• Μίνιµουµ 20 λεπτά στον παραγωγό δικαιολογούν οι τιµές που αγόρασε η αφρικανική χώρα
  • Συµβόλαιο για παράδοση 25.000 τόνων έκλεισε ο όµιλος Μάρκου

Με το δεξί µπήκε το 2019 για την αγορά του σκληρού, καθώς οι δύο διαγωνισµοί που διενήργησε τις τελευταίες εβδοµάδες η Τυνησία δείχνουν να προσφέρουν το έρεισµα που εδώ και καιρό αναζητούσαν οι τιµές του ποιοτικού σιταριού, προκειµένου να κινηθούν ψηλότερα.

Ο πρώτος διαγωνισµός πραγµατοποιήθηκε λίγο πριν από την εκπνοή του 2018, στις 21 Δεκεµβρίου, µε την κρατική υπηρεσία σιτηρών της βορειοαφρικανικής χώρας (ODC) να προµηθεύεται 50.000 τόνους σκληρού σιταριού σε τιµές άνω των 290 δολαρίων/τόνων CIF. Tο πρώτο ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι ότι αρχικά οι τυνησιακές αρχές είχαν θέσει ως στόχο την αγορά 67.000 τόνων, µε σκοπό να καλυφθούν ανάγκες του τριµήνου Φεβρουαρίου- Απριλίου, ωστόσο το προσφερόµενο τίµηµα κρίθηκε ιδιαίτερα «τσουχτερό», µε αποτέλεσµα να προµηθευτούν τελικά µικρότερες ποσότητες.

Το δεύτερο –και πιο σηµαντικό για την εγχώρια αγορά– στοιχείο είναι ότι την εκτέλεση της πράξης ανέλαβαν εξ ηµισείας ο γνωστός διεθνής οίκος Glencore και ο ελληνικός όµιλος Μάρκου που, ως γνωστόν, πέρα από το βαµβάκι, δραστηριοποιείται και στο εµπόριο σιτηρών. Ειδικότερα, όπως είναι σε θέση να γνωρίζει η «ΥΧ», η ελληνική εταιρεία πρόκειται να παραδώσει 25.000 τόνους στο διάστηµα από 20 έως 28 Φεβρουαρίου µε τιµή 290,95 δολαρίων/τόνο, ενώ ισόποσο φορτίο θα παραδώσει από 4 έως 10 Μαρτίου η Glencore έναντι 290,27 δολαρίων/τόνο.

Η ανάληψη της συγκεκριµένης παραγγελίας από τον όµιλο Μάρκου έχει τη σηµασία της, καθώς θα εκτελεστεί µε ελληνικό σκληρό σιτάρι που είτε ήδη διαθέτει είτε θα σπεύσει να προµηθευτεί από ντόπιους εµπόρους η γνωστή επιχείρηση (κάτι που φυσικά δεν είναι αυτονόητο για τα φορτία που θα παραδώσει η Glencore).

Ο δεύτερος διαγωνισµός της Τυνησίας ήρθε τρεις εβδοµάδες µετά, µε τις Αρχές της χώρας να αγοράζουν 100.000 τόνους σκληρού σιταριού σε ακόµα υψηλότερες τιµές. Αυτήν τη φορά, τη δουλειά µοιράστηκαν ο γνωστός Ιταλός έµπορος Casillo (50.000 τόνοι, µε το πρώτο φορτίο να παραδίδεται έως τις 25 Φεβρουαρίου και το δεύτερο έως τις 15 Μαρτίου µε τιµές 293,65 δολ. και 295,49 δολ. αντίστοιχα), η επίσης ιταλική Mediterranea και η Glencore (από 25.000 τόνους έκαστη, µε τιµές 295,69 και 294,09 δολ. αντίστοιχα).

Σνοµπάρουν τα καλά ελληνικά σιτάρια οι Ιταλοί

Η υψηλή ζήτηση για τα κτηνοτροφικά κρατάει ζεστή την εγχώρια αγορά

Η «αδιαφορία» που έχουν επιδείξει, µέχρι στιγµής, οι Ιταλοί για τα καλά ελληνικά σιτάρια οφείλεται, όπως δηλώνει αποκλειστικά στην «ΥΧ» ο αντιπρόεδρος της Associazione Nazionale Cerealisti, Niccolo d’ Andria, στην «ιδιαίτερα ανταγωνιστική φέτος τιµή του ιταλικού σκληρού – κάτι που απέτρεψε τους µύλους της χώρας να αναζητήσουν ακριβότερο σιτάρι από το εξωτερικό». Ο ίδιος συµπληρώνει ότι «ακόµα και χώρες µε υψηλότερο ποιοτικά προϊόν, όπως π.χ. ο Καναδάς, η Γαλλία και το Καζακστάν, υπέφεραν από το παραπάνω γεγονός. Το επόµενο διάστηµα όµως (σ.σ. από τον Ιανουάριο) το σκηνικό αναµένεται να αλλάξει υπέρ των εισαγωγών, καθώς η τιµή στο εγχώριο προϊόν πιθανότατα θα αυξηθεί».

«Εκεί εµείς πουλάµε στα 200-210 ευρώ/τόνο, κάτι που µεταφράζεται σε 18-19 λεπτά/κιλό στον παραγωγό»

Την ίδια στιγµή, κάνοντας έναν απολογισµό του 2018, ο Κώστας Βουλγαράκης, Θεσσαλός έµπορος, τονίζει ότι «από τον αλωνισµό µέχρι και το τέλος του έτους δεν υπήρξε καµία δυναµική στιγµή στην αγορά, παρά τις προσδοκίες ότι αυτό θα συνέβαινε τον Σεπτέµβριο. Μόλις ο Καναδάς άρχισε να εµφανίζει την παραγωγή του, το έργο γύρισε ανάποδα.

