Το Made in Italy στα μακαρόνια αλλάζει την αγορά του σκληρού

Η υποχρέωση αναγραφής προέλευσης έφερε ανακατάξεις που αγγίζουν και τους Έλληνες παραγωγούς

Σε κατάσταση… ηρεμίας έχει επιστρέψει το τελευταίο διάστημα η εγχώρια αγορά του σκληρού, μετά την κινητικότητα που καταγράφηκε από τις πρώτες μέρες του Αυγούστου μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου, όταν η εμφάνιση στο προσκήνιο των Τούρκων, κατά πρώτο λόγο, και των Ιταλών, κατά δεύτερο, αγοραστών είχε ως αποτέλεσμα να κλειστούν ουκ ολίγες εξαγωγικές δουλειές σε αυξημένες, σε σχέση με τις προηγούμενες εβδομάδες, τιμές.

Το ενδιαφέρον αυτό επέτρεψε στους Έλληνες εμπόρους να «διώξουν» σημαντικές ποσότητες σε τιμές της τάξης των 230-240 ευρώ/τόνος FOB (oι οποίες μεταφράζονται σε περίπου 20-21 λεπτά/κιλό στον παραγωγό), κρατώντας παράλληλα στις αποθήκες τους αρκετά σιτάρια πολύ καλής ποιότητας, με την προοπτική να τα διαθέσουν υπό καλύτερους όρους και με σχετική άνεση, όταν η ζήτηση επανακάμψει.

Μέχρι στιγμής, σύμφωνα με εκτιμήσεις παραγόντων του κλάδου, έχουν εξαχθεί περίπου 80.000 τόνοι σκληρού σιταριού φετινής παραγωγής και το γεγονός ότι το «κάθισμα» της αγοράς συνέπεσε με την ατονία του τουρκικού ενδιαφέροντος μόνο τυχαίο δεν είναι: Η Τουρκία έχει μπει πλέον για τα καλά στο κάδρο των ελληνικών εξαγωγών, αφού από μια σχεδόν αυτάρκης χώρα που ήταν στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν, τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε σημαντικό αγοραστή σκληρού σιταριού.

Είναι χαρακτηριστικό ότι από τον Αύγουστο αναλυτές του ΙGC προεξοφλούσαν ότι οι όγκοι που θα προμηθευτεί από τη διεθνή αγορά τη σεζόν 2019/2020 θα είναι οι υψηλότεροι της τελευταίας τετραετίας (σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τους, άνω των 600.000 τόνων). Στον τελευταίο διαγωνισμό που «έτρεξε» την περασμένη εβδομάδα το Τουρκικό Συμβούλιο Δημητριακών (ΤΜΟ) προμηθεύτηκε 88.000 τόνους σκληρού για παράδοση στο διάστημα 23 Σεπτεμβρίου-11 Οκτωβρίου σε τιμές κοντά στα 290 δολάρια/τόνος CIF.

Αν και το ελληνικό σκληρό δεν συγκατελέγεται στις πρώτες επιλογές των γειτόνων (σ.σ. καλύπτουν τις ανάγκες τους κυρίως από τον Καναδά, το Μεξικό, τη Ρωσία και το Καζακστάν), οι 50.000 έως 70.000 τόνοι που συστηματικά πλέον απορροφούν σε ετήσια βάση από τη χώρα μας αποτελούν μια διόλου ευκαταφρόνητη ποσότητα, πόσω μάλλον που φέτος το ενδιαφέρον των Ιταλών για τη σοδειά μας μάλλον χλιαρό θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σε σχέση με τα συνήθη στάνταρντ τους.

Πιο ακριβός ο Νότος

Η τρέχουσα σεζόν παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα ιδιομορφία για την Ιταλία, η οποία αντικατοπτρίζεται στις τιμές που σε εβδομαδιαία βάση αποτυπώνονται στις αγορές της Μπολόνια και της Φότζια. Αν και διαχρονικά οι τιμές της πρώτης (που μπορεί να θεωρηθεί σημείο αναφοράς για την αγορά της Βόρειας Ιταλίας) ήταν υψηλότερες εκείνων της δεύτερης (αντίστοιχα, το σημείο αναφοράς της Νότιας Ιταλίας), φέτος το σκηνικό, από την αρχή σχεδόν της εμπορικής περιόδου, έχει ανατραπεί.

