Μετά τα γαλακτοκομικά μπαίνουν στο στόχαστρο της Επιτροπής Ανταγωνισμού σιτηρά, ζωοτροφές και όσπρια;

✱ «Γιατί δεν πέφτουν οι τιµές στα τρόφιµα, ενώ πέφτουν οι τιμές παραγωγού;» - Το ερώτημα που προκύπτει από την έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού ✱ «Να διερευνηθούν ολιγοπωλιακές συνθήκες στην αγορά», δηλώνει στην «ΥΧ» ο επικεφαλής της μελέτης

Πριν από λίγες ημέρες, η Επιτροπή Ανταγωνισμού δημοσίευσε έρευνα με θέμα «Πληθωρισμός, κόστος παραγωγής και ανταγωνισμός». Στον πυρήνα της έρευνας βρίσκονται αφενός το αυξημένο κόστος παραγωγής, σύμφωνα με το οποίο ο αγρότης καλείται να παράξει τα προϊόντα του, αφετέρου το υψηλό κόστος ορισμένων τροφίμων στο ράφι, που επηρεάζει πρωτίστως τον καταναλωτή, αλλά έχει σημαντική επίπτωση και στον παραγωγό. Η έρευνα φέρνει ως χαρακτηριστικό παράδειγμα των προβλημάτων που υπάρχουν στην αλυσίδα τροφίμων αυτό του αγελαδινού γάλακτος, αναδεικνύοντας κάποια παράδοξα της αγοράς, που επιβαρύνουν τους παραγωγούς και τους καταναλωτές, αποφέροντας σημαντικά κέρδη στις επιχειρήσεις.

Να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το ενημερωτικό σημείωμα της Κομισιόν, τον Αύγουστο του 2023 ο πληθωρισμός στα τρόφιμα έπεσε στο 9,8%, από 10,8% που βρισκόταν τον Ιούλιο.

Αύξηση κόστους έως 40%, ακριβότερα λιπάσματα και ζωοτροφές στην Ελλάδα

Στη μεγάλη αύξηση του κόστους παραγωγής κατά την τελευταία διετία στέκεται στο πρώτο μέρος της η μελέτη. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στην εκτίναξη του κόστους της παραγωγικής διαδικασίας (δηλαδή της τιμής των εφοδίων): «Από την άνοιξη του 2021 και κυρίως από το φθινόπωρο και μετά, οι δείκτες εισροών (και εκροών) γνωρίζουν μεγάλη και σημαντική αύξηση, της τάξης του 35%-40%». Επιπλέον παρατηρήσεις που σημειώνονται για το ζήτημα είναι οι εξής:

✱ «Τους τελευταίους μήνες, από το τέλος του 2022 και μετά, παρατηρείται αποκλιμάκωση των τιμών. Η πτώση αυτή είναι περισσότερο έντονη στην ΕΕ απ’ ότι στην Ελλάδα […]».

✱ «Η προσεκτική παρατήρηση του γραφήματος μάς υποδεικνύει πως στις αρχές του 2021 όλοι οι δείκτες με εξαίρεση τους σπόρους είχαν μεγαλύτερες τιμές στην Ελλάδα από τον ευρωπαϊκό μ.ό. για μεγάλο διάστημα μετά το 2015. Η κατάσταση αυτή ενδέχεται να επιστρέψει».

Τι δηλώνει ο επικεφαλής της μελέτης στην «ΥΧ»

Η «ΥΧ» συνομίλησε με τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Αθανάσιο Σταυρακούδη, ο οποίος, ως ανεξάρτητος εμπειρογνώμονας, εκπόνησε την έρευνα για την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Ο ίδιος αναφέρθηκε στη δεινή θέση του παραγωγού, λόγω της έλλειψης ανταγωνιστικότητας στον πρωτογενή τομέα και των φαινομένων απουσίας ανταγωνισμού στη λιανική: «Στην Ελλάδα δυστυχώς μιλάμε για πολλούς μικρούς παραγωγούς, ενώ σε ορισμένα προϊόντα, όπως το αγελαδινό γάλα -στο οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια και αποτελεί αντικείμενο της έρευνας-, δεν υπάρχουν μεγάλα συλλογικά σχήματα.

Επιπλέον, για να παράγει τα προϊόντα του ο αγρότης, αγοράζει εφόδια σε υψηλότερες τιμές συγκριτικά με άλλους Ευρωπαίους συναδέλφους του, λόγω και του ότι σε πολλές περιπτώσεις πορεύεται μόνος του.

