Μισάνοιχτη αφήνουν την πόρτα της Mere αρκετοί προμηθευτές

Προβληματίζουν οι χαμηλές τιμές που δίνει η ρωσική αλυσίδα, δελεάζουν οι επιπλέον όγκοι και οι εβδομαδιαίες πληρωμές

Mε ιδιαίτερα χαμηλές τιμές και σχετικά μικρή προς το παρόν ποικιλία προϊόντων, αμφότερα αναμενόμενα βάσει των όσων είχαν διαρρεύσει τους προηγούμενους μήνες, έκανε το ντεμπούτο της στην ελληνική αγορά η ρωσική εκπτωτική αλυσίδα Mere.

Το πρώτο κατάστημα του λιανεμπορικού ομίλου Torqservis, ο οποίος στη χώρα «καταγωγής» του δραστηριοποιείται με το σήμα Svetfor, λειτουργεί εδώ και λίγες μέρες στη Λάρισα, ενώ το επόμενο, όπως όλα δείχνουν, θα ανοίξει στην Τρίπολη. Τη σκυτάλη θα πάρουν, στη συνέχεια, η Κόρινθος και το Αγρίνιο (για τα καταστήματα των οποίων η εταιρεία βρίσκεται ήδη, σύμφωνα με το site της, σε αναζήτηση διευθυντή), αλλά και ο Λαγκαδάς Θεσσαλονίκης. Παράλληλα, οι ιθύνοντες της αλυσίδας «σκανάρουν» αρκετές περιοχές της χώρας για κατάλληλα προς ενοικίαση κτήρια, δείχνοντας προτίμηση σε πυκνοκατοικημένες περιοχές και πόλεις με πληθυσμό τουλάχιστον 25.000 κατοίκων.

«Ψάχνεται» και για δεύτερο

Το παρθενικό κατάστημα στη Λάρισα βρίσκεται επί της οδού Αθ. Λαγού, κοντά στο 8ο Γυμνάσιο και στο κτήριο της τοπικής ΔΕΥΑ. Το σημείο, όπου παλαιότερα στεγαζόταν η Αρβανιτίδης και πριν από αυτή η Μαρινόπουλος, δίνει τη δυνατότητα στη Μere να καλύψει, πέρα από ένα σημαντικό κομμάτι της πόλης και πολλά από τα γύρω χωριά. Τοπικές πηγές αναφέρουν στην «ΥΧ» ότι η αλυσίδα εξετάζει το άνοιγμα και δεύτερου καταστήματος στην Λάρισα και, μάλιστα, φέρεται να έχει ήδη προσεγγίσει επί τούτου κάποιους ιδιοκτήτες ακινήτων.

Ωστόσο, αυτό πιθανότατα θα εξαρτηθεί από την εμπορική πορεία του πρώτου. Επί του παρόντος, η προσέλευση των πελατών στο κατάστημα επί της οδού Λαγού κρίνεται αρκετά ικανοποιητική. Πέρα από την εύλογη περιέργεια για το καινούργιο εγχείρημα, ως μαγνήτης για τους καταναλωτές λειτουργούν φυσικά οι τιμές «στο ράφι», οι οποίες, όπως είχε προαναγγείλει η αλυσίδα, είναι χαμηλότερες σε ποσοστό που, για ορισμένες κατηγορίες, ξεπερνά το 50% σε σύγκριση με τους αντίστοιχους κωδικούς άλλων αλυσίδων. Πρόκειται, βέβαια, για προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, ενώ και ο όρος «στο ράφι» εν προκειμένω είναι… σχετικός, αφού η εικόνα του καταστήματος θυμίζει περισσότερο αποθήκη και λιγότερο μια συμβατική σάλα σούπερ μάρκετ.

Αυτό, όμως, είναι κάτι που συνάδει με τη γενικότερη φιλοσοφία της hard discount αλυσίδας, η οποία στον ιστότοπό της ξεκαθαρίζει ότι απευθύνεται, κατά κύριο λόγο, σε «price hunters (κυνηγούς τιμών) που ψάχνουν για αγαθά σε τιμές ευκαιρίας και εξαιρετικές προσφορές» και, γενικότερα, σε καταναλωτές «που θέλουν να ψωνίζουν σε ανταγωνιστικές τιμές χωρίς να πληρώνουν υπερβολικά για μάρκετινγκ, όμορφα σχεδιασμένα και διακοσμημένα ράφια και περιοχές πωλήσεων».

«Όχι» από γνωστά ονόματα

Στην ιστοσελίδα της Mere γίνεται λόγος για απευθείας συνεργασίες με ντόπιους προμηθευτές, μικρούς και μεγάλους, καθώς και για προτίμησή της στα ελληνικά προϊόντα. Ωστόσο, είναι γεγονός ότι στις μέχρι στιγμής συζητήσεις της με εγχώριες μεταποιητικές εταιρείες έχει εισπράξει αρκετές αρνήσεις.

