Μέλι: Η αύξηση της παραγωγής το 2022 φέρνει λιγότερες εισαγωγές το 2023

• Επιβραδύνεται ο ρυθμός ανόδου των κυψελών στην ΕΕ
• Παραμένει πρώτη η Ελλάδα βάσει του αριθμού κυψελών ανά μελισσοκόμο

Με 285.700 τόνους μελιού το 2022, η ΕΕ (με μερίδιο 13%) συνεχίζει δεύτερη στην παγκόσμια κατάταξη των μεγαλύτερων παραγωγών, μετά την Κίνα (27% μερίδιο στην παγκόσμια παραγωγή). Μάλιστα, η ευρωπαϊκή παραγωγή των 27 αυξήθηκε κατά 25,14% από την προηγούμενη χρονιά των κακών επιδόσεων και κατά 12,38% από τη μέση παραγωγή της προηγούμενης πενταετίας, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία για το προϊόν, που προκύπτουν από την ανάλυση αγοράς της Ομάδας Διαλόγου για τη Μελισσοκομία της Κομισιόν.

Οι κυψέλες της ΕΕ ανήλθαν στις 20,27 εκατ. το 2022. Τον μεγαλύτερο αριθμό συγκεντρώνει η Ισπανία, με 2,92 εκατ., ενώ ακολουθεί η Ρουμανία με 2,35 εκατ., σχεδόν σταθερά από το 2021. Την τρίτη θέση κατέχει η χώρα μας, με σχεδόν 2,25 εκατ. κυψέλες

Το ποσοστό αυτάρκειας της ΕΕ, ελαφρώς βελτιωμένο, υπολογίζεται στο 63% περίπου, γεγονός, όμως, που δεν αναιρεί την εξάρτησή της από τις εισαγωγές για την κάλυψη των εσωτερικών αναγκών σε κατανάλωση και βιομηχανία. Ως εκ τούτου, το εμπορικό ισοζύγιο για την Κοινότητα εξακολουθεί να είναι ευρέως αρνητικό. Κίνα και Ουκρανία παραμένουν οι κύριοι προμηθευτές μεταξύ των τρίτων χωρών.

Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο έχει να κάνει με την αύξηση στον αριθμό των κυψελών, η οποία συνεχίζεται μεν, αλλά εμφανίζει επιβράδυνση σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια.

Πού κατατάσσεται η Ελλάδα σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ

Αναλυτικότερα, οι κυψέλες της ΕΕ ανήλθαν στις 20,27 εκατ. το 2022. Τον μεγαλύτερο αριθμό, παρά τη φθίνουσα πορεία που καταγράφουν, εξακολουθεί να συγκεντρώνει η Ισπανία, με 2,92 εκατ., ενώ ακολουθεί η Ρουμανία με 2,35 εκατ., σχεδόν σταθερά από το 2021. Την τρίτη θέση κατέχει η χώρα μας, με σχεδόν 2,25 εκατ. κυψέλες (+3% από το 2021) και έπονται οι Πολωνία με 2,18 εκατ. (+8,3%), Ιταλία με 1,83 εκατ. (+6,8%) και Γαλλία με 1,76 εκατ. (-2,9%). Πρόκειται για τις έξι πρώτες χώρες στην κατάταξη, που από κοινού ευθύνονται για το 66% των κυψελών της ΕΕ.

Αρκετά αυξημένος ήταν και ο αριθμός των μελισσοκόμων την ίδια χρονιά, αφού στην ΕΕ (εξαιρουμένης της Σουηδίας, που δεν παρείχε στοιχεία) ανήλθαν σε 710.825, περισσότεροι κατά 15,57% από εκείνους του 2019. Γερμανία, Πολωνία, Ιταλία, Τσεχία και Γαλλία απαρτίζουν την πρώτη πεντάδα κρατών-μελών με τον μεγαλύτερο αριθμό μελισσοκόμων, ενώ η χώρα μας βρίσκεται στη δέκατη θέση της κατάταξης, με 22.678 μελισσοκόμους το 2022 (αριθμός μικρότερος από εκείνον του 2016, αλλά σαφώς υψηλότερος, κατά 144,7%, από εκείνον του 2019). Στις 29 κυψέλες ανά μελισσοκόμο ανερχόταν ο μέσος όρος για την ΕΕ, με την Ελλάδα να κατατάσσεται πρώτη στον σχετικό πίνακα, καθώς αντιστοιχούσαν 99 κυψέλες κατά μέσο όρο ανά μελισσοκόμο, σύμφωνα με την ίδια πηγή (Διάγραμμα 1).

Ως προς τον όγκο παραγωγής, Γερμανία, Γαλλία, Ρουμανία, Ισπανία και Ουγγαρία κατατάσσονταν πρώτες σε όρους ποσοτήτων, ενώ η Ελλάδα ήταν όγδοη, με 21,5 χιλιάδες τόνους παραγωγής το 2022.

Περισσότερο εισαγόμενο μέλι στην ΕΕ το 2022, αντίστροφη τάση καταγράφεται το 2023

Στους 190.444 τόνους ανήλθαν οι ευρωπαϊκές εισαγωγές μελιού το 2022, αυξημένες κατά 9,8% από την προηγούμενη χρονιά. Αντίθετα, μειωμένες δείχνουν οι εισαγόμενες ποσότητες το πρώτο οκτάμηνο του 2023, στους 106.830 τόνους, κατά 18,3% από το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.

