Μέχρι και συνδυασμό καλλιέργειας γλυστρίδας και τσιπούρας για την βιωσιμότητα της αγροτικής ανάπτυξης παρουσιάστηκαν στο 15ο συνέδριο της ΕΥΕ!

Την ανάγκη ορθολογικής διαχείρισης των υδατικών πόρων για την άρδευση των καλλιεργειών, όπως και τον εκσυγχρονισμό των αρδευτικών δικτύων και την εφαρμογή καινοτόμων λύσεων και συστημάτων άρδευσης, επισημαίνει στην «ΥΧ» ο αν. καθηγητής του Τμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ και πρόεδρος της Ελληνικής Υδροτεχνικής Ένωσης, Δημήτριος Καρπούζος, με αφορμή το 15ο Συνέδριο για τους υδατικούς πόρους, που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη.

Με τη φράση του Πίνδαρου, ως γενικό τίτλο του συνεδρίου, «Άριστον μεν ύδωρ» (τίποτε πιο πολύτιμο από το νερό), για την υπέρτατη αξία που έχει το νερό στη σημερινή εποχή, στο συνέδριο της Ελληνικής Υδροτεχνικής Ένωσης αναπτύχθηκαν 12 θεματικές ενότητες, αρκετές εκ των οποίων αφορούσαν τον αγροτικό τομέα, καθώς αυτός είναι ο μεγαλύτερος χρήστης νερού στη χώρα μας. Όπως είναι γνωστό, το 80% του συνολικού νερού πηγαίνει στη γεωργία.

Αναγκαία η ορθή διαχείριση

Ο αν. καθηγητής του Τμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ και πρόεδρος της Ελληνικής Υδροτεχνικής Ένωσης, Δημήτριος Καρπούζος.

«Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι όλα τα ζητήματα που αφορούν το νερό σχετίζονται μεταξύ τους. Οι χρήσεις του νερού στη γεωργία, όπως και στον τουρισμό, είναι ανταγωνιστικές και πολλές φορές οι αιχμές τους συμπίπτουν χρονικά.

Για τον λόγο αυτόν, θα πρέπει να γίνεται μια ορθή διαχείριση του νερού», επισημαίνει ο κ. Καρπούζος και προσθέτει: «Όταν μιλάμε για νερό, πρέπει να κατανοήσουμε ακόμη ότι μιλάμε για τη συνδυασμένη διαχείριση και αλληλεπίδραση νερού – ενέργειας – τροφίμων. Άρα, η διαχείριση των υδατικών πόρων είναι άμεσα συνδεδεμένη και με την ενέργεια, γιατί η εξοικονόμηση νερού σημαίνει και εξοικονόμηση ενέργειας».

Όπως τονίζει ο αν. καθηγητής Γεωπονίας, στόχος είναι η εκτίμηση των υδατικών αποθεμάτων και η εκμετάλλευση των ανανεώσιμων υπόγειων υδατικών αποθεμάτων, ενώ την ίδια ώρα υπάρχουν προβλήματα με την υπερεκμετάλλευση των υπόγειων υδροφορέων και την υφαλμύρισή τους, όταν αυτοί είναι παράκτιοι.

«Σε συνδυασμό και με τις γεωργικές δραστηριότητες που μπορούν να δημιουργήσουν νιτρορύπανση στους υπόγειους υδροφορείς, όλα αυτά οδηγούν στην ανάγκη εφαρμογής ενός πλαισίου ολοκληρωμένης διαχείρισης των υδατικών πόρων στο παρόν, αλλά και να εξασφαλίσουμε και τη βιωσιμότητα των υδατικών πόρων στο μέλλον για τις επόμενες γενιές», επισημαίνει ο κ. Καρπούζος.

