Μεσοπρόθεσμες προβλέψεις κομισιόν: Η κλιματική αλλαγή κρίνει τις εξελίξεις σε ελαιόλαδο, κρασί και οπωροκηπευτικά

Φθίνουσα η πορεία σε αιγοπροβατοτροφία και βοοτροφία

Στροφή σε πρωτεϊνούχες καλλιέργειες στα αροτραία, αναδιάρθρωση καλλιεργειών στις μόνιμες φυτείες, οριακές μειώσεις στα μόνιμα βοσκοτόπια λόγω της αναμενόμενης εκτατικοποίησης της ζωικής παραγωγής, αλλά και περισσότερες εκτάσεις σε αγρανάπαυση, δεδομένων των αυστηρότερων κανονιστικών απαιτήσεων, είναι μερικά από όσα πρόκειται να συμβούν στη αγροτική γη της ΕΕ έως το 2035, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν. Ωστόσο, η αναλογία μεταξύ αγροτικής και δασικής γης προβλέπεται να διατηρηθεί σταθερή κατά το ίδιο χρονικό διάστημα. Η νέα μεσοπρόθεσμη έκθεση για τα αγροτικά προϊόντα παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Συνεδρίου για τη Γεωργία, στο πλαίσιο των Ημερών Αγροδιατροφής που διοργάνωσε η Κομισιόν στις Βρυξέλλες τον Δεκέμβριο. Ακολουθούν οι βασικές επισημάνσεις της έκθεσης για προϊόντα ελληνικού ενδιαφέροντος.

Παρά τις προκλήσεις, η παραγωγή ελαιολάδου μπορεί να ξαναφτάσει τους 2,2 εκατ. τόνους έως το 2035

Με τις εκτάσεις να παραμένουν σταθερές, η κλιματική αλλαγή εκτιμάται ότι θα εξακολουθήσει να είναι μια από τις κύριες προκλήσεις στην περίπτωση της ελαιοκομίας, φέρνοντας αστάθεια στις αποδόσεις, αλλά και την ποιότητα του ελαιολάδου. Η εισαγωγή ανθεκτικότερων ποικιλιών και οι αλλαγές σε συστήματα παραγωγής (προς πιο εντατικά), καθώς και η έρευνα και η καινοτομία, θα μπορούσαν να περιορίσουν τις παραπάνω επιπτώσεις. Λαμβάνοντας υπόψη τις αποδόσεις, αλλά και τις εξελίξεις αναφορικά με τις εκτάσεις, η παραγωγή μπορεί να πλησιάσει τους 2,2 εκατ. τόνους έως το 2035 (όπως τη χρονιά ρεκόρ 2021/2022).

Από την πλευρά της κατανάλωσης προβλέπεται συνέχιση στις αποκλίνουσες τάσεις, με μείωση στα παραγωγικά κράτη-μέλη και αύξηση στα υπόλοιπα εντός ΕΕ. Η δημοτικότητα της μεσογειακής διατροφής και οι εκστρατείες ευαισθητοποίησης για την υγεία, που προωθούν τα οφέλη του ελαιολάδου, ενισχύουν τη δεύτερη τάση, όσο η ευαισθησία στις τιμές στις χώρες παραγωγής θα επιδρά στο ενδιαφέρον, ιδιαίτερα μεταξύ των νέων καταναλωτών.

Καθώς η αύξηση της κατανάλωσης θα παραμείνει σχετικά σταθερή, προβλέπεται αύξηση του μεριδίου που αντιπροσωπεύουν οι εξαγωγές. Η επέκταση σε ασιατικές αγορές, αλλά και η ανάπτυξη σε ορισμένες παραδοσιακές αγορές, αναμένεται να συμβάλουν σε αυτή την κατεύθυνση, με την καθαρή εξαγωγική θέση της ΕΕ να προβλέπεται ενισχυμένη (730.000 τόνοι έως το 2035, +140.000 από την περίοδο 2018-2022).

Πρίμιουμ ΠΟΠ και ΠΓΕ και αφρώδεις θα στηρίξουν την ανάπτυξη στην αξία των εξαγωγών οίνου

Η φθίνουσα πορεία της κατανάλωσης θα εξακολουθήσει έως το 2035, όπως προβλέπει η Κομισιόν για τα ευρωπαϊκά κρασιά, με τη μειούμενη αυτή τάση να οδηγεί και σε μικρότερη παραγωγή. Μειωμένη διαθεσιμότητα φυτοπροστατευτικών προϊόντων, περαιτέρω περιορισμοί άρδευσης σε ορισμένες χώρες της ΕΕ και αστάθεια λόγω της κλιματικής αλλαγής ενδέχεται να μειώσουν τόσο την έκταση όσο και τις αποδόσεις των αμπελώνων, κάτι που εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε μεγάλες διακυμάνσεις και σε χαμηλότερους –κατά μέσο όρο– όγκους παραγωγής.

