Νέος Εθνικός Κατάλογος Ποικιλιών, ένας βασικός κανονισμός για την αμπελουργία που έλειπε

Μια πολύ καλή βάση για την ανάπτυξη της ελληνικής αμπελουργίας και κατ’ επέκταση της ελληνικής οινοπαραγωγής αποτελεί, σύμφωνα με τους οινοποιούς, ο νέος Εθνικός Κατάλογος Ποικιλιών Αμπέλου που εκδόθηκε πριν από λίγες μέρες από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων.

«Ο νέος κατάλογος είναι κάτι που έπρεπε να γίνει και αποτελεί βάση για την εξέλιξη της ελληνικής αμπελουργίας», λέει χαρακτηριστικά στην «ΥΧ» ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου (ΣΕΟ), Γιάννης Βογιατζής. «Όσο θα προχωρά η ταυτοποίηση των ποικιλιών με την επιστημονική δουλειά που γίνεται, θα χρειαστεί και νέα επικαιροποίηση», προσθέτει.

Η αξία του εθνικού καταλόγου είναι μεγάλη, καθώς «αν κάποιος αναφέρει ότι έχει μια ποικιλία και αυτή δεν είναι εγγεγραμμένη στον εθνικό κατάλογο, είναι σαν να μην υπάρχει», σημειώνει ο κ. Βογιατζής. Δεν μπορούν οι αμπελουργοί να ζητούν άδειες φύτευσης για ποικιλίες που ούτε είναι εγγεγραμμένες στον κατάλογο, ούτε αναγράφονται στην ετικέτα.

Τώρα, για παράδειγμα, είναι θεσμοθετημένο ότι το μοσχοφίλερο είναι ‘‘μοσχοφίλερο’’, αλλά και ‘‘μαυροφίλερο’’, σύμφωνα με τον κατάλογο. Από την άλλη, ο εμπλουτισμός και η τακτική επικαιροποίηση του εθνικού καταλόγου, έτσι ώστε να εντάσσονται και νέες ποικιλίες για τις οποίες έχει γίνει επιστημονική τεκμηρίωση, βοηθά στην ανάπτυξη του ελληνικού αμπελώνα και στη διάσωση ποικιλιών που μπορεί να αποδειχτούν πολύτιμες για το οινικό μέλλον της χώρας.

Λαμπρό πεδίο δοκιμών και έρευνας

Πάντως, ήδη μέσα στον εθνικό κατάλογο υπάρχουν πολλές παλαιές ποικιλίες σταφυλιών, οι οποίες έχουν καταστεί πλέον άγνωστες στους αμπελουργούς και στους οινοποιούς, οπότε υπάρχει ήδη μεγάλο πεδίο δοκιμών και έρευνας. «Υπάρχουν ποικιλίες, οι οποίες βρίσκονται στον εθνικό κατάλογο, αλλά είναι σχετικά άγνωστες, οπότε πρέπει να καλλιεργηθούν συστηματικά και να αξιολογηθεί το οινικό τους δυναμικό, ώστε να ξέρουμε τι έχουμε στα χέρια μας», λέει ο κ. Βογιατζής.

«Υπάρχει μεγάλο πεδίο εξέλιξης», τονίζει. Την ίδια στιγμή, είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι καταγράφονται πληροφορίες που αφορούν, για παράδειγμα, το ποιος είναι ο διατηρητής του αρχικού φυτού-μάρτυρα κάθε ποικιλίας και αυτός είναι αναγνωρισμένος από το κράτος.

Οι περισσότερες ποικιλίες διατηρούνται από δημόσιους οργανισμούς και ινστιτούτα, ωστόσο, κάποιους κλώνους διατηρούν και ιδιώτες, οι οποίοι έχουν τη σχετική πιστοποίηση.