Παράλληλα, αναφέρεται και στο θέμα της αποθήκευσης ενέργειας μέσω της μεθόδου της αντλησιοταμίευσης, εκεί όπου οι τοπογραφικές συνθήκες και η διαθεσιμότητα νερού το επιτρέπουν: «Μιλάμε για τον συνδυασμό των υδατικών πόρων με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Από την άντληση αποθηκεύεται το νερό σε υψηλότερο υψόμετρο και χρησιμοποιείται και πάλι μετά για να δημιουργήσει ενέργεια. Καθώς το αιολικό και ηλιακό δυναμικό δεν είναι σταθερό, αποταμιεύουμε όταν έχουμε αυτή την ενέργεια μέσω της αντλησιοταμίευσης και τη χρησιμοποιούμε όταν τη χρειαζόμαστε».

Σε ό,τι αφορά τις πηγές από τις οποίες οι παραγωγοί μπορούν να καταναλώνουν νερό για τις ανάγκες των αγροτικών καλλιεργειών τους, ο καθηγητής λέει χαρακτηριστικά ότι η καλύτερη πηγή νερού είναι η εξοικονόμηση νερού και υπογραμμίζει ότι θα πρέπει να γίνεται ορθολογική χρήση του από τους παραγωγούς και, όπου χρειάζεται και είναι εφικτό, να γίνεται αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, εκσυγχρονισμός και βελτιστοποίηση του σχεδιασμού και της λειτουργίας των αρδευτικών δικτύων, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται και βέλτιστη υδραυλική λειτουργία, δηλαδή να μπορεί να έχει ο παραγωγός την παροχή και την πίεση που χρειάζεται στο υδροστόμιο, αλλά ταυτόχρονα και βέλτιστη οικονομική λειτουργία.

«Μέσω των διαθέσιμων επιστημονικών μεθόδων και τεχνολογικών εργαλείων, μπορούμε να σχεδιάσουμε ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για τα υπόγεια και επιφανειακά νερά και να υποστηρίξουμε τον εκσυγχρονισμό, τη συντήρηση και τη μείωση των απωλειών στα αρδευτικά δίκτυα, την εφαρμογή καινοτόμων συστημάτων προγραμματισμού της άρδευσης και της άρδευσης ακριβείας, την επαναχρησιμοποίηση του νερού για άρδευση και την ογκοχρέωση του αρδευτικού νερού.

Με αυτές τις τεχνικές, μπορούμε συνδυαστικά να πετύχουμε μια υψηλή παραγωγή –και αυτός είναι ο στόχος–, αλλά και μια ορθολογική διαχείριση των υδατικών πόρων σημειώνει ο κ. Καρπούζος και καταλήγει: «Τα εργαλεία υπάρχουν και συνεχώς βελτιώνονται, η επιστημονική κοινότητα συζητά και αξιολογεί νέες μεθόδους και νέες τεχνολογίες και είμαστε σε έναν δρόμο όπου μπορούμε να προχωρήσουμε σε μια περισσότερο βιώσιμη διαχείριση του αρδευτικού νερού».

Η καλύτερη πηγή νερού είναι η εξοικονόμησή του. Θα πρέπει να γίνεται ορθολογική χρήση του από τους παραγωγούς και αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, εκσυγχρονισμός και βελτιστοποίηση του σχεδιασμού και της λειτουργίας των αρδευτικών δικτύων, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται και βέλτιστη υδραυλική λειτουργία.

Ερευνητικά αποτελέσματα

Ένα μεγάλο τμήμα των συζητήσεων και της ανταλλαγής απόψεων από διάφορες επιστημονικές ειδικότητες ήταν αφιερωμένο στις αρδεύσεις και στα εγγειοβελτιωτικά έργα.

Στις περισσότερες εργασίες των ερευνητών από όλη την Ελλάδα παρουσιάστηκαν, μεταξύ άλλων, θέματα για τον εκσυγχρονισμό, τον βέλτιστο σχεδιασμό των αρδευτικών δικτύων για τη μείωση των απωλειών, τα νέα συστήματα και τις νέες τεχνολογίες στην άρδευση ακριβείας.

Όπως τονίστηκε, το ποσοστό νερού προς αγροτική χρήση στην Ελλάδα κυμαίνεται μεταξύ 75%-80%. Η αυξανόμενη ζήτηση των υδατικών πόρων για την κάλυψη των διάφορων ανταγωνιστικών χρήσεων, και ιδιαίτερα για την ικανοποίηση των αναγκών του αγροτικού τομέα, θέτει σε κίνδυνο τα μελλοντικά αποθέματα νερού.