Από την άλλη, οι ευρωπαϊκές εξαγωγές, παρά τις αβεβαιότητες, θα μπορούσαν να αυξηθούν τα επόμενα χρόνια, με αρκετά χαμηλότερο, όμως, ρυθμό από ό,τι τελευταία (μόνο κατά 0,3% ετησίως έως το 2035). Πρίμιουμ προϊόντα γεωγραφικών ενδείξεων και αφρώδεις οίνοι θα συνεχίσουν, ωστόσο, να λειτουργούν προς όφελος των ευρωπαϊκών εξαγωγών, κάτι που μπορεί να στηρίξει την ανάπτυξη σε όρους αξίας. Αντίθετα, περαιτέρω μείωση προβλέπεται για τις εισαγωγές (-2% ετησίως μέχρι το 2035).

Προκλήσεις περιορίζουν την ανταγωνιστικότητα στα ευρωπαϊκά μήλα

Μειωμένη ανταγωνιστικότητα προβλέπεται στην περίπτωση των ευρωπαϊκών μήλων, λόγω πλήθους προκλήσεων (περιορισμοί στη χρήση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, ακραία καιρικά φαινόμενα, εστίες παρασίτων) που θα κληθούν να αντιμετωπίσουν οι καλλιεργητές. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, αναμένονται μικρότερες συγκομιδές στα παραγωγικά κράτη, πλην της Ιταλίας. Από την άλλη, κύριες παραγωγικές χώρες προβλέπουν οριακές αυξήσεις αποδόσεων, οι οποίες πιθανόν να αντισταθμίσουν τη μείωση των εκτάσεων.

Η κατά κεφαλήν κατανάλωση φρέσκων μήλων θα δει ελαφρά αύξηση λόγω ευνοϊκότερων τάσεων, ωστόσο συνθήκες όπως τα αυξανόμενα κόστη αποθήκευσης και συσκευασίας, καθώς και τάσεων για εύκολα-προς-κατανάλωση φρούτα, μπορεί να ανεβάσουν τις τιμές, λειτουργώντας αντίθετα ως προς την κατανάλωση.

Σε όρους εμπορίου, Πολωνία και Ιταλία θα εξακολουθήσουν ως κύριοι εξαγωγείς, ενώ η Γαλλία θα δει υποχώρηση και αντίστροφα άνοδο η Γερμανία. Για τις βασικές χώρες συνολικά, η παραγωγή αναμένεται να αυξηθεί περισσότερο από τη συνολική κατανάλωση φρέσκων μήλων, οδηγώντας σε προβλεπόμενη αύξηση των συνολικών καθαρών εξαγωγών τους προς την υπόλοιπη ΕΕ, όπου η ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί μέτρια την επόμενη δεκαετία. Ωστόσο, σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχει αβεβαιότητα, εν μέρει λόγω του ισχυρού ανταγωνισμού από χώρες με πιο ανταγωνιστικές τιμές, όπως η Τουρκία.

Διατήρηση της εξαγωγικής ισχύος και αύξηση της κατανάλωσης προβλέπεται για την Ελλάδα σε ροδάκινο και νεκταρίνι

Και στην περίπτωση των ροδάκινων και νεκταρινιών, η κλιματική αλλαγή θα παραμείνει κύρια πρόκληση, ενώ η μείωση των εργατικών χεριών θα παραμείνει παράγοντας περιορισμού στην όποια επέκταση. Η παραγωγή νωπών, αλλά και προς βιομηχανική χρήση προϊόντων θα συνεχίσει να φθίνει, κυρίως λόγω της μείωσης των εκτάσεων (κατά -0,8% ετησίως ως το 2035), ενώ είναι άγνωστο ακόμη πώς θα επιδράσουν στις αποδόσεις η χρήση νέων ποικιλιών και η υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών.

Στον τομέα της κατανάλωσης, η Ελλάδα κατέγραψε ιστορικό υψηλό (250.000 ετησίως), συμπεριλαμβανομένης της κατανάλωσης των τουριστών. Σε επίπεδο ΕΕ, η κατά κεφαλήν κατανάλωση –κυρίως λόγω υψηλότερων τιμών– αναμένεται να μειωθεί, με εξαίρεση την Ελλάδα, στην οποία αναμένεται να φτάσει τα 32,7 κιλά κατ’ άτομο το 2035. Οι καταναλωτικές τάσεις δεν αναμένεται να αντισταθμιστούν με την άνοδο των εξαγωγών, φέρνοντας μείωση παραγωγής. Οι προβλέψεις σε όρους εμπορίου δεν είναι τόσο αισιόδοξες σε διεθνές επίπεδο, ωστόσο Ελλάδα και Ισπανία αναμένεται να διατηρήσουν την ισχυρή θέση που κατέχουν ως καθαροί εξαγωγείς.

