Mουδιασμένη η αγορά λιπασμάτων παρά την υποχώρηση των τιμών

Δύσκολο χειμώνα προβλέπει η βιομηχανία λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης των αγροτών

Σε τροχιά αποκλιμάκωσης έχουν εισέλθει οι τιμές των λιπασμάτων στη διεθνή αγορά, δίχως ωστόσο αυτό μέχρι στιγμής να συνοδεύεται από κάποια αξιοσημείωτη ανάκαμψη της κατανάλωσης, η οποία δυσκολεύεται να ανακτήσει τον βηματισμό της ύστερα από ένα δύσκολο 2022.

Παράγοντες του κλάδου μάλιστα εκφράζουν τον φόβο ότι, καθώς οι τιμές των δημητριακών και των υπόλοιπων αγροτικών προϊόντων απομακρύνονται σταδιακά από τα υψηλά των προηγούμενων μηνών, η ζήτηση θα γίνει ακόμα πιο υποτονική, λόγω της επιδείνωσης της οικονομικής κατάστασης των παραγωγών.

Όπως σημειώνει σε πρόσφατη έκθεσή της η Rabobank, οι τιμές των λιπασμάτων άρχισαν να παίρνουν την ανιούσα στο πρώτο εξάμηνο του 2021, λόγω των προβλημάτων διαθεσιμότητας που «γέννησε» η πανδημία. Ο πόλεμος στην Ουκρανία ήρθε να ρίξει ακόμα περισσότερο… λάδι στη φωτιά, με αποτέλεσμα οι τιμές να αναρριχηθούν σε επίπεδα ρεκόρ, πέριξ των οποίων συνέχισαν να κινούνται καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια της περσινής χρονιάς.

Όπως εξηγεί η τράπεζα, ο μόνος λόγος που στο διάστημα αυτό τα λιπάσματα δεν έγιναν… απλησίαστα για τους παραγωγούς, όπως είχε συμβεί για παράδειγμα στην κρίση του 2009, ήταν η σχεδόν ταυτόχρονη άνοδος των τιμών των αγροτικών προϊόντων. Πλέον, «οι τιμές των περισσότερων λιπασμάτων σταδιακά επιστρέφουν στους ιστορικούς μέσους όρους τους και ορισμένα από αυτά, όπως η ουρία, ήδη βρίσκονται κάτω από αυτούς. Την ίδια στιγμή, για κάποια τουλάχιστον αγροτικά εμπορεύματα, οι τιμές βρίσκονται πάνω από τους ιστορικούς μέσους όρους, κυρίως λόγω των περιορισμένων αποθεμάτων», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Bruno Fonseca, αναλυτής Αγροτικών Εφοδίων της Rabobank.

Πιο προσιτά μεν, αλλά…

Το σκηνικό αυτό αποτυπώνεται και στον Δείκτη Προσιτών Τιμών (Affordability Index), ένα βασικό αναλυτικό εργαλείο που παρακολουθεί η βιομηχανία, το οποίο αντανακλά τη δυνατότητα των αγροτών να προμηθευτούν λιπάσματα. Ο εν λόγω δείκτης απαρτίζεται από δύο «καλάθια»: Ένα με τις τιμές βασικών αγροτικών προϊόντων και ένα με τις τιμές των κυριότερων λιπασμάτων. Όσο υψηλότερος είναι ο δείκτης αυτός, τόσο πιο προσιτά θεωρούνται τα λιπάσματα για τους παραγωγούς. Σύμφωνα με την Rabobank, ο Δείκτης Προσιτών Τιμών έχει επανέλθει σε θετικό έδαφος τους τελευταίους μήνες και όταν συμβεί το ίδιο με τον κινητό μέσο όρο του (moving average) για το τελευταίο 12μηνο, θα μπορούμε να μιλάμε για το τέλος του αρνητικού κύκλου που άρχισε στα τέλη του 2021.

Αυτό ωστόσο δεν αναμένεται να μεταφραστεί σε άμεση αύξηση της κατανάλωσης. Η τράπεζα σημειώνει στην ανάλυσή της ότι, με την εξαίρεση κάποιων περιοχών, σε παγκόσμιο επίπεδο «μπορεί να χρειαστούν από δύο έως τρία χρόνια έως ότου η κατανάλωση επανέλθει σε φυσιολογικούς ρυθμούς». Ο ρυθμός ανάκαμψης, σύμφωνα με τη Rabobank, θα εξαρτηθεί από το διάστημα στο οποίο ο Δείκτης Προσιτών Τιμών θα παραμείνει σε θετικό έδαφος.

Η εξέλιξη του Δείκτη Προσιτών Τιμών από το 2008 έως σήμερα

«Όσο φτωχαίνει ο παραγωγός, η ζήτηση πέφτει»

Στον βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, πάντως, τα σημάδια δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. «Πράγματι, ο Δείκτης Προσιτών Τιμών εδώ και δύο-τρεις μήνες έχει θετικό πρόσημο και οι τιμές σε όλα σχεδόν τα λιπάσματα έχουν υποχωρήσει. Παράλληλα, όμως, βλέπουμε ότι μειώνεται και η κατανάλωση, κάτι που σημαίνει ότι το πιθανότερο είναι οι τιμές να συνεχίσουν να πέφτουν», λέει στην «ΥΧ» έμπειρο στέλεχος της ελληνικής αγοράς. Όπως ο ίδιος προσθέτει, το στοιχείο που κάνει τη διαφορά και δεν αφήνει τη ζήτηση να αναζωπυρωθεί είναι η πτώση των τιμών των δημητριακών και, ευρύτερα, των αγροτικών προϊόντων. «Η πτώση αυτή λειτουργεί τόσο στο ψυχολογικό επίπεδο, όσο και στο πρακτικό-πραγματικό. Με απλά λόγια, όσο φτωχαίνει ο παραγωγός, τόσο η ζήτηση για λιπάσματα εξασθενεί», αναφέρει χαρακτηριστικά, εκτιμώντας ότι αυτό θα αποτυπωθεί στις πωλήσεις λιπασμάτων την ερχόμενη καλλιεργητική σεζόν.