Η αύξηση της ζήτησης νερού, με σκοπό την άρδευση, διατάραξε την ισορροπία στους διαθέσιμους υδατικούς πόρους της χώρας και κυρίως στους υπόγειους υδατικούς πόρους.

Το αστικό νερό

Ο καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικώντου ΑΠΘ, Κωνσταντίνος Κατσιφαράκης.

Τις εργασίες του συνεδρίου απασχόλησε και το ζήτημα της διαθεσιμότητας νερού στο αστικό περιβάλλον. Όπως τόνισε στην «ΥΧ» ο καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ, Κωνσταντίνος Κατσιφαράκης, μπορεί η γεωργία να είναι ο μεγάλος καταναλωτής, αυτό όμως δεν απαλλάσσει τους κατοίκους των πόλεων από την ανάγκη να κάνουν αυτά που τους αναλογούν σε ό,τι αφορά την αλόγιστη χρήση νερού. Από τα απλά και καθημερινά μέχρι να συντηρούμε τις υδραυλικές εγκαταστάσεις στο σπίτι μας.

«Όταν δεν αξιοποιούμε σωστά το νερό, δεν αξιοποιούμε σωστά και την ενέργεια. Δυστυχώς, οδεύουμε σε περιόδους δυσμενέστερες. Αυτό που ήταν καθημερινότητα π.χ. σε ορισμένα νησιά, ίσως εμφανισθεί και σε άλλες περιοχές και ειδικότερα σε παράκτιες που θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα στο μέλλον», αναφέρει ο κ. Κατσιφαράκης.

Όπως εκτιμά, η Δυτική Ελλάδα είναι πιο πλούσια σε νερό, που μάλιστα περισσεύει. Στη Μακεδονία, το πρόβλημα με το νερό που υπάρχει είναι ότι «βασιζόμαστε σε διακρατικούς υδατικούς πόρους, σε ποτάμια που ξεκινούν από άλλες χώρες με τις οποίες είτε δεν έχουμε συμφωνίες, είτε δεν είναι πολύ ξεκάθαρες οι συμφωνίες αυτές. Aπό εκεί και πέρα, η σωστή διαχείριση νερού είναι θέμα μόρφωσης και ιδεολογίας, να σκεφτόμαστε ότι αυτό που είναι δημόσιο είναι κοινό όλων μας.

Πρέπει κάποια στιγμή τα προβλήματα να λύνονται με βάση την κοινή λογική και με μια αγάπη προς όλες τις περιοχές, όπως π.χ. για το πρόβλημα του υδατικού ελλείμματος της Θεσσαλίας και το αν θα μεταφερθεί νερό στη θεσσαλική πεδιάδα από τον Αχελώο ποταμό ή όχι. Όλες οι περιοχές είναι ελληνικές και πρέπει να δώσουμε την καλύτερη δυνατή λύση», υπογραμμίζει ο κ. Κατσιφαράκης. Ο καθηγητής της Πολυτεχνικής Σχολής σημειώνει ακόμη, σχετικά με το ζήτημα της λειψυδρίας, ότι εάν είχαμε μια φθηνή και ασφαλή πηγή ενέργειας, δεν θα είχαμε πρόβλημα νερού, διότι θα μπορούσαμε να κάνουμε αφαλάτωση, αφού η θάλασσα είναι δίπλα μας.

Όμως, για να γίνει αυτό το νερό κατάλληλο για χρήση, απαιτείται πολλή ενέργεια την οποία δεν έχουμε. Σημειώνει, δε, ότι αυτό που θα μπορούσαμε να δούμε εναλλακτικά είναι η χρήση των μικρών τοπικών πόρων, τους οποίους έχουμε παραμελήσει, αλλά και η αξιοποίηση του νερού της βροχής. «Ιδίως στις αστικές περιοχές, έχουμε ξεχάσει ότι παλιά υπήρχαν πηγάδια, τοπικοί υδροφορείς τους οποίους καλώς δεν τους χρησιμοποιούμε για πόσιμο νερό, αφού δεν μπορούμε να διασφαλίσουμε την ποιότητά τους, αλλά μπορούμε να τους χρησιμοποιήσουμε για πότισμα και δευτερεύουσες χρήσεις», αναφέρει ο κ. Κατσιφαράκης.

