Oι μετασεισμοί του πολέμου στις αγορές αγροτικών εμπορευμάτων μπορούν να κρατήσουν για χρόνια

Οι μετασεισμοί του πολέμου στην Ουκρανία μπορεί να κρατήσουν για χρόνια, προειδοποιεί η Fed του Κάνσας

Σε μια εβδομάδα συμπληρώνονται πέντε μήνες από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και, όσο ο χρόνος κυλά, ολοένα και περισσότεροι αναλυτές προσχωρούν στην άποψη ότι ο πόλεμος, πέρα από τη δεδομένη γεωπολιτική αστάθεια, έχει εγκαινιάσει μια μακρά περίοδο αβεβαιότητας για τις αγορές εμπορευμάτων, το εύρος και ο ορίζοντας της οποίας είναι πολύ δύσκολο να προσδιοριστούν.

Ακόμα και αν με κάποιον μαγικό –και μη ορατό σήμερα– τρόπο οι συγκρούσεις τερματίζονταν τις επόμενες μέρες, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η ομαλότητα θα επέστρεφε σύντομα στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα. Αντίθετα, όπως υποστηρίζει σε πρόσφατη ανάλυσή της η Fed του Κάνσας, περισσότερες πιθανότητες συγκεντρώνει το σενάριο οι μετασεισμοί της ουκρανικής κρίσης να συνεχίσουν να γίνονται αισθητοί για αρκετά χρόνια ακόμα, ανατρέποντας ενδεχομένως και ισορροπίες δεκαετιών στο παγκόσμιο εμπόριο.

Αυξήσεις-ρεκόρ

Η αλματώδης άνοδος των τιμών σε βασικά αγροτικά και όχι μόνο εμπορεύματα ήταν η πρώτη εμφανής και άμεσα αντιληπτή αντίδραση των αγορών την «επομένη» του πολέμου. Αν και o ρυθμός των αυξήσεων θα μπορούσε να πει κανείς ότι έκτοτε έχει αποκλιμακωθεί, οι τιμές παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα και, σύμφωνα με τους αναλυτές της τράπεζας, υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να υποθέσει κανείς ότι δεν θα απομακρυνθούν από εκεί το επόμενο διάστημα.

Κατ’ αρχάς, όπως εξηγούν, αυτό υποδεικνύουν τα μηνύματα που έρχονται από τις αγορές των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (futures). Κατά δεύτερον, τα αποθέματα σε βασικά προϊόντα, όπως το πετρέλαιο και το σιτάρι (στα οποία εστιάζει η ανάλυση) ήταν ήδη περιορισμένα πριν από το ξέσπασμα του πολέμου. Κατά τρίτον, κρίνοντας από αντίστοιχες περιπτώσεις στο παρελθόν, οι κυρώσεις εναντίον της Ρωσίας αναμένεται να παραμείνουν στη θέση τους ακόμα και μετά το τέλος των εχθροπραξιών, παρεμποδίζοντας τις εμπορικές ροές.

Μέσα σε λίγες εβδομάδες από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, οι τιμές των περισσότερων αγροτικών, αλλά και ενεργειακών εμπορευμάτων αυξήθηκαν με ρυθμούς που ελάχιστες φορές στο παρελθόν είχαν παρατηρηθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Μάρτιο η τιμή του μαλακού σιταριού ενισχύθηκε κατά 29%.

Μόνο τη δεκαετία του 1970, με τη συμφωνία αγοράς περίπου 10 εκατ. τόνων αμερικανικών σιτηρών σε πολύ χαμηλές τιμές από τη Σοβιετική Ένωση, που έμεινε γνωστή ως η «Μεγάλη Ληστεία των Σιτηρών», και εκείνη του 1930 με το καταστροφικό φαινόμενο Dust Bowl, που έπληξε τις ΗΠΑ, είχαν καταγραφεί μεγαλύτερες αυξήσεις σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

