Μιντζί: Το θρακιώτικο αγροτικό έθιμο που άνθησε στο ξεκίνημα της μεταπολεμικής Ελλάδας
Στα πρώτα χρόνια της μεταπολεμικής αγροτικής Ελλάδας, με τις δύσκολες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες κι όταν η εκμηχάνιση της γεωργικής δραστηριότητας ήταν ακόμη στα σπάργανα, μία από τις καθημερινές καλοκαιρινές αγροτικές συνήθειες, που έγινε τελικά έθιμο, ήταν το μιντζί. Η βοήθεια που προσέφεραν φίλοι, συγγενείς και γείτονες σε ένα αγροτικό σπίτι, προκειμένου να ενισχύσουν χειρωνακτικά την προετοιμασία των προϊόντων μετά τη συγκομιδή.
Το μιντζί ήταν θρακιώτικο έθιμο, που όμως βρήκε εύκολα πεδίο εφαρμογής σε πολλές περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας και όπου υπήρχε έντονο το θρακιώτικο στοιχείο, όπως στο χωριό Πεδινό του Κιλκίς.
«Το μιντζί γινόταν τα βράδια του καλοκαιριού και με το τέλος των αγροτικών εργασιών. Εγώ δεν το έζησα, αλλά άκουγα από περιγραφές της μητέρας μου, Ελένης, αυτές τις ιστορίες, αφού ήταν και η ίδια από αγροτική οικογένεια και το έζησε», αναφέρει ο συνταξιούχος Κώστας Προδανάς.
«Εδώ στην περιοχή μας είχαμε σιτάρια και καλαμπόκια σε μεγάλες εκτάσεις, οπότε πήγαιναν κάθε βράδυ στο σπίτι κάποιου που είχε ανάγκη και τον βοηθούσαν να τα καθαρίσει. Έπαιρναν τις ξύστρες και έβγαζαν τα σπυριά από τα καλαμπόκια ή θα βοηθούσαν στο σιτάρι στα αλώνια. Αν υπήρχαν σουσάμια βοηθούσαν και σε αυτή την καλλιέργεια», εξηγεί.
Αλληλεγγύη και κέφι
Το μιντζί δεν ήταν μόνο μια απλή συνήθεια της αγροτικής καθημερινότητας. Συμβόλιζε την αλληλεγγύη, τη συμπαράσταση, την ομαδικότητα, το ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο που είχε ανάγκη, την ενότητα. Συμβόλιζε, όμως, και τη λαχτάρα για επικοινωνία, για χαρές και γλέντια.
«Το μιντζί στο Πεδινό γινόταν σε σπίτια ανθρώπων που συνήθως είχαν πρόβλημα. Ο κόσμος βοηθούσε, βάζοντας περισσότερα εργατικά χέρια για να κάνουν αγροτικές εργασίες, τους ανήμπορους, τους οικονομικά αδύνατους, τις χήρες με τα ορφανά. Ήταν μια βοήθεια και ένδειξη συμπαράστασης στους ανθρώπους που είχαν ανάγκη για να τελειώσουν γρήγορα τις δουλειές τους και να βγάλουν χρήματα ώστε να ζήσουν», σημειώνει ο κ. Προδανάς.
Μιντζί μπορεί να γινόταν και σε άλλα σπίτια, από άλλες γειτονιές του χωριού. Οι κάτοικοι συνεννοούνταν σε ποιο σπίτι θα προσφέρουν τη βοήθειά τους. Σχημάτιζαν παρέες, δούλευαν ασταμάτητα και με το τέλος των εργασιών τραγουδούσαν, έτρωγαν και, γενικά, γλεντούσαν.
«Πρέπει να πω ότι η κάθε γειτονιά είχε το δικό της μιντζί. Κάθε μέρα γινόταν ένα πρόγραμμα, ‘‘σήμερα θα πάμε στης Μαργάκης (της Μαριγούλας)’’, έλεγαν. Το έλεγε ο ένας στον άλλον και πήγαιναν το βράδυ και έκαναν μιντζί. Έκαναν δουλειές και συγχρόνως είχαν και τα νυχτέρια τους, τις παρέες τους, τα τραγούδια τους, τα γλέντια τους, ενώ αν υπήρχαν και όργανα, μπορεί και να χόρευαν. Τα συνδύαζαν όλα. Ψυχαγωγία και δουλειά μαζί», καταλήγει ο κ. Προδανάς.