Ο ίδιος καταλήγει, λέγοντας ότι «υπάρχει και η τάση για την αξιοποίηση του νερού της βροχής και για να αποφύγουμε πλημμυρικά φαινόμενα εντός των πόλεων. Είναι οι λεγόμενες ήπιες τεχνικές διαχείρισης των αστικών ομβρίων και είναι θέμα που αρχίσαμε να το κοιτάμε στην Ελλάδα».

Το αρδευτικό δίκτυο στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης

Στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, η φθορά, λόγω της παλαιότητας, του συλλογικού αρδευτικού δικτύου σε συνδυασμό με τις σύγχρονες ανάγκες του αγροτικού κόσμου, καθιστά επιβεβλημένο τον εκσυγχρονισμό του συλλογικού αρδευτικού δικτύου και την αναβάθμιση των εγγειοβελτιωτικών έργων, δηλαδή την αναβάθμιση των αρδευτικών συστημάτων, τη βελτίωση των έργων αγροτικής οδοποιίας, τα αποχετευτικά και αποστραγγιστικά έργα, όπως και τα έργα αντιπλημμυρικής προστασίας και διευθέτησης των υδατορρευμάτων.

Μάλιστα, ο Γενικός Οργανισμός Εγγείων Βελτιώσεων (ΓΟΕΒ) θα πρέπει να προβεί στην προμήθεια κατάλληλων οργάνων που θα συμβάλουν στην εύρυθμη και σύγχρονη λειτουργία του δικτύου, προκειμένου να περιοριστούν οι απώλειες σε νερό και με γνώμονα την ολοκληρωμένη και βιώσιμη διαχείριση των υδατικών πόρων.

Αυτό αναφέρεται, μεταξύ άλλων στοιχείων, στην έρευνα που πραγματοποίησε ο ΓΟΕΒ Πεδιάδας Θεσσαλονίκης – Λαγκαδά σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Υδάτων Κεντρικής Μακεδονίας της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης, με θέμα «Εκσυγχρονισμός και προοπτικές του συλλογικού αρδευτικού δικτύου στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης».

Μεταξύ των ενδεχόμενων μέτρων που προτείνονται για την εξοικονόμηση νερού είναι η αλλαγή της τιμολογιακής πολιτικής, με τον όγκο και όχι με το στρέμμα, έτσι ώστε να περιοριστεί η κατανάλωση, η πραγματική αναδιάρθρωση των καλλιεργειών και, κυρίως, η συντήρηση των δικτύων, η αντικατάσταση τμημάτων των ανοιχτών δικτύων με κλειστά υπό πίεση, όπου είναι εφικτό, ο τακτικός καθαρισμός από φερτά υλικά, η αγορά εξοπλισμού και σύγχρονων οργάνων τηλεμετρίας κ.ά.

ΒΙΟ

Η Ελληνική Υδροτεχνική Ένωση (ΕΥΕ) είναι ένα επιστημονικό σωματείο μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που ασχολείται με την επιστήμη του νερού. Είναι η μακροβιότερη και μεγαλύτερη Ένωση στον χώρο των υδατικών πόρων.

Σημαντικό χαρακτηριστικό της είναι η διεπιστημονικότητα, καθώς τα μέλη της είναι μηχανικοί, γεωπόνοι, δασολόγοι, γεωλόγοι και άλλες επιστημονικές ειδικότητες που ασχολούνται με την επίλυση προβλημάτων σχετικά με την ποιότητα και την ποσότητα των υδατικών πόρων. Η κορυφαία δράση της είναι τα συνέδρια, με επετειακό το φετινό 15ο Συνέδριο, καθώς κλείνει 40 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας.

