Ο ρόλος της βασικής λίπανσης στα χειμερινά σιτηρά
Στα σιτηρά, η συνήθης πρακτική που ακολουθείται περιλαμβάνει τη, πριν ή κατά τη διάρκεια της σποράς, και την επιφανειακή λίπανση την άνοιξη. Η βασική λίπανση στα χειμερινά σιταρά είναι κρίσιμη, καθώς εξασφαλίζει τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά για τη βέλτιστη ανάπτυξη της καλλιέργειας από την εγκατάστασή της για την ανάπτυξη και τις προϋποθέσεις για υψηλή απόδοση.
Περιλαμβάνει την ορθή παροχή μακροστοιχείων (άζωτο, φώσφορο, κάλιο), αλλά και μικροστοιχείων (σίδηρο, ψευδάργυρο, μαγγάνιο κ.ά.), ανάλογα με την κατάσταση του εδάφους, τα οποία είναι απαραίτητα για τη φυσιολογική ανάπτυξη του φυτού.
Η σωστή λίπανση, με ισορροπημένη παροχή μακροστοιχείων και μικροστοιχείων, είναι το «κλειδί» για υψηλές αποδόσεις και ποιοτική παραγωγή στα χειμερινά σιτηρά
Η ορθή παροχή μακροστοιχείων και μικροστοιχείων
Πιο συγκεκριμένα, το άζωτο (Ν) είναι ζωτικής σημασίας για τη βλάστηση, την ανάπτυξη του φυλλώματος, τη φωτοσύνθεση και την παραγωγή πρωτεϊνών, δείκτης υψηλής ποιότητας της καλλιέργειας. Κατά τη βασική λίπανση, εφαρμόζεται μέρος του συνολικού αζώτου πριν ή κατά τη σπορά, διότι η επάρκεια και η διαθεσιμότητά του κρίνονται αναγκαίες από τη σπορά έως και το στάδιο του ξεσταχυάσματος. Συνήθως, η παροχή αζώτου εφαρμόζεται κατά 25%-50% της συνολικής ποσότητας στην αρχή (βασική λίπανση) και το υπόλοιπο σε επιφανειακές δόσεις κατά το αδέλφωμα ή/και το ξεστάχυασμα.
Ο φώσφορος (P) είναι σημαντικός για την ανάπτυξη του ριζικού συστήματος, την ανθοφορία και τη διαχείριση της ενέργειας του φυτού. Χορηγείται εξ ολοκλήρου κατά τη βασική λίπανση λόγω της περιορισμένης κινητικότητάς του στο έδαφος. Το κάλιο (K) συμβάλλει στη ρύθμιση του νερού και στην αντοχή σε καταπονήσεις (ξηρασία, ψύχος, ασθένειες). Εφαρμόζεται όταν χρειάζεται, ιδιαίτερα σε εδάφη φτωχά σε Κ, εξ ολοκλήρου κατά τη βασική λίπανση. Τα μικροστοιχεία είναι απαραίτητα σε μικρές ποσότητες, αλλά συμβάλλουν σημαντικά στην ποιότητα και την ανάπτυξη των σιτηρών.
Ο ψευδάργυρος (Zn) είναι σημαντικό στοιχείο για την ανάπτυξη των ριζών και τη σύνθεση πρωτεϊνών. Η έλλειψη ψευδαργύρου είναι συχνή σε αλκαλικά εδάφη. Ο σίδηρος (Fe) βοηθά στη φωτοσύνθεση, ενώ η έλλειψή του προκαλεί χλώρωση στα φύλλα, κυρίως σε εδάφη με υψηλό pH. Το μαγγάνιο (Mn) συμμετέχει στη φωτοσύνθεση και στη σύνθεση ενζύμων. Ανεπάρκεια μαγγανίου εμφανίζεται κυρίως σε αμμώδη ή οργανικά εδάφη.
Το βόριο (B) είναι σημαντικό για την ανάπτυξη των κυττάρων και ενισχύει τη γονιμότητα των ανθέων. Τέλος, το μαγγάνιο (Mn) συμβάλλει στη φωτοσύνθεση και την αντοχή του φυτού στις καταπονήσεις, ενώ το μολυβδαίνιο (Mo) συμβάλλει στη χρήση του αζώτου από το φυτό. Επιπλέον, ο ρόλος των μικροστοιχείων στην ποιότητα είναι σημαντικός, καθώς αυξάνουν την περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη και γλουτένη, βελτιώνοντας τη μαγειρική ποιότητα, βοηθούν στην αποφυγή φυσιολογικών διαταραχών, όπως η χλώρωση, και ενισχύουν την ανθεκτικότητα στις ασθένειες. Η προσθήκη μικροστοιχείων γίνεται συχνά με διαφυλλικούς ψεκασμούς, αν και μπορούν να προστεθούν στη βασική λίπανση μέσω ειδικών λιπασμάτων.
