Νέες ποικιλίες ζητά η αγορά επιτραπέζιου σταφυλιού

Το μέλλον και οι προοπτικές του κλάδου μέσα από τα μάτια ενός από τους μεγαλύτερους breeders παγκοσμίως

των Μαρίας Αντωνίου, Γιάννη Τσατσάκη

Ενώπιον ανατροπών και σημαντικών ανακατατάξεων βρίσκεται η παγκόσμια αγορά επιτραπέζιου σταφυλιού, με την ανάδειξη νέων ή την ενίσχυση υφιστάμενων περιφερειακών παικτών, όπως η γειτονική Τουρκία, να δημιουργούν εκ των πραγμάτων σοβαρές προκλήσεις και για τους Έλληνες παραγωγούς.

Τα διόλου ενθαρρυντικά στοιχεία για την εξέλιξη της φετινής εξαγωγικής σεζόν, που έδωσε την περασμένη εβδομάδα στη δημοσιότητα ο Incofruit-Hellas, θα μπορούσαν να εκληφθούν, μεταξύ άλλων, και ως καμπανάκι για την κατεύθυνση και τις επιλογές που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα μας.

Μιλώντας με αριθμούς, μέχρι τις 14 Ιανουαρίου 2022 είχαν εξαχθεί 60.977 τόνοι έναντι 72.603 τόνων το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι, κάτι που σημαίνει ότι η φετινή καμπάνια κλείνει με πτώση της τάξης του 16% στους εξαγόμενους όγκους. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ειδικό σύμβουλο του Συνδέσμου, Γιώργο Πολυχρονάκη, αν και το συνολικό πρόσημο είναι αρνητικό και η αξιολόγηση της καμπάνιας, όσον αφορά τις κύριες ποικιλίες, δεν απέχει πολύ από το να χαρακτηρισθεί προβληματική, υπάρχουν θετικές ενδείξεις για τις επιδόσεις των νέων ποικιλιών, οι οποίες, κατά τον ίδιο, δείχνουν «τον δρόμο για την επίσπευση της υλοποίησης του προγράμματος αναδιάρθρωσης των καλλιεργειών».

Τη στροφή σε νέες ποικιλίες, οι οποίες καλύπτουν τις σύγχρονες καταναλωτικές ανάγκες εντοπίζει ως μία από τις κινητήριες δυνάμεις της αγοράς για το άμεσο μέλλον ο David Marguleas (φωτό), επικεφαλής της Sun World, ενός από τους μεγαλύτερους breeders στον κλάδο των επιτραπέζιων σταφυλιών και των πυρηνόκαρπων παγκοσμίως, με παρουσία τόσο στο Νότιο όσο και στο Βόρειο Ημισφαίριο.

Σε συνέντευξη που παραχώρησε πρόσφατα στο περιοδικό Vision Fruticola, ο κ. Marguleas προβλέπει ότι οι νέες ποικιλίες αποτελούν ένα κομμάτι της αγοράς που θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς, όπως και την προηγούμενη δεκαετία, σημειώνοντας ωστόσο ότι χρειάζεται σκληρή δουλειά, ώστε τα νέα είδη που θα λανσάρονται να ανταποκρίνονται στις καταναλωτικές προσδοκίες. «Όλο και περισσότερο εξετάζουμε νέες τεχνολογίες, όχι γενετικές τροποποιήσεις, αλλά μοριακής παραγωγής που θα επιτρέπουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και ακρίβεια ως προς το προφίλ γεύσης και τα χαρακτηριστικά που ζητούν οι καταναλωτές», αναφέρει χαρακτηριστικά, δίνοντας και το στίγμα της προσέγγισης που ακολουθεί η εταιρεία του.

Αναδυόμενος παίκτης η Τουρκία

Ο ίδιος θεωρεί ότι αγορές που θεωρούνται ώριμες, όπως της Ευρώπης και των ΗΠΑ, έχουν ακόμα αρκετά περιθώρια ανάπτυξης. Παράλληλα, όπως σημειώνει, αναδεικνύονται νέες παραγωγικές δυνάμεις που προμηθεύουν σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό φρούτα πέραν των παραδοσιακών περιόδων εφοδιασμού, καθώς και χώρες του Βόρειου Ημισφαιρίου, που επιδιώκουν να ανοίξουν καινούργια «εφοδιαστικά παράθυρα».

Την ίδια στιγμή, κράτη όπως η Τουρκία, η Ινδία και η Κίνα εντάσσονται στις δυνάμεις που έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν μακροπρόθεσμα ανατροπές στην αγορά, καθώς μετεξελίσσονται σε περισσότερο εξαγωγικούς παίκτες μέσω της στροφής τους σε πιο σύγχρονες, συνήθως άσπερμες ποικιλίες.

Ο κ. Marguleas χαρακτηρίζει «αναζωογονητικό» τον ενθουσιασμό και την κινητικότητα που επικράτησε τα τελευταία χρόνια στις πωλήσεις στο κομμάτι του οργανωμένου λιανεμπορίου, προσθέτοντας ότι κρίσιμη ήταν και η συνδρομή της βιομηχανίας συσκευασίας η οποία, με νέες καινοτομίες, επέτρεψε την προώθηση των προϊόντων στα σούπερ μάρκετ, δίνοντας παράλληλα έμφαση στην παράμετρο της βιωσιμότητας.

Παράλληλα, όπως υπογραμμίζει, το branding κερδίζει διαρκώς στις περισσότερες ευρωπαϊκές αγορές.

Μονόδρομος η αυτοματοποίηση

«Η αυτοματοποίηση είναι κάτι που θα πρέπει να αγκαλιάσει ο κλάδος, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από αυτόν που είμαστε έως σήμερα διατεθειμένοι να αποδεχτούμε», υπογραμμίζει ο κ. Marguleas, καθώς παγκοσμίως καταγράφεται έλλειψη εργατικών χεριών και αυξανόμενο κόστος εισροών, κάτι που, όπως σημειώνει, δεν ισχύει μόνο στο επιτραπέζιο σταφύλι, αλλά και σε άλλες καλλιέργειες έντασης εργασίας.

Kατά τον ίδιο, υπάρχουν τεχνολογίες που μπορούν και πρέπει να αξιοποιηθούν από όλους τους εμπλεκόμενους στον κλάδο, ενώ οι συνεργασίες μεταξύ καλλιεργητών και εξαγωγέων στο κομμάτι της προσφοράς θα μπορούσαν να συμβάλουν στη μείωση του κόστους και στην αύξηση των περιθωρίων κερδοφορίας για όλους όσοι συμμετέχουν στην αλυσίδα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Sun World ιδρύθηκε το 1976 και αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους παίκτες διεθνώς στο επιτραπέζιο σταφύλι και στα πυρηνόκαρπα, έχοντας αποκτήσει το 1989 τη Superior Farming Company. Το 2019, οι αγροτικές και εμπορικές δραστηριότητές της πουλήθηκαν, με την εταιρεία να επικεντρώνεται πλέον στη δημιουργία νέων ποικιλιών, με τον David Marguleas, γιο του ιδρυτή, να αναλαμβάνει θέση διευθύνοντος συμβούλου. Πέρυσι, η Sun World εξαγοράστηκε από τον βρετανικό επενδυτικό όμιλο Βridgepoint.