Η έρευνα για την άρδευση στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης

Η σχετική έρευνα που εκπονήθηκε από τους Ι. Ντάντο, Ε. Καραγιαννίδου, Ε. Καλέτη, Μ. Μπαντή και Κ. Παπατόλιο αναφέρει ότι η περιοχή που περικλείει την πεδιάδα της Θεσσαλονίκης είναι δυτικά της πόλης με υψόμετρο κάτω των 50 μέτρων που διαρρέεται από τους ποταμούς Γαλλικό, Αξιό, Λουδία (θεωρείται στραγγιστική τάφρος) και Αλιάκμονα και περιλαμβάνει την έκταση μέχρι τις εκβολές των ποταμών στον Θερμαϊκό Κόλπο.

Η καθαρή αρδευόμενη έκταση της πεδιάδας αγγίζει τα 991.580 στρ. Η άδεια χρήσης νερού δόθηκε στον ΓΟΕΒ το 2016 από τη Διεύθυνση Υδάτων, προκειμένου να καλύψει ανάγκες άρδευσης συνολικής έκτασης περίπου 875.000 στρ. Η ανώτατη αντλούμενη ποσότητα νερού είναι 900 εκατ. κυβικά μέτρα νερού το έτος, εκ των οποίων τα 300 εκατ. είναι από τον Αξιό και τα 600 εκατ. από τον Αλιάκμονα.

Σύμφωνα με τον ΓΟΕΒ, για το 2020 το μέγιστο τμήμα της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης (96,32%) καταλαμβάνεται από εαρινές καλλιέργειες. Ειδικότερα, το 32,22% των καλλιεργειών είναι βαμβάκι, το 22,52% είναι ρύζι, το 13,16% αραβόσιτος, το 0,81% επίσπορες, το 2,17% λοιπές καλλιέργειες, το 2,13% κηπευτικά, το 2,74% μηδική, το 0,08% καπνός, το 0,08% βιομηχανική ντομάτα, το 0,06% τεύτλα και το 20,73% οπωροφόρα δέντρα.

Το μεγαλύτερο τμήμα της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης (81,8%) εξυπηρετείται με επιφανειακά αρδευτικά δίκτυα. Σε αυτά εφαρμόζονται τρεις μέθοδοι άρδευσης: η άρδευση με αυλάκια που γίνεται στις γραμμικές καλλιέργειες (βαμβάκι, αραβόσιτος, τεύτλα, κηπευτικά), η άρδευση με κατάκλυση που γίνεται στους ορυζώνες και η άρδευση με λωρίδες που χρησιμοποιείται κυρίως στη μηδική και στους οπωρώνες. Το υπόλοιπο τμήμα της πεδιάδας (18,2%) εξυπηρετείται από κλειστά αρδευτικά δίκτυα που λειτουργούν με πίεση. Κυρίαρχη μέθοδος είναι ο καταιονισμός, δηλαδή η τεχνητή βροχή, όπου επιτυγχάνεται η άρδευση των εαρινών αροτραίων καλλιεργειών (βαμβάκι, αραβόσιτος, καπνός, τεύτλα).

Δευτερευόντως, υπάρχουν οι σταλακτηφόροι αγωγοί (στάγδην άρδευση) για την άρδευση οπωρώνων και άλλων καλλιεργειών. Παράλληλα με το αρδευτικό δίκτυο, όπου υπάρχουν τα έργα μεταφοράς, διανομής και εφαρμογής του αρδευτικού νερού στον αγρό, υπάρχει και το αντίστοιχο στραγγιστικό δίκτυο. Στην πεδιάδα της Θεσσαλονίκης, έχουν κατασκευαστεί 32 συλλογικά αρδευτικά δίκτυα, τα οποία υδροδοτούνται από δύο κύριες πηγές, που είναι οι ποταμοί Αξιός και Αλιάκμονας.