Σύμφωνα με πληροφορίες της «ΥΧ», η αλυσίδα προσέγγισε τουλάχιστον δύο μεγάλες επιχειρήσεις παραγωγής ρυζιού και οσπρίων καθώς και μια βιομηχανία ζυμαρικών. Σε όλες τις περιπτώσεις, ωστόσο, κρίθηκε από τους εμπλεκόμενους είτε ότι η συνεργασία ήταν ασύμφορη είτε ότι δεν είχε κάποια προοπτική.

Όπως έχει γράψει η «ΥΧ», η Μere εμφανίζεται διατεθειμένη να δουλέψει με ένα περιθώριο κέρδους επί της τιμής πώλησης (margin) της τάξης του 15%, τη στιγμή που οι υπόλοιπες αλυσίδες στη χώρα δουλεύουν με ένα μίνιμουμ 35%. Με τα χαμηλά λειτουργικά της έξοδα και το ιδιαίτερο μοντέλο λειτουργίας που έχει υιοθετήσει είναι σε θέση να υποστηρίξει τα νούμερα αυτά και να τα «μεταφράσει» σε χαμηλότερες τιμές καταναλωτή. Ωστόσο, επιχειρηματίας από τον χώρο των τροφίμων που συνομίλησε το προηγούμενο διάστημα μαζί της σημειώνει στην «ΥΧ» ότι του ζητήθηκαν κι επιπλέον εκπτώσεις 20% σε σχέση με τις τιμές που πουλά στους μεγάλους λιανέμπορους, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα οι συζητήσεις να μην τελεσφορήσουν.

Στον αντίποδα, η Mere δεσμεύεται για «αυτόματες πληρωμές κάθε εβδομάδα για ό,τι έχει πωληθεί στη διάρκειά της», καθώς και για διαφανείς και ειλικρινείς συναλλαγές «δίχως κρυφές χρεώσεις ή επιβαλλόμενες εκ των υστέρων εκπτώσεις».

«Οι τιμές που αναφέρονται στη σύμβαση προμηθείας είναι οι τιμές που λαμβάνει ο προμηθευτής στον τραπεζικό του λογαριασμό», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην ιστοσελίδα της. Οι όροι αυτοί, ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με τις πληρωμές, σε συνδυασμό με το δέλεαρ του επιπλέον όγκου πωλήσεων, φαίνεται ότι έχουν ωθήσει ορισμένους Έλληνες προμηθευτές να προχωρήσουν τελικά σε συνεργασία μαζί της. Μεταξύ αυτών, κάποια συσκευαστήρια φρούτων καθώς και γνωστός διανομέας μέσω του οποίου βρέθηκαν στα ράφια της αλυσίδας προϊόντα μεγάλης βιομηχανίας μεταποίησης ντομάτας.

Ιταλία και Μεγάλη Βρετανία οι επόμενοι σταθμοί

H άφιξη στην Ελλάδα αποτελεί μέρος του ευρύτερου πλάνου επέκτασης της Mere, η οποία ως Svetfor ξεκίνησε να δραστηριοποιείται στη Ρωσία το 2009 και πέρασε για πρώτη φορά τα σύνορα της χώρας το 2017, ανοίγοντας γραφεία στη Ρουμανία. Πλέον, δηλώνει «παρούσα», μεταξύ άλλων, στη Γερμανία, στην Πολωνία, στην Ουκρανία, στη Σερβία και στην Ιταλία και οι επόμενοι «σταθμοί» της θα είναι, όπως όλα δείχνουν, η Ισπανία και η Αγγλία.

Στην ιβηρική χώρα πρόκειται να λειτουργήσουν μέσα στο επόμενο διάστημα τρία καταστήματα (δύο στη Βαλένθια κι ένα στη Μαδρίτη), ενώ στο Ηνωμένο Βασίλειο η αλυσίδα έχει ήδη θέσει σε λειτουργία ιστοσελίδα όπου αναφέρει ότι βρίσκεται σε συζητήσεις με ιδιοκτήτες ακινήτων και μεσίτες στο πλαίσιο της αναζήτησης των κατάλληλων σημείων. Παράλληλα, έχουν ξεκινήσει και οι πρώτες επαφές με εν δυνάμει προμηθευτές.

Σε πρώτη φάση, αναμένεται να λειτουργήσουν στη Μεγάλη Βρετανία τέσσερα καταστήματα Mere, το πρώτο εκ των οποίων θα λειτουργήσει εντός του Ιουνίου στο Preston. Η εταιρεία υπόσχεται τουλάχιστον 1.200 κωδικούς βασικών προϊόντων και τιμές χαμηλότερες από 20% έως 30% σε σύγκριση με τους υπόλοιπους discounters.