο στην ΕΕ δεν πρόκειται να εξαφανιστούν κατά τους προσεχείς μήνες. Η κατάσταση σε σχέση με το προηγούμενο Συμβούλιο δεν χειροτέρευσε και ίσως βελτιώθηκε ελάχιστα αλλά, φυσικά, αυτό δεν είναι αρκετό.

Αρκετές μονάδες παραγωγής λιπασμάτων επανεκκίνησαν τη λειτουργία τους, ωστόσο για την ώρα η ζήτηση κινείται σε χαμηλά επίπεδα και οι αγρότες δεν αγοράζουν. «Φαίνεται ότι οι παραγωγοί διαθέτουν αποθέματα για τις επόμενες χειμερινές σπορές τους» σημείωσε ο Βοϊτσεχόφσκι, προσθέτοντας ότι σχεδιάζεται η λειτουργία ενός παρατηρητηρίου για την αγορά λιπασμάτων στις αρχές του 2023, ώστε να ενισχυθεί ο παράγοντας της διαφάνειας.

Αναφορικά με τις επιπτώσεις του πληθωρισμού στη μείωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και στις εύλογες επιπτώσεις στο εισόδημα των αγροτών, ο επίτροπος σημείωσε ότι η ΕΕ είναι αντίθετη με το ενδεχόμενο να δοθεί επί του παρόντος επιπλέον στήριξη μέσω της ΚΑΠ, κάτι που όμως δεν απέκλεισε να γίνει μέσα στο 2023.