Οι Ιταλοί πρακτικά δεν εµφανίστηκαν στην Ελλάδα, παρά µόνο σε ολιγάριθµες εµπορικές πράξεις που αφορούσαν µάλιστα δεύτερης ποιότητας προϊόν, ενώ είχαν και την εναλλακτική µιας πολύ ποιοτικής καναδικής σοδειάς». Ως παράδειγµα αναφέρει ότι «η Pasta Zara προµηθεύτηκε µια αξιόλογη ποσότητα από την Αλεξανδρούπολη και κάποια δεύτερης ποιότητας σιτάρια από τη Μακεδονία». Κατά τον κ. Βουλγαράκη, υπέρ των καναδικών εξαγωγών λειτουργεί και η ισοτιµία ευρώ – δολαρίου.

sitari-times-paragwgou
Όσοι έµποροι διαθέτουν στις αποθήκες τους ποιοτικό σκληρό να ανεβάζουν τις απαιτήσεις τους, δίχως ωστόσο να βρίσκουν ανταπόκριση από τους ντόπιους µύλους

Ο ίδιος επιβεβαιώνει ότι το όποιο ενδιαφέρον υπήρξε το προηγούµενο διάστηµα τροφοδοτήθηκε από το ζωοτροφικό σκληρό για τις ανάγκες της πτηνοτροφίας: «Εκεί εµείς πουλάµε στα 200-210 ευρώ/τόνο, κάτι που µεταφράζεται σε 18-19 λεπτά/κιλό στον παραγωγό». Ο ίδιος εκτιµά ότι το 2019 µια πιθανή διέξοδος «για όσους έχουν κρατήσει αποθηκευµένο το προϊόν θα είναι η αγορά της Β. Αφρικής».

Από την πλευρά του, ο Κώστας Μερτζεµέκης, έµπορος από το Κιλκίς, αναφέρει ότι «αυτήν τη στιγµή, το σκληρό σιτάρι στο γαλλικό χρηµατιστήριο βρίσκεται στα 210 ευρώ/τόνο, µια χαµηλή τιµή, αν λάβουµε υπόψη ότι τους προηγούµενους µήνες είχε φτάσει τα 230 ευρώ. Υπάρχει ένα ‘‘κάθισµα’’ διεθνώς, βλέπουµε ότι µαλακό και σκληρό έχουν ελάχιστη διαφορά στη χρηµατιστηριακή τους τιµή».

Ο κ. Μερτζεµέκης εκτιµά ότι όσοι κρατάνε ακόµα προϊόν στις αποθήκες δύσκολα θα το δώσουν κάτω από 22 λεπτά, ιδίως από τη στιγµή που υπάρχει η σταθερά υψηλή ζήτηση για κτηνοτροφικό σκληρό σιτάρι.

Μικραίνει η ψαλίδα, πιέζει το υψηλό στοκ

Οι δηµοπρασίες της Τυνησίας ήρθαν να «επιβεβαιώσουν» στην αγορά τα 290 δολάρια/τόνο, τα οποία «µεταφράζονται» σε 235 ευρώ/τόνο FOB ή 220 ευρώ/τόνο επί αυτοκινήτου στο σιλό του εµπόρου, άρα σε τουλάχιστον 20 λεπτά/κιλό σε όρους τιµών παραγωγού, σε µια στιγµή που το σκηνικό της φετινής αγοράς θα µπορούσε να χαρακτηριστεί ασυνήθιστο: Η άνοδος του µαλακού έχει συµπαρασύρει και τα χαµηλότερης ποιότητας σκληρά σιτάρια, τα οποία, το προηγούµενο διάστηµα, µεγάλες πτηνοτροφικές µονάδες έφτασαν να αγοράζουν έως και 225 ευρώ/τόνο.

Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσµα όσοι έµποροι διαθέτουν στις αποθήκες τους ποιοτικό σκληρό να ανεβάσουν τις απαιτήσεις τους, δίχως ωστόσο να βρίσκουν ανταπόκριση από τους ντόπιους µύλους (που εµφανίζονται καλυµµένοι) ή τους Ιταλούς.

«Το αξιοσηµείωτο της σεζόν είναι ότι σχεδόν όλα τα σιτάρια έχουν φτάσει να διαπραγµατεύονται σε ένα στενό εύρος 220-235 ευρώ/τόνο», λέει στην «ΥΧ» στέλεχος µε πολύ καλή γνώση της αγοράς σίτου. Δηλαδή, η ψαλίδα µεταξύ της υψηλής και της κατώτερης ποιότητας έχει κλείσει δραµατικά, µε τα ζωοτροφικά να πιέζουν τις τιµές προς τα πάνω, όµως τη µεγάλη διαθεσιµότητα και τα υψηλά αποθέµατα των ποιοτικών σκληρών να αντισταθµίζουν έως έναν βαθµό τις τάσεις αυτές τάσεις. Σηµειωτέον ότι ο Καναδάς υπολογίζεται ότι διαθέτει περί τους 4 εκατ. τόνους σκληρού ακόµα, οι οποίοι αναµένεται να «βγουν» στην αγορά µετά τον Φεβρουάριο.

 

των Αντώνη Ανδρονικάκη, Γιάννη Τσατσάκη