Μαύρη επέτειος για το τσίπουρο

Υπό τη σκιά της επικείμενης αύξησης του ΕΦΚ, τα 30 χρόνια από την κατοχύρωση της ονομασίας προέλευσης

φώτο: Dana Tentis

Εξίσωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο τσίπουρο με τα άλλα οινοπνευματώδη «βλέπει» στο άμεσο μέλλον ο Σύνδεσμος Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων και Αλκοολούχων ποτών (ΣΕΑΟΠ).

Όπως τόνισαν κατά τη διάρκεια πρόσφατης συνάντησης με δημοσιογράφους μέλη του ΔΣ του Συνδέσμου, ακόμα και αν γίνει εντέλει δεκτό από την ΕΕ το αίτημα της Ελλάδας για διετή παράταση στο καθεστώς μειωμένου κατά 50% ΕΦΚ στο τσίπουρο και στην τσικουδιά, αργά ή γρήγορα και για τα δύο ποτά θα ισχύσει ό,τι και για τα υπόλοιπα αλκοολούχα.

Διέξοδος δεν διαφαίνεται ούτε μέσω του ιδιαίτερου καθεστώτος φορολόγησης του ούζου που ισχύει μόνο για την Ελλάδα και το οποίο βασίζεται σε παλιά νομοθεσία. Κάτι που, σύμφωνα με το ΣΕΑΟΠ, καθιστά πρακτικά αδύνατο να ανοίξει τώρα αντίστοιχος φάκελος για το τσίπουρο.

«Να μπει τάξη στην αγορά»

Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, ο Σύνδεσμος επικεντρώνει τις προσπάθειές του στη μείωση της φορολογίας στην Ελλάδα, ώστε να φτάσει στον μέσο ευρωπαϊκό όρο, όπως επίσης και στον έλεγχο της αγοράς, ώστε «να μπει τάξη στον κλάδο και να περιοριστεί η λαθρεμπορία», όπως τονίζει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος του ΣΕΑΟΠ, Νίκος Καλογιάννης.

«Για κάθε πέντε ποτήρια τσίπουρο που καταναλώνεται μόνο το ένα έχει φορολογηθεί», προσθέτει ο ίδιος αναφερόμενος στο μέγεθος της φοροδιαφυγής που προκύπτει μέσω της «πόρτας» των διήμερων αποσταγματοποιών. «Εμείς δεν βρισκόμαστε σε διένεξη με την παραδοσιακή παραγωγή των διήμερων», διευκρινίζει, προσθέτοντας ότι από την κατάσταση που επικρατεί δεν ωφελούνται οι παραγωγοί, αλλά «πολλοί και μεγάλοι λαθρέμποροι».

Ο κ. Καλογιάννης εξηγεί ότι ο ΣΕΑΟΠ διεκδικεί να παραμείνει η παραγωγή των διήμερων στο πλαίσιο της παράδοσης και της τοπικής διάθεσης. «Αν κάποιος θέλει να το εμπορευτεί ας το κάνει, αλλά με τους ίδιους όρους που ισχύουν για όλους όσοι παράγουν εμφιαλωμένο τσίπουρο. Υπάρχει δουλειά για όλους», υπογραμμίζει, με τον εκπρόσωπο του Συνδέσμου, Πάνο Παπανικολάου, να συμπληρώνει: «Οι αμπελουργοί, αν μπει τάξη, μόνο να ωφεληθούν θα έχουν εφόσον και η πρώτη ύλη θα πωλείται σε καλύτερες τιμές».

Ανάπτυξη 4,3% της αγοράς το 2018

Φέτος, το τσίπουρο μαζί με το ούζο του κλείνει 30 χρόνια από την κατοχύρωση στον κατάλογο των προϊόντων με ονομασία προέλευσης της ΕΕ.

Στο διάστημα αυτό έχει διανύσει μεγάλη απόσταση, όπως άλλωστε και η εγχώρια ποτοποιία-αποσταγματοποιία, η παραγωγή της οποίας φτάνει πλέον τις 6,7 εκατ. φιάλες καθαρής αλκοόλης ετησίως. Η αυξημένη αυτή δραστηριότητα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές.

Τον ρόλο του πρωταγωνιστή της ελληνικής παραγωγής εξακολουθεί να έχει το ούζο που φτάνει το 64% στο σύνολο των ποτών που παράγονται στη χώρα μας, ενώ στην ελληνική αγορά το μερίδιό του ανέρχεται στο 51% των εγχωρίως παραγόμενων αλκοολούχων.

Ανοδικά κινείται και η αγορά του τσίπουρου, η οποία αυξήθηκε κατά 4,3% το 2018 σε σχέση με το 2017. Γενικά, πάντως, η κατηγορία τσίπουρου/τσικουδιάς εμφανίζει σχετικά μικρή, αλλά σταθερή ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια, με τα δύο αυτά προϊόντα να εδραιώνουν τη θέση τους στην ελληνική αγορά.

Ναυαρχίδα των εξαγωγών το ούζο, κάνει θραύση στη Γερμανία

Οι εξαγωγές παίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο για τον κλάδο, με το 67% της ελληνικής παραγωγής αποσταγμάτων, σύμφωνα με το ΣΕΑΟΠ, να εξάγεται.

Την τελευταία πενταετία, μάλιστα, οι εξαγωγές παρουσιάζουν αύξηση της τάξης του 10,5% σε όγκο. Οι σημαντικότερες χώρες-προορισμοί για τα ελληνικά αποστάγματα είναι (με ποσοστά % επί του συνόλου): Η Γερμανία με 49%, το Ιράκ με 14%, η Βουλγαρία με 6%, η Ολλανδία με 5% και η Τσεχία με 4%.

Η Ευρώπη παραμένει ο κυριότερος προορισμός των ελληνικών αλκοολούχων ποτών σε ποσοστό 80% επί του συνόλου των εξαγωγών φτάνοντας για το 2018 (σε αξία) τα 59 εκατ. ευρώ. Ναυαρχίδα των εξαγωγών παραμένει το ούζο, το οποίο παρόλο που έχει να ανταγωνιστεί αντίστοιχα ποτά από χώρες όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Γαλλία, κ.λπ., έχει καθιερωθεί ακόμα και σε μεγάλες αγορές, όπως αυτή της Γερμανίας. Το 2018 κατείχε σε όγκους το 72% των εξαγωγών ελληνικών ποτών.