Κάτι επίσης πολύ σημαντικό που πρέπει να αναφέρουμε είναι το ασύγκριτα υψηλότερο κόστος δανεισμού για τον Έλληνα αγρότη, σε σύγκριση με άλλες χώρες. Όταν για παράδειγμα ο Γερμανός κτηνοτρόφος δανείζεται με επιτόκιο 0,5% και αποπληρωμή σε δέκα χρόνια και ο Έλληνας με 5% έως 15%, αυτό από μόνο του αποτελεί μεγάλη υστέρηση στην ανταγωνιστικότητα του δεύτερου. Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Έλληνας παραγωγός, ο Έλληνας κτηνοτρόφος, αναγκάζεται να πουλάει το προϊόν του σε υψηλότερη τιμή από άλλους Ευρωπαίους».

Πληθωρισμός: Υψηλή η συμμετοχή των επιχειρηματικών κερδών

Στο άλλο άκρο της αλυσίδας, η κατάσταση, σύμφωνα με τη μελέτη της Επιτροπής, είναι εντελώς διαφορετική. Στο δελτίο της σημειώνεται ότι, σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ, στην Ελλάδα τα μεικτά κέρδη των επιχειρήσεων συμμετέχουν κατά το μεγαλύτερο μέρος στη διαμόρφωση του πληθωρισμού, έναντι του εργατικού κόστους και της φορολόγησης. Από τις χώρες της Ευρωζώνης, μόνο η Ιρλανδία και η Ρουμανία εμφανίζουν μεγαλύτερη συμμετοχή (%) των μεικτών κερδών από την Ελλάδα στη διαμόρφωση του πληθωρισμού, όπως μπορεί να δει κανείς στον σχετικό πίνακα.

Ο κ. Σταυρακούδης προσθέτει στην «ΥΧ»: «Θα πρέπει τελικά να διαπιστωθεί ποια είναι η δύναμη των μεγάλων αλυσίδων λιανικής στη διαμόρφωση των τιμών και κατά πόσο λειτουργεί ο ανταγωνισμός, ή τα χαρακτηριστικά σε κάποιους κρίκους της αλυσίδας τείνουν προς ολιγοπωλιακές συνθήκες».

Έρχονται αντίστοιχα πορίσματα για σιτηρά και όσπρια;

Στο δεύτερο σκέλος της έρευνας αναλύονται τα δεδομένα για το ελληνικό νωπό αγελαδινό γάλα. Σύμφωνα με όσα παρουσιάζονται, αποτελεί «παράδειγμα που αποσυνδέει μερικώς τις αυξήσεις στις τιμές πρώτων υλών και τις τιμές τελικών προϊόντων» και επηρεάζει και τις τιμές τυροκομικών προϊόντων. Όπως δήλωσε στην «ΥΧ» ο κ. Σταυρακούδης: «Το γάλα αποτελεί μια χαρακτηριστική περίπτωση όπου παρά την πτώση στην τιμή παραγωγού, δεν έχει παρατηρηθεί αντίστοιχη μείωση στην τιμή για τον καταναλωτή».

Ο ίδιος πρόσθεσε ότι «παρόμοια φαινόμενα, με συγκριτικά υψηλές τιμές στη λιανική, μπορεί κανείς να συναντήσει και σε άλλα προϊόντα στην ελληνική αγορά, όπως για παράδειγμα στο σιτάρι, στο καλαμπόκι, στο ρύζι και στα όσπρια». Φαίνεται λοιπόν, ότι στο μικροσκόπιο της Επιτροπής είναι πιθανόν να μπουν κατά το επόμενο διάστημα οι κλάδοι της αλευροποιίας, του ρυζιού, των ζωοτροφών και άλλων προϊόντων.

Γάλα: «Γιατί δεν έχει πέσει η τιμή στο ράφι, όπως έγινε με την τιμή παραγωγού;»

Σε ό,τι αφορά το αγελαδινό γάλα, στη μελέτη αναφέρεται ότι «σε όλες τις χώρες της ΕΕ, και στην Ελλάδα, παρατηρήθηκε κατά το έτος 2022 μεγάλη αύξηση στις τιμές πώλησης γάλακτος σε επίπεδο παραγωγού. Φυσικό επόμενο ήταν οι τιμές αυτές να επηρεάσουν την τιμή πώλησης του φρέσκου γάλακτος στη λιανική […]. Η κορύφωση παρατηρείται στο τέλος του 2022, ανάλογα με τη χώρα. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η μέση τιμή παραγωγού ήταν 59,60 λεπτά/κιλό». Εδώ σημειώνεται ότι σύμφωνα με την Κομισιόν, τον Ιούλιο του 2023 η μέση τιμή του γάλακτος στην Ελλάδα ήταν τα 49,50 λεπτά/κιλό.

