Το μέγεθος μετράει για τη βιωσιμότητα των αγελαδοτροφικών εκμεταλλεύσεων

Τα επικαιροποιημένα στοιχεία για την οικονομική κατάσταση των γαλακτοπαραγωγικών αγελαδοτροφικών εκμεταλλεύσεων της ΕΕ δημοσίευσε πρόσφατα το Δίκτυο Γεωργικής Λογιστικής Πληροφόρησης (FADN).

Τα δεδομένα αντλήθηκαν από 80.000 εκμεταλλεύσεις από την πλειονότητα των κρατών-μελών, δείγμα που αντιπροσωπεύει τις περίπου 10 εκατ. εκμεταλλεύσεις που καταγράφονται στην απογραφή της Eurostat. Προέρχονται από το οικονομικό έτος 2018, καθώς απαιτείται κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα για τη συλλογή και την επαλήθευσή τους. Αν και τα στοιχεία που αφορούν την Ελλάδα είναι ελάχιστα, το ενδιαφέρον είναι ότι τα δεδομένα αντλήθηκαν από ένα μεγάλο εύρος εκμεταλλεύσεων. Έτσι, σε σχέση με προηγούμενες δημοσιεύσεις του FADN, αυτήν τη φορά συμπεριλαμβάνονται και μικρότερες μονάδες με τυπική απόδοση που ξεκινά από τα 4.000 ευρώ.

Διαφορές στα περιθώρια κέρδους

Βασικός όρος στη μελέτη και κριτήριο ευημερίας για τις εκμεταλλεύσεις είναι το λεγόμενο μεικτό περιθώριο κέρδους γάλακτος (gross milk margin). Αυτό προσδιορίζεται από το άθροισμα της προσόδου από την τιμή παραγωγού του γάλακτος και των άμεσων ενισχύσεων, μείον το κόστος παραγωγής (ζωοτροφές, έξοδα κτηνιάτρου, κόστος ενέργειας και άλλα λειτουργικά κόστη).

Οι εξειδικευμένες φάρμες γαλακτοπαραγωγής σημείωσαν υψηλότερες εισοδηματικές επιδόσεις ανά Ετήσια Μονάδα Εργασίας σε σχέση με τον μέσον όρο οποιουδήποτε είδους εκμετάλλευσης στην ΕΕ. Ωστόσο, δεν συγκαταλέγονται μεταξύ των τριών κορυφαίων ειδών γεωργοκτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων για την ανωτέρω επίδοση, ενώ το περιθώριο κέρδους δεν συσχετίζεται πάντα με το εισόδημα. Oρισμένα κράτη-μέλη με υψηλό περιθώριο κέρδους δεν «απόλαυσαν» εξίσου υψηλά εισοδήματα.

Για παράδειγμα, η Ρουμανία, ενώ διέθετε ένα από τα υψηλότερα περιθώρια (154 ευρώ/τόνο αμέσως μετά από την πρώτη Ιταλία, που είχε 194 ευρώ/τόνο), το εισόδημα ανά ετήσια μονάδα εργασίας (ΕΜΕ) ήταν το χαμηλότερο (5.176 ευρώ) λόγω των πολύ μικρών κοπαδιών (μόλις έξι ζωικές μονάδες κατά μέσο όρο). Επιπλέον, η μέση παραγωγή γάλακτος ήταν μόλις 3.645 κιλά/αγελάδα.

Ομοίως, στη Βουλγαρία που επίσης διέθετε ένα αξιόλογο περιθώριο κέδρους (150 ευρώ/τόνο, 30% υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο), το εισόδημα έφθανε μετά βίας τα 10.000 ευρώ (9.930 ευρώ/ΕΜΕ) λόγω της χαμηλής παραγωγής (3.437 κιλά αγελάδα) και του περιορισμένου μεγέθους των κοπαδιών (26 ζωικές μονάδες).

Αντίθετα, το υψηλότερο εισόδημα καταγράφηκε στη Δανία (85.419 ευρώ/ΕΜΕ), όμως το περιθώριο κέρδους ήταν 8% κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (107 ευρώ/τόνο). Η Δανία ήταν πρώτη σε παραγωγή γάλακτος με σχεδόν 10 τόνους ανά ζώο (9.805 kg/αγελάδα) και με πολύ μεγάλα κοπάδια (186 ζωικών μονάδων), γεγονός που επιτρέπει στους παραγωγούς της να επωφελούνται από οικονομίες κλίμακας. Aξίζει να σημειωθεί ότι η χώρα με το μικρότερο περιθώριο ήταν η Τσεχία (65 ευρώ/τόνο).

Σύμφωνα πάντα με τη μελέτη, το 2019 οι εξελίξεις στην τιμή παραγωγού ήταν θετικές, ενώ υπήρξε και αύξηση της παραγωγικότητας, επομένως η εκτίμηση της Κομισιόν ήταν ότι το 2019 αυξήθηκε το εισόδημα των παραγωγών. Ωστόσο, όπως έχει καταγράψει η «ΥΧ», η πανδημία άλλαξε τις ισορροπίες το 2020 και το 2021. Στη χώρα μας, μάλιστα, οι αγελαδοτρόφοι έχουν έρθει αντιμέτωποι με ένα πρωτόγνωρο μείγμα υψηλού κόστους παραγωγής με εκρηκτικές αυξήσεις στις τιμές των ζωοτροφών χωρίς την ίδια στιγμή δεν έχει σημειωθεί κάποια αξιοσημείωτη θετική μεταβολή στην τιμή παραγωγού.