Συνεχίζει η ισχυρή εξαγωγική θέση της ΕΕ στη βιομηχανική ντομάτα

Κλιματικές συνθήκες και προκλήσεις όπως η έλλειψη νερού, το υψηλό ενεργειακό κόστος και οι περιορισμοί στη χρήση φυτοφαρμάκων θα περιορίσουν την παραγωγή ντομάτας για νωπή κατανάλωση. Αντίθετα, αυξήσεις προβλέπονται σε Ισπανία και Πορτογαλία σε ό,τι αφορά το βιομηχανικό προϊόν. Μικρόκαρπες ποικιλίες κερδίζουν έδαφος στους καταναλωτές, κάτι που επιδρά και στην παραγωγή, καθώς αυτές έχουν μικρότερες αποδόσεις.

Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία και Πορτογαλία αναμένουν αύξηση στην κατά κεφαλήν κατανάλωση. Αντίθετα, μείωση στην κατά κεφαλήν κατανάλωση μεταποιημένου προϊόντος προβλέπεται σε Ελλάδα και Ολλανδία (-1,4% και 0,7% ετησίως αντίστοιχα). Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός από τρίτες χώρες θα συνεχίσει στις διεθνείς αγορές, όμως η ΕΕ αναμένεται να διατηρήσει τον τρέχοντα ρόλο ως καθαρός εισαγωγέας στο νωπό προϊόν. Στο μεταποιημένο προϊόν δεν προβλέπονται αλλαγές, με την ΕΕ να διατηρεί την ισχυρή καθαρά εξαγωγική της θέση, ιδιαίτερα σε προϊόντα υψηλής αξίας.

 

Υψηλότερες τιμές προβλέπονται σε βόειο και χοιρινό κρέας

Οι ανησυχίες ως προς την υψηλή τιμή, τη βιωσιμότητα και τα ζητήματα καταναλωτικών περιορισμών θα εξακολουθήσουν να θέτουν υπό αμφισβήτηση την κατανάλωση βόειου κρέατος. Αυτα, σε συνδυασμό με τη χαμηλή κερδοφορία και το αυστηρότερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το περιβάλλον και το κλίμα, αναμένεται να οδηγήσουν σε περαιτέρω μείωση της παραγωγής έως το 2035, μία τάση που μπορεί να επιβραδυνθεί –όχι όμως να αναστραφεί– από πολιτικές όπως η Συνδεδεμένη και τα Οικολογικά Σχήματα στο πλαίσιο της νέας ΚΑΠ.

Η μείωση της παραγωγής μπορεί, ωστόσο, να συμβάλει στη διατήρηση των τιμών σε υψηλότερα επίπεδα από ό,τι στο παρελθόν. Στις εξαγωγές, προβλέπεται αργή αύξηση έως το 2035 στην περίπτωση του κρέατος, ενώ αντίθετα σταδιακή μείωση εκτιμάται ως προς τα ζώντα βοοειδή, λόγω του αυξημένου ανταγωνισμού και των υφιστάμενων ανησυχιών για τις μεταφορές μεγάλων αποστάσεων.

Αύξηση κόστους και μειωμένη προσφορά στην ΕΕ θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε υψηλότερες τιμές στην περίπτωση του χοιρινού, καθώς η κατανάλωση θα ακολουθήσει φθίνουσα πορεία μέχρι το 2035. Οι ανησυχίες για τη βιωσιμότητα και την υγεία, παράλληλα με την κριτική που θα εξακολουθήσει να ασκείται στα εντατικά συστήματα, παραμένουν μεταξύ των ανασταλτικών παραγόντων. Ταυτόχρονα, η Αφρικανική Πανώλη των Χοίρων θεωρείται ότι παραμένει, χωρίς ωστόσο ανεξέλεγκτες εξάρσεις. Τέλος, η ανάκαμψη της παραγωγής στα ασιατικά κράτη θα περιορίσει τις ευρωπαϊκές εξαγωγές, όσο οι εισαγωγές θα παραμένουν πιθανότατα χαμηλές και σε σταθερά επίπεδα.