Επιστρέφοντας στη μελέτη της Επιτροπής, αναφέρονται τα εξής: «Από τον Δεκέμβριο του 2022 (ή από τον Ιανουάριο του 2023, ανάλογα με τη χώρα) παρατηρείται σταθερή αποκλιμάκωση των τιμών γάλακτος. Τα δεδομένα έως τον Ιούνιο του 2023 δείχνουν πως οι τιμές παραγωγού είτε πλησιάζουν τις αντίστοιχες του Ιουνίου 2022 (Ιταλία, Ουγγαρία), είτε βρίσκονται σε χαμηλότερα επίπεδα (Ελλάδα, Ρουμανία, Σουηδία)».

Και καταλήγει ο καθηγητής: «Θα περίμενε λοιπόν κανείς η μείωση τιμής να μεταφερθεί σταδιακά από τον παραγωγό στον καταναλωτή. Κάτι τέτοιο δεν έχει παρατηρηθεί ακόμη. […] Η διατήρηση των υψηλών τιμών λιανικής πώλησης μάλλον φαίνεται ότι δεν είναι συμβατή ούτε με το κόστος πρώτων υλών, ούτε με το κόστος ενέργειας (που επίσης έχει μειωθεί μέσα στο 2023)».

Δεύτερη στο ακριβό γάλα, αλλά έβδομη στο φθηνό η Ελλάδα

Σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην έρευνα, «οι τιμές λιανικής ενός λίτρου φρέσκου γάλακτος στην Ευρώπη παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις, που εν μέρει δικαιολογούνται από τη διαφορά στην ποιότητα», ενώ σημειώνεται ότι «οι τιμές που παρουσιάζονται δεν είναι απόλυτα συγκρίσιμες, ωστόσο η συγκριτική παρουσίαση προσφέρει μια ένδειξη για τη δυνατότητα των καταναλωτών να προμηθευτούν γάλα από τα σούπερ μάρκετ […]».

Κατά τη σύγκριση αυτή, που περιλαμβάνει τιμές λιανικής από e-shops καταστημάτων, λαμβάνοντας υπόψιν τουλάχιστον δύο διαφορετικές αλυσίδες ανά χώρα, προκύπτουν τα εξής: «Καθώς το συγκεκριμένο προϊόν δεν είναι ομοιογενές, επιλέξαμε να παρουσιάσουμε την υψηλότερη και τη χαμηλότερη τιμή κάθε κατηγορίας. Για την τιμή στο φρέσκο πλήρες γάλα, η κατάταξη για τη χαμηλότερη τιμή σε σχέση με τον πληθωρισμό του Ιουνίου 2023 δείχνει ότι η Ελλάδα (1,12 ευρώ) είναι στην έβδομη θέση. Ως προς την υψηλότερη τιμή, η Ελλάδα είναι η δεύτερη ακριβότερη χώρα (2,22 ευρώ), με πρώτη τη Λιθουανία (2,25 ευρώ)».

«Να μπουν ελεγκτικοί μηχανισμοί στις μεγάλες αλυσίδες», ζητούν οι αγρότες

Ζητήσαμε τα σχόλια κτηνοτρόφων για τα ευρήματα της έρευνας της Επιτροπής Ανταγωνισμού.

Ο Γιάννης Τσιτσιλίδης, αγελαδοτρόφος από τις Σέρρες, σχολίασε: «Για μένα, το κυριότερο ζήτημα, που προκύπτει και από τα στοιχεία της Επιτροπής, είναι ο ρόλος των καταστημάτων λιανικής. Αν εγώ βγάζω 50 λεπτά από ένα γάλα που έχει τιμή 1,90 ευρώ, δηλαδή το 25%-30%, άλλο ένα 30% αντιστοιχεί στην εταιρεία γάλακτος και το υπόλοιπο 40% και πάνω πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ. Εξετάστε τώρα τι δύναμη έχει η αλυσίδα, η οποία παίρνει ρευστό άμεσα, πληρώνει την εταιρεία μετά από πέντε μήνες, ενώ η γαλακτοκομική επιχείρηση πρέπει να πληρώσει τον παραγωγό πάνω στον μήνα. Υπάρχουν πέντε μεγάλα ονόματα που χορεύουν όλη την αγορά».