Ενδεικτικά, και με αμφότερες τις αγορές να κινούνται το τελευταίο διάστημα σταθεροποιητικά, στη λίστα της Φότζια που δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα (σ.σ. η νέα που γνωστοποιήθηκε προχθές, Τετάρτη δεν παρουσιάζει διαφοροποιήσεις), η πρώτη ποιότητα (πρωτεΐνη 12%, ειδικό βάρος 80 kg/hl, υαλώδη 80%) διαπραγματευόταν από 255 έως 260 ευρώ/τόνος (επί αυτοκινήτου) και η δεύτερη ποιότητα (πρωτεΐνη 11,5%, ειδικό βάρος 78 kg/hl, υαλώδη 70%) μεταξύ 250 και 255 ευρώ/τόνος.

Την ίδια στιγμή, στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων της Μπολόνια, οι τιμές για την πρώτη ποιοτική κλάση (πρωτεΐνη 13,5%, ειδικό βάρος 79 kg/hl, υαλώδη 70%-75%) κινούνταν από 235 έως 240 ευρώ/τόνος FOB (επί πλοίω) και για τη δεύτερη (πρωτεΐνη 12,5%, ειδικό βάρος 77 kg/hl, υαλώδη 60%-65%) από 225 έως 230 ευρώ/τόνος. Η διαφορά αυτή, όπως εξηγούν στην «ΥΧ» πηγές της αγοράς, οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους:

1. Στη σχετική ποιοτική υποβάθμιση των φετινών σιταριών της Βόρειας Ιταλίας, τα οποία παρουσιάζουν μεν υψηλές πρωτεΐνες, αλλά και αρκετά μαύρα στίγματα, την ώρα που η σοδειά του Νότου χαρακτηρίζεται από καλά ειδικά βάρη και υαλώδη, αλλά μέτριες πρωτεΐνες.

2. Στη νομοθεσία περί αναγραφής της χώρας προέλευσης του σκληρού σιταριού για τα ζυμαρικά που πωλούνται στην ιταλική αγορά (σ.σ. τουλάχιστον 51% εγχώρια προέλευση, προκειμένου το προϊόν να φέρει τη στάμπα «Μade in Italy»). Η εν λόγω υποχρέωση με τη συνακόλουθη ζήτηση που έχει δημιουργήσει μεταξύ των τοπικών βιομηχανιών για ιταλικό σιτάρι ουσιαστικά συντηρεί τεχνηέντως την απόκλιση μεταξύ της Φότζια και της Μπολόνια, ευνοώντας την «εσωτερική» μετακίνηση σκληρού σιταριού από τον Βορρά στον Νότο.

Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά κύκλοι της αγοράς, «με αυτές τις τιμές, το σκληρό της Βόρειας Ιταλίας ανταγωνίζεται ουσιαστικά το εισαγόμενο ελληνικό».

Προσφεύγουν στον ΠΟΕ οι Καναδοί

Η πρωτοβουλία των Ιταλών για το σήμα προέλευσης, από την πρώτη χρονιά της εφαρμογής της, έχει προκαλέσει την μήνιν των Καναδών, οι οργανώσεις των οποίων πιέζουν την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να προσφύγει για το θέμα στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Οι εισαγωγές καναδικού σιταριού στην Ιταλία που, πριν από μία διετία, ξεπερνούσαν τους 1 εκατ. τόνους πλέον έχουν υποχωρήσει κάτω από τους 400.000 τόνους.

Cam Dahl πρόεδρος της Cereal Canada

Ο πρόεδρος της Cereal Canada, Cam Dahl, πιστεύει ότι όσο η καναδική κυβέρνηση μένει απαθής απέναντι σε τέτοιες «προστατευτικές» πρακτικές, εμμέσως ενθαρρύνει και άλλες χώρες να τις υιοθετήσουν. «Η Coldiretti, η ιταλική αγροτική οργάνωση που βρίσκεται πίσω από το μέτρο, υπερηφανεύεται ότι οι τιμές σε εθνικό επίπεδο αυξήθηκαν 20%. Όμως, δεν μπορεί να λειτουργεί έτσι το διεθνές εμπόριο», σχολίασε ο ίδιος χαρακτηριστικά.

Η διαδικασία του αλωνισμού στη βορειοαμερικανική χώρα βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, με τις πρώτες εκτιμήσεις για το σύνολο της συγκομιδής να είναι αντικρουόμενες, αφού την τοποθετούν από 4,4 έως 5,1 εκατ. τόνους.