Το Φράγμα του Αξιού έχει συνολικό μήκος 1.200 μέτρα και η μέγιστη πλημμυρική παροχή για τον υπερχειλιστή του φράγματος εκτιμάται στα 4.200 κυβικά το δευτερόλεπτο. To φράγμα του Αλιάκμονα είναι κι αυτό καθολικό εκτροπής με συνολικό μήκος τα 400 μέτρα. Η μέγιστη πλημμυρική παροχή εκτιμάται στα 5.600 κυβικά το δευτερόλεπτο. Τα αρδευτικά δίκτυα της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης, που ανήκουν στην περιοχή δικαιοδοσίας του ΓΟΕΒ, επιφανειακά και κλειστά, είναι, μεταξύ άλλων, οι περιοχές της Μαγνησίας, Μαλγάρων Πέλλας, Γιαννιτσών, Νησελίου, Αλεξάνδρειας, Νησίου, Κουλούρας, Κρύας Βρύσης, Αραβησσού, Αγρόκτημα Νάουσας κ.ά.

Το υδατικό αποτύπωμα στην Ελλάδα

Στο συνέδριο παρουσιάστηκε και επιστημονική εργασία, η οποία αφορούσε τη δημιουργία ενός υπολογιστικού εργαλείου για το υδατικό αποτύπωμα στην Ελλάδα, το οποίο ανέρχεται, κατά μέσο όρο, στα 6,4 κυβικά λίτρα νερού ανά κάτοικο και ανά ημέρα, που σημαίνει ότι στη χώρα μας, σε σχέση με άλλες, δαπανούμε πολύ νερό.

Πρόκειται για μια χρήσιμη εφαρμογή, η οποία υπολογίζει το προσωπικό ημερήσιο Υδατικό Αποτύπωμα (ΥΑ) ενός ανθρώπου, δηλαδή τον συνολικό όγκο του νερού που χρειάζεται ένας άνθρωπος για την καθαριότητά του, τη διατροφή του, τις μετακινήσεις του και τις αγοραστικές του συνήθειες. Η εφαρμογή βρίσκεται στην ιστοσελίδα https://waterfootprintgreece.online/ και δημιουργήθηκε από την αν. καθηγήτρια Αντιγόνη Ζαφειράκου και τον Θεοφάνη Ρούση Ζιάμπρα του τομέα Υδραυλικής και Τεχνικής περιβάλλοντος – τμήμα Πολιτικών Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ.

Ενυδρειοπονία για την καλλιέργεια γλιστρίδας και τσιπούρας

Ενδιαφέρον παρουσίασε και η μελέτη για τη συνδυασμένη καλλιέργεια της γλιστρίδας και της τσιπούρας σε συστήματα ενυδρειοπονίας ως μια πρακτική βιώσιμης ανάπτυξης στην αγροτική παραγωγή. Την ερευνητική εργασία εκπόνησαν οι Ιωάννης Ιωαννίδης, Χαριτίνη Τσαντήλα, Ευσταθία Πατσέα, Ελένη Μεντέ και Νικόλαος Βλάχος.

Μελετήθηκε για πρώτη φορά η επίδραση διαφορετικών επιπέδων διατροφής των ψαριών ανά ημέρα, με στόχο την ανάπτυξη και την επιβίωση των ιχθυδίων τσιπούρας και ατόμων γλιστρίδας και τον προσδιορισμό της διατροφής που επιφέρει τα βέλτιστα αποτελέσματα απόδοσης σε ένα ενυδρειοπονικό σύστημα.

Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε εργαστηριακές συνθήκες επί 30 ημέρες, είχε τεχνητό φωτισμό και χρησιμοποιήθηκε υφάλμυρο νερό. Χρησιμοποιήθηκαν συνολικά 90 ιχθύδια τσιπούρας και 12 άτομα γλιστρίδας, τα οποία μοιράστηκαν σε τρία διαφορετικά συστήματα ενυδρειοπονίας. Γενικότερα, αυτό που διαφάνηκε ήταν ότι η τσιπούρα και η γλιστρίδα αναπτύσσονται ικανοποιητικά στο υφάλμυρο σύστημα ενυδρειοπονίας και επιπρόσθετα η γλιστρίδα παρουσιάζει αυξημένη επιβίωση και καλύτερη ανάπτυξη όταν καλλιεργείται σε υφάλμυρο νερό συγκεκριμένης αλατότητας.

Η αλατότητα, όμως, δεν περιορίζει την απορροφητικότητα του φυτού στα θρεπτικά συστατικά.