Ο αναπληρωτής πρόεδρος του ΣΕΚ και αγελαδοτρόφος από τη Θεσσαλονίκη, Χρήστος Τσομπάνος, δήλωσε στην «ΥΧ»: «Ο παραγωγός έχει φάει στο κεφάλι τουλάχιστον 10 λεπτά μείωση και ο καταναλωτής εξακολουθεί να πληρώνει το γάλα που όχι μόνο δεν πέφτει σε τιμή, αλλά ακριβαίνει κιόλας. Υπάρχει μεγάλη γαλακτοκομική επιχείρηση που μέσα στο ’23 έχει ρίξει την τιμή παραγωγού έως 14 λεπτά. Το μεγαλύτερο κέρδος το αποκομίζουν τα σούπερ μάρκετ. Να θέσει σε λειτουργία ελεγκτικούς μηχανισμούς η κυβέρνηση και, όπου υπάρχουν ανεξέλεγκτες πρακτικές, να τις φρενάρει».

Η κτηνοτρόφος από τα Τρίκαλα, με σπουδές Οικονομικών, Ιωάννα Καρρά, μας είπε: «Θα ήθελα να ξεκινήσω από το αιγοπρόβειο γάλα, παρά το γεγονός ότι η έρευνα μιλάει για το αγελαδινό. Στα προϊόντα που παράγονται από το γάλα αυτό έχουν αυξηθεί οι τιμές, οι καταναλωτές δεν μπορούν πλέον να ανταπεξέλθουν και περιορίζουν τις αγορές τους. Έρχονται οι γαλακτοκομικές εταιρείες και μας λένε, “επειδή μειώθηκε η κατανάλωση, θα πρέπει να ρίξουμε την τιμή παραγωγού”. Μα, πώς να μη μειωθεί η κατανάλωση, αφού οι επιχειρήσεις δεν ρίχνουν τις τιμές; Έχουν ακουστεί ήδη σενάρια για μειωμένες τιμές τη νέα σεζόν στο αιγοπρόβειο. Στο δε αγελαδινό, γνωρίζω από συναδέλφους μου ότι έχει μειωθεί τόσο πολύ η τιμή, που οι μονάδες δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν».

Οι θέσεις των βιομηχανιών γάλακτος

Στα ζητήματα που θίγει η Επιτροπή Ανταγωνισμού τοποθετήθηκε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Γαλακτοκομιών Προϊόντων (ΣΕΒΓΑΠ), Χρήστος Αποστολόπουλος:

«Πρώτον, διαφωνούμε με τα στοιχεία για τις τιμές. Το να πάρει κανείς μόνο τις υψηλότερες και τις χαμηλότερες τιμές θεωρούμε ότι δεν μπορεί να δώσει την πραγματική εικόνα, δηλαδή με το να χρησιμοποιεί κάποιος μόνο ακραία παραδείγματα. Η έρευνα συγκρίνει ανόμοια πράγματα. Δεύτερον, το φρέσκο γάλα όπως το γνωρίζουμε στη χώρα μας, είναι ένα προϊόν που δεν υπάρχει σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Σε άλλες χώρες το γάλα είναι μακράς διάρκειας και όχι επτά ημερών, όπως στην Ελλάδα. Ακριβώς για αυτό τον λόγο υπάρχουν σημαντικά πρόσθετα κόστη από τις επιστροφές του προϊόντος. Επίσης, η έρευνα δεν λαμβάνει υπόψη της τις τιμές που δίνουν οι γαλακτοκομικές επιχειρήσεις στα σούπερ μάρκετ με τις προσφορές, που είναι τιμές με τις οποίες λειτουργεί η αγορά ως επί το πλείστον. Προφανώς αυτές οι τιμές είναι χαμηλότερες».

Ο διευθύνων σύμβουλος της ΜΕΒΓΑΛ, Κωνσταντίνος Χατζάκος, δήλωσε στην «ΥΧ» από την πλευρά του: «Αναφορικά με τις διαπιστώσεις για τα κέρδη των επιχειρήσεων, το συγκεκριμένο δεδομένο αφορά το σύνολο του ΑΕΠ της χώρας μας, που -δυστυχώς- η κτηνοτροφία και η μεταποίηση γαλακτοκομικών προϊόντων επηρεάζει ελάχιστα. Σε ό,τι αφορά τη διαπίστωση ότι η μείωση της τιμής καθυστερεί να περάσει στο ράφι, θεωρώ ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο είναι ευρωπαϊκό και δεν αφορά μόνο την Ελλάδα, κάτι που επισημαίνει άλλωστε και ο συντάκτης της μελέτης. Θα προσθέσω επίσης ότι διάφορα άλλα έξοδα παραμένουν υψηλά ή έχουν ακόμα και 100% αύξηση από πέρυσι, όπως το χρηματοοικονομικό κόστος. Τέλος να πούμε ότι η Ελλάδα έχει αυτή την περίοδο και από τις υψηλότερες τιμές παραγωγού, όπως φαίνεται και από τη Εurostat».