Μεταβλητότητα και κόστη που τρομάζουν

Ωστόσο, παραδοσιακά οι ανατιμήσεις από μόνες τους δεν τρομάζουν τόσο τις αγορές και τους εμπλεκομένους σε αυτές όσο η αβεβαιότητα, η οποία «χτύπησε» κόκκινο. Ενδεικτικά, τα εικοσιτετράωρα που ακολούθησαν την εισβολή της Ρωσίας στις 24 Φεβρουαρίου, ο δείκτης μεταβλητότητας (VIX) που αντανακλά τις διακυμάνσεις της αγοράς αναρριχήθηκε σε υψηλό έτους. Ειδικά στο σιτάρι, όπως απεικονίζεται στο διάγραμμα 1, το άλμα των πρώτων ημερών ακολουθήθηκε από απανωτά σκαμπανεβάσματα των τιμών τις αμέσως επόμενες εβδομάδες.

Εκτός από τις τιμές των προϊόντων βέβαια αυξήθηκαν και τα κόστη παραγωγής, τα οποία σημειωτέον πριν από το ξέσπασμα του πολέμου βρίσκονταν ήδη σε ανοδικό κανάλι. Ειδικότερα, όπως αναφέρει η Fed του Κάνσας, τον Φεβρουάριο τα έξοδα για λίπανση και καύσιμα αυξήθηκαν κατά 90% και 60% αντίστοιχα σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν, ενώ οι ζωοτροφές που συμπαρασύρθηκαν από τις ανατιμήσεις στα δημητριακά και τους ελαιούχους σπόρους κατά 15% (διάγραμμα 2).

 

ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ
Το «μαξιλαράκι ασφαλείας» που πλέον απουσιάζει

Ένας επιπλέον λόγος για την απότομη αύξηση των τιμών, όπως εξηγεί η τράπεζα, ήταν τα σχετικά περιορισμένα αποθέματα πολλών ενεργειακών και αγροτικών προϊόντων. Τα αποθέματα, όπως είναι γνωστό, λειτουργούν ως μαξιλαράκι ασφαλείας, απορροφώντας τους κραδασμούς από διαταραχές στην προσφορά των προϊόντων.

Σύμφωνα με τους αναλυτές, στις αρχές του 2022 τα αποθέματα πετρελαίου και μαλακού σιταριού υπολείπονταν σχεδόν 10% του μέσου όρου της προηγούμενης πενταετίας. Στην περίπτωση του πετρελαίου, το μειωμένο στοκ ήταν αποτέλεσμα τόσο των λιγοστών επενδύσεων στην αύξηση της παραγωγής στη διάρκεια της πανδημίας όσο και της απότομης αύξησης της ζήτησης, όταν οι οικονομίες άρχισαν να επανέρχονται στην κανονικότητα.

Στο σιτάρι, τα μειωμένα αποθέματα προήλθαν από την ισχυρή παγκόσμια ζήτηση, τη μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων στις ΗΠΑ και των αντίξοων καιρικών συνθηκών σε αρκετές περιοχές του κόσμου, που είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση της παραγωγής. Συμπερασματικά, οι αναλυτές της τράπεζας εκτιμούν ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ουσιαστικά βάλει τις παγκόσμιες αγορές εμπορευμάτων σε αχαρτογράφητα νερά, με το ενδεχόμενο μιας μακράς περιόδου πληθωριστικών πιέσεων και επίμονων διαταραχών στην εφοδιαστική αλυσίδα να είναι κάτι παραπάνω από ορατό.

Αυτό, με τη σειρά του, δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες, αλλά και ανακατατάξεις στο πεδίο του εμπορίου. Για παράδειγμα, η Ευρώπη, εκ των πραγμάτων, θα στραφεί σε εναλλακτικές πηγές αγοράς φυσικού αερίου, τη στιγμή που παραδοσιακοί αγοραστές των ρωσικών σιτηρών, όπως οι χώρες της Μέσης Ανατολής, θα αναζητήσουν νέους προμηθευτές.

Τέτοιου είδους αναδιατάξεις στο εμπορικό επίπεδο, καταλήγει η τράπεζα, συνήθως δεν είναι βραχυπρόθεσμου ορίζοντα και δύσκολα θα δούμε επιστροφή στο προηγούμενο καθεστώς, ακόμα και όταν η πηγή της αναταραχής (πόλεμος στην Ουκρανία) πάψει να υφίσταται.