Όπως σημειώνει, μάλιστα, η δική του εταιρεία προετοιμάζεται για τον χειμώνα με βάση αυτό το δυσμενές σενάριο. «Στο σκληρό σιτάρι, για παράδειγμα, έχουμε βάλει αρκετά χαμηλά τον πήχη αναφορικά με τους όγκους που αναμένουμε να πουλήσουμε.

Όταν πέρυσι ο παραγωγός πούλησε μεταξύ 400 και 500 ευρώ/τόνο και φέτος η τιμή, όπως ακούγεται, θα είναι στα 250-260 ευρώ/τόνο, είναι προφανές ότι δύσκολα θα επενδύσει σε μεγάλες ποσότητες λιπασμάτων. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι η τιμή τους θα έχει πέσει στο μισό», υπογραμμίζει το ίδιο στέλεχος.

Μεγάλη η διόρθωση στα αζωτούχα

Η διόρθωση των τιμών είναι πιο εμφανής στα αζωτούχα λιπάσματα τα οποία, σύμφωνα με τον συνομιλητή μας, έχουν επιστρέψει σχεδόν στα προ πανδημίας επίπεδα. «Ενδεικτικά, η ουρία βρίσκεται τώρα στα 330-340 δολάρια/τόνο FOB, όταν είχε φτάσει κάποια στιγμή στα 1.000 δολάρια. Αντίστοιχα, η αμμωνία από τα 1.400- 1.500 δολάρια πλέον έχει υποχωρήσει στα 300 δολάρια/τόνο FOB.

Όπως είναι γνωστό, οι τιμές των αζωτούχων λιπασμάτων συνδέονται άμεσα με εκείνες του φυσικού αερίου, το οποίο πλέον βρίσκεται στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων δύο ετών. Στην ανάλυσή της, η Rabobank σημειώνει ότι η αποκλιμάκωση των τιμών του φυσικού αερίου «πέρασε» στις τιμές της αμμωνίας, ωστόσο στην ουρία η πτωτική τάση είχε ξεκινήσει αρκετά νωρίτερα, σε μια προσπάθεια της αγοράς να «ξυπνήσει» την κατανάλωση. Η τράπεζα αναμένει ότι οι τιμές της ουρίας θα παραμείνουν σχετικά σταθερές το 2023, γεγονός που στη χειρότερη περίπτωση θα κρατήσει τη ζήτηση στα σημερινά επίπεδα, ενώ στην καλύτερη θα της δώσει μια μικρή ώθηση, ώστε να επανέλθει σε πιο υγιή επίπεδα το 2024.

Δεν σηκώνει κεφάλι η ζήτηση σε φωσφορικά και καλιούχα

Σε σύγκριση με τα αζωτούχα, στα φωσφορικά και στα καλιούχα λιπάσματα η πτώση των τιμών ήταν έως τώρα πιο συγκρατημένη, όμως και εδώ το σκηνικό αρχίζει να παραπέμπει, αμυδρά έστω, σε κάποια κανονικότητα.

«Τα προϊόντα φωσφόρου σήμερα πωλούνται στα 500-550 δολάρια/τόνο, τιμή που σίγουρα δεν είναι χαμηλή, δεν είναι όμως και πρωτόγνωρη», σχολιάζει στέλεχος της αγοράς στην «ΥΧ». Σύμφωνα με τη Rabobank, οι τιμές στην κατηγορία αυτή κλιμακώθηκαν απότομα μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία και παρέμειναν υψηλές για σχεδόν όλο το 2022, παρά το γεγονός ότι η ζήτηση για αυτά υποχώρησε σημαντικά. Η αντοχή αυτή αποδίδεται εν μέρει στις μειωμένες ποσότητες που εξήγαγε η Κίνα, προκειμένου να καλύψει τις εσωτερικές εποχικές της ανάγκες. Ενδεχόμενη αύξηση των κινεζικών εξαγωγών, σύμφωνα με την τράπεζα, θα μπορούσε αν όχι να πυροδοτήσει, τουλάχιστον να λειτουργήσει υποστηρικτικά σε μια καθοδική πορεία των τιμών.

Στα καλιούχα λιπάσματα, αν και οι τιμές εξακολουθούν να βρίσκονται σε πτωτικό κανάλι, η ζήτηση δεν ανταποκρίνεται. Καθοριστική εδώ, σύμφωνα με τη Rabobank, αποδεικνύεται η μεγάλη προσφορά, δεδομένου ότι η Λευκορωσία, παρά τις κυρώσεις της ΕΕ και των ΗΠΑ, φαίνεται πως συνεχίζει να κερδίζει μερίδια στην παγκόσμια αγορά. Εφόσον αυτό συνεχιστεί, όπως αναμένουν άλλωστε και οι περισσότεροι αναλυτές, η αύξηση των εξαγόμενων ποσοτήτων πιθανότατα θα ασκήσει ακόμα μεγαλύτερη πίεση στις τιμές.