Mετράει τις αντιστάσεις της απέναντι στον κορωνοϊό η ελληνική γεωργία

των Γιάννη Τσατσάκη, Νικολέτας Τζώρτζη, Μαρίας Αμπατζή

Σε δύο φάσεις που βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με τον βαθμό εξάπλωσης των κρουσμάτων στη χώρα μας, μπορούν σχηματικά να διακριθούν οι επιπτώσεις του κορωνοϊού στη δραστηριότητα των εγχώριων αγροτικών επιχειρήσεων.

Η πρώτη φάση, που συνδέεται με μια σχετικά χαμηλή διασπορά του ιού στην επικράτεια, δεν φαίνεται να επηρεάζει σημαντικά την καθημερινότητα των αγροτών και της βιομηχανίας τροφίμων, με τις καλλιεργητικές φροντίδες και τις παραγγελίες να εκτελούνται –προσώρας τουλάχιστον– κανονικά.

Μάλιστα, από την αύξηση της ζήτησης για κάποιες κατηγορίες τροφίμων τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, καθώς και από τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο ξένος ανταγωνισμός, ορισμένοι κλάδοι (π.χ. κονσέρβες, τρόφιμα μακράς συντήρησης) μοιάζουν πρόσκαιρα τουλάχιστον να επωφελούνται. Σε αυτή τη φάση φαίνεται ότι βρισκόμαστε σήμερα, με την κατάσταση στην ελληνική αγορά να θυμίζει αρκετά τα όσα βίωνε πριν από αρκετές εβδομάδες η γειτονική Ιταλία.

Η δεύτερη φάση, ωστόσο, που συνδέεται με μια ευρύτερη διάδοση του κορωνοϊού στην κοινότητα ή/και με αυστηρά μέτρα περιορισμού του (π.χ. θέση συγκεκριμένων περιοχών σε καραντίνα, κλείσιμο επιχειρήσεων κ.λπ.) είναι αυτή που προβληματίζει περισσότερο τους συντελεστές του κλάδου, καθώς οι επιπτώσεις του στις δομές της παραγωγής, αλλά και στη ζήτηση (ακόμα και η αποθεματοποίηση κάποια στιγμή αναμένεται να… πιάσει ταβάνι) είναι απρόβλεπτες.

Ξεμένει από εργάτες γης η Ιταλία

Το παράδειγμα της Ιταλίας, όπου αρχίζουν πλέον να παρατηρούνται σοβαρές ελλείψεις εργατικών χεριών λόγω της απροθυμίας ξένων εποχικών εργατών να μεταβούν και να εργαστούν εκεί, είναι χαρακτηριστικό.

Σύμφωνα με τη γνωστή αγροτική οργάνωση Coldiretti, πολλοί αγρεργάτες από την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη εγκαταλείπουν τα σχέδιά τους για απασχόληση στην Ιταλία τόσο λόγω του φόβου προσβολής από τον ιό, όσο και λόγω των μέτρων που έχουν υιοθετήσει οι κυβερνήσεις των χωρών τους. Ενδεικτικά, η Ρουμανία, απ’ όπου προέρχεται η πλειοψηφία των εποχικών εργατών στη Λομβαρδία, υποχρεώνει όσους πολίτες της επιστρέφουν από την Ιταλία σε καραντίνα 14 ημερών, κάτι που βέβαια έχουν υιοθετήσει πλέον οι περισσότερες χώρες. Με τους επιστήμονες να αναμένουν έξαρση των κρουσμάτων στην Ελλάδα τις επόμενες εβδομάδες, τέτοια φαινόμενα ενδεχομένως να μη φαντάζουν πια και τόσο μακρινά για τη χώρα μας.

Κανονικά οι εξαγωγές φράουλας

Επί του παρόντος, πάντως, στον ηλειακό κάμπο, όπου το προηγούμενο διάστημα καταγράφηκαν αυξημένα κρούσματα, οι αγρότες συνεχίζουν κανονικά τις εργασίες τους, την ώρα που παράγοντες του Επιμελητηρίου Ηλείας διαμηνύουν ότι οι τοπικές εξαγωγικές επιχειρήσεις τηρούν όλες τις προδιαγραφές υγιεινής και ασφάλειας.

Η συγκομιδή της φράουλας, η οποία έχει την τιμητική της αυτή την περίοδο, ούσα η πρωιμότερη σε όλη την Ευρώπη, βρίσκεται στο 70%, με τη ζήτηση από το εξωτερικό να παρουσιάζεται αυξημένη. Όπως επισημαίνει στην «ΥΧ» ο παραγωγός Δημήτρης Τακτικός, που εξάγει σε 20 χώρες, ο κορωνοϊός δεν δείχνει να επηρεάζει έως τώρα την όλη διαδικασία. «Παραμένουμε ψύχραιμοι και παρακολουθούμε την εξέλιξη του φαινομένου. Είναι αλήθεια πως αυτό που βιώνουμε είναι ακραίο, όμως προς το παρόν και εφόσον δεν κλείσει το λιμάνι της Πάτρας, νομίζω ότι όλα θα κυλήσουν ομαλά», τονίζει και προσθέτει: «Με τους πελάτες μας στην Ευρώπη δεν έχουμε μέχρι στιγμής κάποιο πρόβλημα. Υπάρχει μεγάλη ζήτηση για τις ποικιλίες Victory και Fortuna. Όμως, το καταναλωτικό κοινό είναι ένας αστάθμητος παράγοντας και δεν ξέρεις πού μπορεί να οδηγήσει η κατάσταση».

