Μελέτη: Ο κλάδος τροφίμων της ΕΕ ενοχοποιείται για την κρίση βιωσιμότητας του πλανήτη

Τα κράτη-μέλη της ΕΕ έχουν υπερβεί τα όρια της βιοχωρητικότητας της Ευρώπης, με την κύρια ευθύνη να βαραίνει το ευρωπαϊκό σύστημα τροφίμων, σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Food.

Η βιοχωρητικότητα είναι η ικανότητα μιας περιοχής να υποστηρίζει την ανθρώπινη ζωή με την παραγωγή τροφής και καυσίμων από τη γη, σε συνδυασμό με την ποσότητα απορριμμάτων που μπορεί να απορροφήσει αποτελεσματικά. Ωστόσο, σύμφωνα με την επιστημονική μελέτη, η οποία εστίασε στο διάστημα μεταξύ 2004 και 2014, οι 27 χώρες της ΕΕ έχουν υπερβεί τη λεγόμενη βιοϊκανότητά τους.

Η ανωτέρω επιβαρυντική εικόνα οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο σύστημα τροφίμων, όπως υποστηρίζουν οι μελετητές. Σύμφωνα με τις μετρήσεις τους, τα τρόφιμα αποτέλεσαν το 28% με 31% του οικολογικού αποτυπώματος, απαιτώντας πάνω από τη μισή βιοχωρητικότητα της ευρωπαϊκής γης. Θεωρείται δηλαδή ότι κατέχουν με διαφορά τη μερίδα του λέοντος στο οικολογικό αποτύπωμα, με αμέσως επόμενο τον κλάδο των ιδιωτικών μεταφορών (21-22%).

Ποια προϊόντα επιβαρύνουν περισσότερο

Σε κατά κεφαλήν βάση, το υψηλότερο οικολογικό αποτύπωμα τροφίμων μέχρι το 2014 παρατηρήθηκε στο Λουξεμβούργο, ενώ το χαμηλότερο στην Ιρλανδία. Τα τρόφιμα που θεωρείται ότι συντελούν περισσότερο στο οικολογικό αποτύπωμα είναι το κρέας –κυρίως το βόειο–, τα ψάρια, τα θαλασσινά, το ψωμί και τα σιτηρά. Αυτά τα προϊόντα απαρτίζουν το 49% του μέσου αποτυπώματος ενός κατοίκου της ΕΕ από τις τροφές, παρά το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν μόλις το 27% της τροφής που διατίθεται στον μέσο άνθρωπο.

Ο αντίκτυπος της παγκοσμιοποίησης

Η μελέτη διαπίστωσε ότι η παγκοσμιοποίηση παίζει βασικό ρόλο στην οικολογική επιβάρυνση που προκαλεί κάθε έθνος. Ένα υπολογίσιμο μέρος του αποτυπώματος τροφίμων των κρατών-μελών της ΕΕ απορρέει από την εκμετάλλευση της βιοϊκανότητας τρίτων χωρών, τα παραγόμενα αγαθά των οποίων εισήχθησαν μέσω του διεθνούς εμπορίου.

Παρ’ όλα αυτά, το μεγαλύτερο κομμάτι της επιβάρυνσης λαμβάνει χώρα εντός των συνόρων της ΕΕ, με το 74% της εισαγόμενης βιοχωρητικότητας να προέρχεται από άλλα κράτη-μέλη το 2004 και το 76% το 2014. Μόνο τo 1/4 αυτής της εισαγόμενης βιοϊκανότητας προέρχεται από χώρες εκτός ΕΕ.

Αυτό σημαίνει ότι η ζήτηση τροφίμων της ΕΕ τροφοδοτεί τη γεωγραφική μετατόπιση των χρησιμοποιούμενων οικολογικών περιουσιακών στοιχείων σε ολόκληρο τον κόσμο, αν και το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αφαίμαξης λαμβάνει χώρα εντός των ευρωπαϊκών συνόρων.