Λιγότερο το αιγοπρόβειο λόγω της μείωσης των κοπαδιών

Η μείωση των κοπαδιών θα εξακολουθήσει να φέρνει μείωση της παραγωγής στον τομέα της αιγοπροβατοτροφίας. Συνδεδεμένη ενίσχυση και ευνοϊκές τιμές δεν θα μπορέσουν να αντιστρέψουν τις μειώσεις, ωστόσο οι τιμές είναι πιθανό να αυξηθούν στην πορεία, σύμφωνα με τις μεσοπρόθεσμες εκτιμήσεις της Κομισιόν, όπως συνέβαινε την περασμένη δεκαετία. Μετανάστευση και πολιτιστικές παραδόσεις θα εξακολουθήσουν να κρατούν σταθερά τα καταναλωτικά πρότυπα, κατά συνέπεια και την κατά κεφαλήν κατανάλωση στην ΕΕ.

Οι εξαγωγικές ευκαιρίες μπορεί να ωθήσουν προς τα πάνω την παραγωγή πουλερικών

Η πιο υγιής εικόνα –απουσία θρησκευτικών περιορισμών– και η φθηνότερη τιμή παραμένουν στα υπέρ των πουλερικών, παράγοντες που μαζί με περαιτέρω εξαγωγικές ευκαιρίες θα μπορούσαν να ωθήσουν προς τα πάνω την παραγωγή έως το 2035, αν και με χαμηλότερο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης από ό,τι παρατηρήθηκε την περασμένη δεκαετία. Η επέκταση, ωστόσο, θα είναι δυνατή μόνο σε ορισμένες περιοχές της ΕΕ, λόγω της περιβαλλοντικής νομοθεσίας.

Στους κινδύνους για τον κλάδο, και ιδιαίτερα στα ελευθέρας βοσκής, παραμένει η συχνότητα εμφάνισης της γρίπης των πτηνών, η οποία αναμένεται να επεκταθεί, από εποχικό γεγονός, σε όλη τη διάρκεια του έτους. Ανάκτηση δυναμικής προβλέπεται ως προς τις εξαγωγές, παρότι θα εξακολουθήσει το χάσμα με τις παγκόσμιες τιμές.

Κερδίζουν έδαφος τα πρωτεϊνούχα στα αροτραία, σταθερή η παραγωγή στους ελαιούχους σπόρους

Οι αποδόσεις των δημητριακών και των ελαιούχων σπόρων προβλέπεται να παραμείνουν σταθερές παρά την κλιματική αλλαγή, τους περιορισμούς στη διαθεσιμότητα και το πόσο οικονομικά προσιτές θα είναι ορισμένες γεωργικές εισροές. Αυτό θα μπορούσε επίσης να υποστηριχθεί περαιτέρω από τεχνολογικές βελτιώσεις, οι επιπτώσεις των οποίων θα μπορούσαν μάλλον να φανούν μακροπρόθεσμα, όπως υποστηρίζει η Κομισιόν.

Σιτάρι και αραβόσιτος αναμένεται να παραμείνουν η βάση της παραγωγής δημητριακών, ενώ όσπρια και σόγια θα αυξηθούν, βρίσκοντας στήριξη στις ευρωπαϊκές πολιτικές, την αμειψισπορά και τις αυξανόμενες ανάγκες για φυτικές πρωτεΐνες, οδηγώντας πιθανότατα σε περιορισμό των αντίστοιχων εισαγωγών.

Η παραγωγή ελαιούχων προβλέπεται σταθερή, όμως η χρήση φυτικών ελαίων μπορεί να μειωθεί λόγω της μικρότερης ζήτησης για βιοκαύσιμα, με μια αναμενόμενη περαιτέρω μετατόπιση από το φοινικέλαιο προς το κραμβέλαιο.

Πιθανός ο περιορισμός εξάρτησης από τις εισαγωγές στη ζάχαρη, μείωση στη ζήτηση βιοκαυσίμων

Η παραγωγή ζαχαρότευτλων θα μειωθεί αργά, οδηγώντας σε χαμηλότερη παραγωγή ζάχαρης στην ΕΕ. Παράλληλα, μείωση προβλέπεται και για την κατανάλωση, ακολουθώντας την τάση για δίαιτες χαμηλότερης πρόσληψης ζάχαρης. Αν και η ΕΕ θα συνεχίσει να είναι καθαρός εισαγωγέας ζάχαρης, η εξάρτησή της από τις εισαγωγές είναι πιθανό να μειωθεί.

Τέλος, η ζήτηση για βιοκαύσιμα στην ΕΕ αναμένεται επίσης να μειωθεί, καθώς περιορίζεται η χρήση τους σε οδικές μεταφορές και παραγωγή.