Νέοι Αγρότες: Τα μέτρα του ΠΑΑ αποτελούν μόνο την αρχή για την ανανέωση της γεωργίας

Η άρνηση των νέων να ενταχθούν στο αγροτικό επάγγελμα και να διαδεχθούν όσους αποχωρούν θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες απειλές ανάπτυξης της Γεωργίας και της συνοχής της υπαίθρου. Η αντιμετώπιση του προβλήματος συχνά ταυτίζεται με την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εγκατάσταση νέων, άποψη ωστόσο που είναι ξεπερασμένη.

γράφει ο Δημήτρης Γούσιος, καθηγητή Παν. Θεσσαλίας

Το ζητούμενο πλέον είναι όχι απλώς η αρχική εγκατάσταση, αλλά η ύπαρξη ενός μηχανισμού υποστήριξης και προσανατολισμού σε προϊόντα υψηλής αξίας και γνώσης, η αντιμετώπιση της έλλειψης χρηματοδότησης, της πρόσβασης σε δικαιώματα παραγωγής και γης.

Η πολιτική της ανανέωσης του γεωργικού πληθυσμού και της αναζωογόνησης της υπαίθρου, για να είναι επιτυχής και να αποδώσει μακροπρόθεσμα, δεν μπορεί να περιοριστεί στη χρηματοδότηση της πρώτης εγκατάστασης νέων στην ύπαιθρο, ιδιαίτερα δε με τον τρόπο που αυτή εφαρμόζεται. Η υιοθέτηση από την Ελλάδα του στρατηγικού στόχου της μετάβασης από την εντατική γεωργία παραγωγής αγροτροφίμων χαμηλής εμπορευματικής αξίας στην εδαφική γεωργία υψηλής προστιθέμενης αξίας αναδεικνύει την ανάγκη μιας νέας πιο ολοκληρωμένης προσέγγισης του ζητήματος της ανανέωσης του γεωργικού πληθυσμού.

Η εφαρμογή των μέτρων εγκατάστασης νέων γεωργών των Προγραμμάτων Αγροτικής Ανάπτυξης συνδέθηκε εξαρχής με την απορρόφηση των σχετικών ευρωπαϊκών κονδυλίων, παραβλέποντας τη βιωσιμότητα των επιμέρους σχεδίων μακροπρόθεσμα. Αυτή θα μπορούσε να αξιολογηθεί με βάση τον τελικό χρόνο παραμονής στην εκμετάλλευση του νεοεγκαστεστημένου αγρότη και την αύξηση της αξίας παραγωγής. Όμως, τα κριτήρια που υιοθετούνται για την επιλογή των υποψηφίων δεν επιτρέπουν να αξιολογηθεί, ταυτόχρονα, ούτε η ικανότητα παραμονής στο επάγγελμα ούτε η υιοθέτηση της εδαφικής γεωργίας υψηλής αξίας από τον υποψήφιο.

Σήμερα, η προσέγγιση της εγκατάστασης νέων αγροτών οφείλει να λάβει υπόψη, πέρα από τις ιδιαιτερότητες του πρωτογενούς τομέα [μικρές εκμεταλλεύσεις, έλλειψη συνεργασίας και (δι)επαγγελματικής οργάνωσης], και τις νέες προοπτικές που διαγράφονται γι’ αυτόν. Για πρώτη φορά ο συνδυασμός παραγόντων, τόσο εξωτερικών (πολιτικές, στροφή καταναλωτών προς προϊόντα ποιότητας και ταυτότητας) όσο και εσωτερικών (οικονομική κρίση, στροφή νέων προς τη γεωργία), δημιουργεί ένα νέο ευνοϊκό πλαίσιο για τον αναδιάρθρωση της ελληνικής γεωργίας.

Η σύνδεση της γεωργίας με το περιβάλλον και τους τόπους παραγωγής ενισχύουν την τοπική της διάσταση, ενώ, παράλληλα, της ανοίγουν τον δρόμο για παραγωγή διακριτών προϊόντων υψηλής αξίας και την ενίσχυση της μικρής οικογενειακής γεωργίας. Η δυνατότητα αυτή επιτρέπει έναν νέο τρόπο ανταγωνισμού βασισμένο πλέον όχι στη μείωση του κόστους παραγωγής, αλλά στην ανάδειξη αυτής της διακριτότητας. Αυτό σημαίνει ότι η κλαδική οργάνωση της γεωργικής δραστηριότητας δεν μπορεί πλέον να συμβάλει από μόνη της στην οικοδόμηση γεωργίας υψηλής αξίας. Μια τέτοια νέα γεωργία απαιτεί, ταυτόχρονα, ένα σύστημα συμβουλών προσαρμοσμένο σ’ αυτήν, σε συνδυασμό με την κινητοποίηση των φορέων που εκπροσωπούν την κάθε αγροτική περιοχή (συνεταιρισμοί, τοπική αυτοδιοίκηση κ.λπ.). Νέοι αγρότες και τοπικοί φορείς θα μπορούσαν να συνεργαστούν στο εσωτερικό νέων δομών υποστήριξης της γεωργίας υψηλής αξίας, οι οποίες θα οργανωθούν και θα λειτουργούν στην κλίμακα των δήμων ή δικτύων δήμων.

Οι εμπειρίες στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ δείχνουν ότι η πρώτη εγκατάσταση δεν εξαρτάται μόνο από τη χρηματοδότηση της ΚΑΠ, αλλά κυρίως από την ύπαρξη ενός μηχανισμού υποστήριξης της ένταξής τους σε μια αναδιαρθρωμένη εδαφική γεωργία, με γνώμονα την ποιοτική στροφή της κατανάλωσης και τη διασφάλιση τοπικά προστιθέμενης αξίας που αναδιανέμεται στις τοπικές κοινότητες. Δυστυχώς, ένας τέτοιος μηχανισμός δύσκολα μπορεί να στηριχθεί σήμερα στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, λόγω του προσανατολισμού τους για δεκαετίες προς συμβουλές, που συνδέονται κυρίως με την εντατική γεωργία (παραγωγή πρώτης ύλης χαμηλής αξίας). Επιπλέον, ένας νέος που αναζητά να επενδύσει καινοτομώντας σε μια γεωργία που αναδεικνύει τους πόρους και τις ιδιότυπες ποιότητες του τόπου παραγωγής αντιμετωπίζει πληθώρα γραφειοκρατικών εμποδίων, ιδιαίτερα στις ημιορεινές και ορεινές περιοχές.

Προκύπτει, τελικά, ότι η δημιουργία μιας νέας εκμετάλλευσης, προσανατολισμένης προς προϊόντα ταυτότητας, είναι πολύ πιο δύσκολο εγχείρημα απ’ ό,τι η διαδοχή σε μια ήδη λειτουργούσα εντατική εκμετάλλευση. Αυτήν τη ριζική διαφορά σε σχέση με το παρελθόν δεν μπορεί να τη διακρίνει και να τη στηρίξει ξεκάθαρα το υπομέτρο ενίσχυσης της εγκατάστασης νέων γεωργών με τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόζεται.