Μείωση του κόστους ενέργειας χωρίς την επιστροφή στις πρακτικές του παρελθόντος

Γράφει ο Νίκος Λάππας

Ένα στα πέντε ευρώ που δαπανά ο Έλληνας αγρότης για την αγορά εφοδίων κατευθύνεται στα προϊόντα ενέργειας. Τα αντίστοιχα ποσά στην υπόλοιπη ΕΕ κυμαίνονται περίπου στο μισό. Αυτός είναι και ο λόγος που το πολιτικό σύστημα, αλλά και οι ίδιοι οι αγρότες εμμένουν στην ανάγκη επιδότησης της τιμής του πετρελαίου και της ηλεκτρικής ενέργειας ως βασικής πολιτικής επιλογής για τη μείωση του κόστους παραγωγής.

Η σημερινή πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΑΤ, με δηλώσεις των μελών της το τελευταίο διάστημα, δείχνει να προκρίνει τον συνδυασμό περισσότερων της μίας επιλογών, όπως:

✱ Την προνομιακή υποστήριξη όσων επενδύουν σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που θα χρησιμοποιηθεί πρωτίστως στο χωράφι, στον στάβλο, στους οργανισμούς που ασχολούνται με την άρδευση κ.λπ.

✱ Την προώθηση των εφαρμογών ευφυούς γεωργίας, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση των χρησιμοποιούμενων φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων και νερού.

✱ Τις δομές υποστήριξης και παροχής συμβουλών, ώστε να εξορθολογισθούν οι γεωργικές πρακτικές, οι εκτροφές κ.λπ.

Συμπληρωματικά σε αυτά, στο τραπέζι μπαίνει πλέον και η μείωση της φορολογίας του πετρελαίου και, συνεπώς, της συμμετοχής του στη διαμόρφωση του κόστους παραγωγής. Τα στοιχεία δείχνουν ότι η ηγεσία του ΥΠΑΑΤ εισηγείται στον πρωθυπουργό τη μείωση του φόρου πετρελαίου που καταναλώνουν οι αγρότες κατά 190 εκατομμύρια ευρώ από το οικονομικό πλεόνασμα που αναμένεται να προκύψει και να κατανεμηθεί τις επόμενες ημέρες.

Είναι γεγονός ότι η μονοδιάστατη απλή μείωση του ΕΦΚ πετρελαίου είχε πολύ μικρή συμβολή στη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης του αγρότη. Είναι, επίσης, γεγονός ότι, εάν θέλουμε να παρακολουθήσουμε την εμπειρία άλλων χωρών, μόνο ο συνδυασμός μέτρων «άμεσου αποτελέσματος», όπως είναι η διαμόρφωση των τιμών που καταβάλλει ο παραγωγός, και μέτρων «δομικών παρεμβάσεων», όπως είναι ο εξορθολογισμός της χρήσης των εισροών και η γνώση, θα οδηγήσει στη μείωση του κόστους παραγωγής.

Συνεπώς, όσο κινούμαστε στη λογική μιας πολυδιάστατης και καλά σχεδιασμένης προσέγγισης για τη μείωση του κόστους παραγωγής, τόσο εδραιωνόμαστε ανταγωνιστικά.

Ας ελπίσουμε, λοιπόν, ότι δεν θα επανέλθουμε στις εποχές των απλών παροχών.