Αντίστροφα κινήθηκαν οι εξαγωγές, αφού το 2022 έκλεισε με 25.024 τόνους που κατευθύνθηκαν σε τρίτες χώρες (-1,6% από την προηγούμενη χρονιά). Ανοδικά, κατά 1,2%, κινήθηκε το πρώτο οκτάμηνο του 2023, με 16.104 τόνους μελιού να κατευθύνονται εκτός ΕΕ. Οι αριθμοί αυτοί, φυσικά, αναδεικνύουν το σημαντικά ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο για την Ένωση. Κύριες αγορές παραμένουν το Ηνωμένο Βασίλειο (με αύξηση κατά 10,3% από το 2022), η Σαουδική Αραβία (+26%), η Ελβετία (-19,5%), οι ΗΠΑ (-4%) και η Ιαπωνία (+7,5%). Κύριες χώρες εξαγωγής παραμένουν οι Ισπανία, Γερμανία, Ρουμανία, Ουγγαρία και Ελλάδα (πρώτη πεντάδα), με μερίδια 27,4%, 22,7%, 7,4%, 6,4% και 5,8% αντίστοιχα.

Αναφορικά με το εξαγόμενο προϊόν, η μέση τιμή του το 2022 ανέβηκε στα 6,07 ευρώ, με την ψαλίδα ανά προορισμό να ανοίγει από το «ακριβότερο» προϊόν, που κατευθύνθηκε στο Χονγκ Κονγκ με 7,66 ευρώ/κιλό, μέχρι το «φθηνότερο», που πήγε στο Ισραήλ στα 3,09 ευρώ

Αυξημένες οι τιμές σε εισαγόμενο και εξαγόμενο προϊόν για την ΕΕ

Ενδεικτικά, στα 2,65 ευρώ/κιλό, συμπεριλαμβανομένου του μελιού νεοζηλανδικής προέλευσης, και στα 2,50 ευρώ χωρίς αυτό, ανήλθε μεσοσταθμικά η τιμή του εισαγόμενου μελιού για την ΕΕ το 2022, σημειώνοντας αύξηση κατά 13,25% και 15,21% αντίστοιχα από την προηγούμενη χρονιά. Με βάση τη χώρα προέλευσης, το ακριβότερο προϊόν ήταν –όπως είναι φυσικό– αυτό της Νέας Ζηλανδίας (21,06 ευρώ/κιλό), τιμή, όμως, μειωμένη κατά 25,05% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά. Μεταξύ των κρατών που στέλνουν προϊόν στην ΕΕ, η Νέα Ζηλανδία και η Ρωσία (-1,9%) ήταν οι μόνες χώρες που εμφάνισαν μείωση στην τιμή μονάδας πέρυσι, όπως φαίνεται από τη βάση δεδομένων Comext της Eurostat.

Ως προς τους κύριους προμηθευτές της ΕΕ, το κινεζικό μέλι ήταν στα 1,58 ευρώ (+15,33% από το 2021), το ουκρανικό στα 2,63 ευρώ (+39,15%), το αργεντίνικο στα 3,31 ευρώ (+20,8%), το μεξικανικό στα 3,67 ευρώ (+27,43%) και το κουβανικό στα 2,66 ευρώ (+27,88%). Ωστόσο, η εικόνα των τιμών ανά κιλό προϊόντος κατά το οκτάμηνο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2023 δείχνει μια τάση επαναφοράς στα πρότερα επίπεδα, καθώς η μεσοσταθμική τιμή του συνολικά εισαγόμενου προϊόντος, συμπεριλαμβανομένης της Ν. Ζηλανδίας, υποχώρησε κατά 13,2%, στα 2,26 ευρώ, και κατά 12,9% χωρίς αυτήν, στα 2,14 ευρώ
(Διάγραμμα 2).

Αναφορικά με το εξαγόμενο προϊόν, η μέση τιμή του το 2022 ανέβηκε στα 6,07 ευρώ, υψηλότερα κατά 5,38% από την προηγούμενη χρονιά, με την ψαλίδα ανά προορισμό να ανοίγει από το «ακριβότερο» προϊόν, που κατευθύνθηκε στο Χονγκ Κονγκ με 7,66 ευρώ/κιλό (+15,7% από το 2021), μέχρι το «φθηνότερο», που πήγε στο Ισραήλ στα 3,09 ευρώ (+9,96%).

Τις μεγαλύτερες μεταβολές προς τα πάνω έναντι του 2021 κατέγραψε η μέση τιμή ανά μονάδα προϊόντος με κατεύθυνση προς Κίνα +19%, Σαουδική Αραβία (+16,8%), Μαρόκο (+16,5%).

Όπως στις εισαγωγές, και στην περίπτωση των εξαγωγών η τιμή υποχώρησε, με σαφώς μικρότερο βέβαια ποσοστό, κατά 3,7% το διάστημα Ιανουαρίου-Αυγούστου, στα 5,89 ευρώ, έναντι του αντίστοιχου περσινού (Διάγραμμα 3).