Η σημασία της ανάλυσης του εδάφους
Η ανάλυση του εδάφους αποτελεί ίσως τη σπουδαιότερη πρακτική και ένα σημαντικό βήμα πριν από την επιλογή του τύπου και της ποσότητας των λιπασμάτων, καθώς προσδιορίζονται τα επίπεδα των βασικών στοιχείων και των μικροστοιχείων στο έδαφος. Ο σχεδιασμός ενός προγράμματος λίπανσης χωρίς δεδομένα δοκιμών εδάφους είναι, σε μεγάλο βαθμό, εικασίες. Άλλοι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά τον σχεδιασμό ενός αποτελεσματικού προγράμματος γονιμότητας είναι οι ρυθμοί εφαρμογής λιπάσματος, η τοποθέτηση και ο χρόνος.
Ο φώσφορος και το κάλιο, για παράδειγμα, ενσωματώνονται στο έδαφος με καλλιεργητικές εργασίες πριν από τη σπορά, ενώ το άζωτο εφαρμόζεται μερικώς στη βασική λίπανση και το υπόλοιπο επιφανειακά. Σε εδάφη με προβλήματα αλατότητας ή αλκαλικότητας, ενδεχομένως να είναι απαραίτητη η ενίσχυση με συγκεκριμένα μικροστοιχεία. Η χρήση οργανικών λιπασμάτων, όπως κοπριάς ή κομποστοποιημένης οργανικής ουσίας, βελτιώνει τη δομή του εδάφους και παρέχει σε σημαντικό βαθμό διάφορα μικροθρεπτικά στοιχεία.
Η σωστή επιλογή λιπάσματος
Η επιλογή του λιπάσματος πραγματοποιείται με βάση την περιεκτικότητα σε θρεπτικά στοιχεία, το κόστος, τη διαθεσιμότητα του προϊόντος, την ευκολία και τον τρόπο εφαρμογής του και τη δυνατότητα αξιοποίησης από τις καλλιέργειες. Διατίθεται πληθώρα λιπασμάτων, ανάλογα με την περιεκτικότητα σε διάφορα μακροστοιχεία και μικροστοιχεία, τη διαθέσιμη μορφή του λιπάσματος και τον χρόνο αποδέσμευσης και απορρόφησης των θρεπτικών στοιχείων.
Περιλαμβάνουν ανόργανα στερεά ή υγρά λιπάσματα, απλά, μεικτά ή σύνθετα, ενισχυμένα ή εμπλουτισμένα (απλά ή μεικτά με ένα ή περισσότερα ιχνοστοιχεία), ειδικά λιπάσματα ιχνοστοιχείων, διαφυλλικά και οργανικά λιπάσματα. Επικρατέστερα είναι τα ανόργανα στερεά λιπάσματα με κοκκώδη ή κρυσταλλική υφή. Συνήθως, χρησιμοποιούνται σύνθετα λιπάσματα τύπου NPK, NP ή ΝΚ σε ποσότητες που υπολογίζονται με βάση την περιεκτικότητά τους σε θρεπτικά στοιχεία (N, P2O5, K2O).
Κατά τη σπορά, η λίπανση χορηγείται συνήθως με τη μορφή της φωσφορικής αμμωνίας που δεν είναι εύκολα διαλυτή και δεν εκπλύνεται. Στην επιφανειακή λίπανση, το άζωτο χορηγείται με τη μορφή της νιτρικής αμμωνίας ή της ασβεστούχου νιτρικής αμμωνίας σε όξινα εδάφη. Σε κάθε περίπτωση, η επιλογή των αζωτούχων λιπασμάτων πρέπει να γίνεται με τέτοιον τρόπο, ώστε να αποφεύγεται η οξίνιση των εδαφών και η έκπλυση των νιτρικών προς το υπέδαφος και τον υδροφόρο ορίζοντα. Ενδεικτικές ποσότητες λιπάσματος ανά στρέμμα, ανάλογα με την καλλιέργεια και την ποικιλία σιτηρού, αλλά και τις εδαφοκλιματικές συνθήκες, αναφορικά με τον φώσφορο είναι 25-40 κιλά υπερφωσφορικό (0-20-0 ή 0-46-0), το κάλιο 15-25 κιλά χλωριούχο ή θειικό κάλιο (0-0-60 ή 0-0-50) και, τέλος, για το άζωτο 5-10 κιλά ουρίας (46-0-0) ή 15-20 κιλά νιτρικής αμμωνίας (33-0-0).
Συμπερασματικά, η σωστή λίπανση, με ισορροπημένη παροχή μακροστοιχείων και μικροστοιχείων, είναι το «κλειδί» για υψηλές αποδόσεις και ποιοτική παραγωγή στα χειμερινά σιτηρά. Επιπρόσθετα, η ορθολογική λίπανση εκτός του ότι διασφαλίζει την υψηλή παραγωγικότητα και ποιότητα των ελληνικών σιτηρών, τα καθιστά ανταγωνιστικά στην ευρωπαϊκή και στη διεθνή αγορά, αυξάνοντας σε σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες εξαγωγών, και, ταυτόχρονα, αποδίδει καλύτερη τιμή στον Έλληνα παραγωγό, εξασφαλίζοντάς του ικανοποιητικό εισόδημα.