Στα χωράφια τους βρίσκονται και οι παραγωγοί καρπουζιού, οι οποίοι ελπίζουν σε μια καλή για το προϊόν χρονιά, μια και ο καιρός είναι με το μέρος τους. Στα μέσα Μαΐου αναμένεται να βγουν στην αγορά τα καρπούζια θερμοκηπίου, πετυχαίνοντας την πρωιμότητα που επιθυμούσαν, και περίπου δέκα ημέρες μετά τα υπαίθρια. «Είμαστε στο φουλ αυτήν τη στιγμή, ολοκληρώνοντας τις φυτεύσεις μας. Παρ’ όλη την παράνοια που ζούμε με τον κορωνοϊό, δεν αφήνουμε πίσω τις εργασίες και συνεχίζουμε σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Μακάρι να μην επεκταθεί το φαινόμενο και να μην έχουμε πρόβλημα με τη διάθεση του προϊόντος μας», λέει στην «ΥΧ» ο Νίκος Κρίγκος, παραγωγός από την Αμαλιάδα.

Καθυστερήσεις σε υλικά συσκευασίας, πάνε πίσω προωθητικά προγράμματα

Πρακτικά προβλήματα αντιμετωπίζουν κάποιες αγροδιατροφικές επιχειρήσεις εξαγωγικού χαρακτήρα στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, τη στιγμή που επιφυλάσσονται για τις επιπτώσεις από ενδεχόμενη εξάπλωση του κορωνοϊού.

«Στην Ελλάδα, πέρα από το φρούτο, όλα τα υλικά συσκευασίας και τα αναλώσιμα για τη μεταποίηση είναι εισαγόμενα. Από την ετικέτα μέχρι το καπάκι, έρχονται από ευρωπαϊκές χώρες και υπάρχουν καθυστερήσεις στην εισαγωγή πρώτων υλών», περιγράφει στην «ΥΧ» ο υπεύθυνος πωλήσεων του ΑΣ Παραγωγών Οπωροκηπευτικών Αγίου Αθανασίου Δράμας, Παναγιώτης Αθανασιάδης.

Οι εξαγωγές συνεχίζονται, αλλά δημιουργούνται ανασταλτικοί παράγοντες, καθώς σταματούν η διά ζώσης επικοινωνία και οι προωθητικές ενέργειες (εκθέσεις και γευσιγνωσία).

Ο συνεταιρισμός σχεδίαζε να λάβει μέρος σε εκθέσεις σε Ισπανία και Μέση Ανατολή, που μετατίθενται για το φθινόπωρο. «Η σεζόν που προσπαθούν να προλάβουν οι χυμοί είναι το καλοκαίρι και οι επαφές γίνονται μέχρι τον Μάρτη. Με την αναβολή της Food Expo δημιουργήθηκε αναστάτωση στην αγορά», αναφέρει ο κ. Αθανασιάδης.

Φεύγουν κανονικά τα ακτινίδια

Ψυχραιμία σε συνεταιριστές και έμπορους αγροτικών προϊόντων συνιστά ο πρόεδρος της ΕΑΣ Καβάλας, Κώστας Λεπίδας, σημειώνοντας ότι στην Ελλάδα υπάρχουν ακτινίδια στις αποθήκες και μέχρι τον Απρίλη θα έχει ολοκληρωθεί η πώληση της περσινής παραγωγής. Επίσης, υπάρχουν στην ΕΑΣ μικρές ποσότητες επιτραπέζιων ελιών με προορισμό την Ευρώπη, ενώ το σπαράγγι ξεκινάει τώρα και θα πάει μέχρι τον Μάιο.

«Μέχρι στιγμής δεν είδαμε επιπτώσεις στα προϊόντα που εξάγουμε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα προκύψουν. Παρακολουθούμε την αγορά και συζητούμε με τους πελάτες μας», λέει στην «ΥΧ».Το ακτινίδια που έχουν απομείνει στην ΕΑΣ έχουν ευρωπαϊκό προορισμό (Ισπανία, Ιταλία, Γαλλία, Γερμανία και Πολωνία), ενώ όσα κατευθυνθήκαν σε Αμερική και Νότια Αφρική έφυγαν πολύ νωρίς. Παρατηρεί πάντως ότι στη χώρα μας, που καταναλώνει ετησίως 25.000 τόνους, «δεν έχει αυξηθεί η ζήτηση για ακτινίδιο, παρά το γεγονός ότι έχει υψηλή περιεκτικότητα σε βιταμίνη C».