Το μεγάλο ζητούμενο για τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ

Ο εκάστοτε πρωθυπουργός συνηθίζει να ανακοινώνει στη ΔΕΘ μέτρα μακροοικονομικής πολιτικής που πρόκειται να υλοποιηθούν κατά το επόμενο χρονικό διάστημα.

Εάν ευσταθούν οι πληροφορίες ότι ο Κυρ. Μητσοτάκης θα εστιάσει φέτος στη μείωση της φορολογίας και στην αντιμετώπιση των ανατιμήσεων της ενέργειας, αρκετοί θεωρούν ότι δεν αποκλείεται να προβεί στην ανακοίνωση μειώσεων των φόρων για τα καύσιμα που χρησιμοποιεί ο αγρότης.

Μια τέτοια εξέλιξη μπορεί να ικανοποιήσει κάποιους, απέχει όμως σημαντικά από το να θέσει τον πρωτογενή τομέα σε μια πορεία αναπτυξιακής τροχιάς και να αξιοποιήσει τη δυναμική του.

Δύο είναι τα μεγάλα ζητήματα που αρνούνται να αναγνωρίσουν και να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές κυβερνήσεις.

Το πρώτο είναι ότι οι τιμές που εισπράττει ο Έλληνας αγρότης για τα βασικά προϊόντα που παράγει, με βάση τα στοιχεία της Eurostat, βρίσκονται στις τελευταίες θέσεις της ΕΕ, αδυνατώντας συχνά να ξεπεράσουν ακόμη και χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Το πραγματικό εισόδημα του Έλληνα παραγωγού πιέζεται ακόμη περισσότερο, αν συνυπολογίσουμε ότι σημαντικές ποσότητες κάποιων προϊόντων διακινούνται χωρίς παραστατικά σε μειωμένες τιμές.

Ως λύση συχνά προβάλλεται η ίδρυση και η συμμετοχή σε συνεταιρισμούς ή σε δομές κοινής διάθεσης του προϊόντος. Λύση, ωστόσο, που είναι σύνθετη, απαιτεί χρόνο και που (δυστυχώς) αρνείται να ακολουθήσει η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων παραγωγών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Η διασφάλιση της πιο εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς, ο περιορισμός της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης που κατέχουν άλλοι κρίκοι της αγροδιατροφικής αλυσίδας –πρωτίστως οι αλυσίδες λιανικής, αλλά και κάποιες εισαγωγικές επιχειρήσεις τροφίμων– αποτελεί προϋπόθεση ανάταξης του πρωτογενούς τομέα και της εγχώριας γεωργικής βιομηχανίας.

Μάλιστα, οι εκπρόσωποι των παραγωγικών φορέων της Βόρειας Ελλάδας, στη συνάντησή τους με τον πρωθυπουργό την προηγούμενη εβδομάδα, έθεσαν τη ρύθμιση της σχέσης βιομηχανίας – εμπορίου ως κεφαλαιώδες θέμα.

Η παραγωγικότητα αποτελεί το δεύτερο μεγάλο ζήτημα που αρνούνται να αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις. Ο βαθμός παραγωγικότητας των εκμεταλλεύσεων πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα την τελευταία δεκαετία αυξάνεται περίπου κατά 1% τον χρόνο, όμως αποκλίνει από τον μέσο όρο της υπόλοιπης Ευρώπης, όπου οι ρυθμοί είναι σαφώς υψηλότεροι.

Όσο δεν θεσπίζονται και δεν υλοποιούνται συνεκτικές πολιτικές που έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση των αποδόσεων, τη μείωση του κόστους, την αξιοποίηση της γνώσης, την ενσωμάτωση της νέας τεχνικής και τεχνολογίας, και κρυβόμαστε πίσω από δικαιολογίες όπως «ο μικρός και κατακερματισμένος κλήρος». Όσο η βιομηχανία τροφίμων που διαθέτουμε υστερεί σημαντικά σε σχέση με την υπόλοιπη ΕΕ στην προστιθέμενη αξία που δημιουργεί, και κρυβόμαστε πίσω από την «ανυπέρβλητη ποιότητα» που διαθέτουν τα προϊόντα μας.

Όσο, με άλλα λόγια, συνεχίζουμε να εθελοτυφλούμε, θα συνεχίζουμε να χάνουμε ευκαιρίες.