«Όχι» στις ανεξέλεγκτες εισαγωγές από τρίτες χώρες και στον πιστοποιημένο σπόρο από τη Διεπαγγελματική Ρυζιού

Στις τρέχουσες εξελίξεις και στις προοπτικές της νέας εμπορικής σεζόν για το ελληνικό ρύζι, καθώς και στα σημαντικά ζητήματα που απασχολούν τους παραγωγούς αναφέρθηκε σε δηλώσεις του στην «ΥΧ» ο πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ρυζιού και πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού Χαλάστρας Α’, Χρήστος Γκατζάρας.

Με την ιδιότητα του προέδρου της Διεπαγγελματικής Ρυζιού, συναντήθηκε την Τρίτη 29/8 με τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Λευτέρη Αυγενάκη, για να συζητήσουν μια σειρά θεμάτων που απασχολούν τον κλάδο.

«Ο κ. υπουργός πραγματοποίησε συνάντηση μαζί μας στο πλαίσιο διαβουλεύσεών του με όλες τις διεπαγγελματικές οργανώσεις της χώρας. Ζητήσαμε την αρωγή και την καθοδήγησή του, ώστε να έχουμε και εμείς την αναγκαία χρηματοδότηση, την οποία έχουν λάβει άλλες οργανώσεις», μας είπε ο κ. Γκατζάρας.

«Κάθετα αντίθετοι με τη χρήση πιστοποιημένου σπόρου»

Στη συνέχεια, πρόσθεσε ότι εξέφρασε στον υπουργό την πλήρη αντίθεση της Διεπαγγελματικής Ρυζιού για το ενδεχόμενο να θεσπιστεί πιστοποίηση πολλαπλασιαστικού υλικού στο ρύζι ως προϋπόθεση χορήγησης της Συνδεδεμένης, αναφέροντας στην «ΥΧ»: «Υπάρχει μια συζήτηση επί έξι μήνες κατά την οποία κανείς από το ΥΠΑΑΤ δεν είχε ζητήσει την άποψή μας.

Τελικά, για ακατανόητους λόγους, παραμονές Δεκαπενταύγουστου μας ζητήθηκε αιφνιδιαστικά και στο παρά… ένα να συμμετάσχουμε σε μια διαβούλευση με υπηρεσιακούς για το θέμα. Όπως είναι λογικό, δεν μπορούσαμε να συμμετάσχουμε και ενημερώσαμε τον υπουργό γι’ αυτούς τους άστοχους χειρισμούς. Από εκεί και πέρα, είμαστε κάθετα αρνητικοί σε ένα τέτοιο μέτρο που θεωρούμε ότι θα προκαλέσει εκτίναξη του κόστους παραγωγής».

«Αυστηροί έλεγχοι και προδιαγραφές στο εισαγόμενο ρύζι»

Ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Ρυζιού αναφέρθηκε, επίσης, στο αίτημα να θεσπιστούν αυστηρές προδιαγραφές και να διεξάγονται τακτικοί και διεξοδικοί έλεγχοι στην αγορά βάσει αυτών των προδιαγραφών στο εισαγόμενο ρύζι: «Θα πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά για κάθε ποικιλία. Πολλές φορές βλέπουμε, για παράδειγμα, εισαγόμενο ρύζι “Καρολίνα” στο ράφι και τελικά η συσκευασία έχει μέσα οτιδήποτε άλλο εκτός από “Καρολίνα”. Αυτό μπορεί να συμβαίνει κάποια περίοδο που το προϊόν είναι σε έλλειψη ή το προϊόν είναι ακριβό.

Επειδή, λοιπόν, κάποια συμβόλαια δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν, βάζουν κάποιο φθηνότερο ρύζι. Θα πρέπει να θεσπιστούν συγκεκριμένες προδιαγραφές, έτσι ώστε σε ελέγχους του ΕΦΕΤ να επιβάλλονται οι ανάλογες ποινές. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι παραμένει το ζήτημα των εισαγόμενων ρυζιών από τρίτες χώρες της Ασίας που ανταγωνίζονται το ελληνικό ρύζι. Όπως γνωρίζουμε, αυτά τα προϊόντα χαρακτηρίζονται από σαφώς υποδεέστερη ποιότητα, ενώ παράγονται και φυλάσσονται σε αμφίβολες για τον καταναλωτή συνθήκες και με φτηνές εισροές που πιθανώς να παρουσιάζουν και διάφορα ζητήματα. Το πρόβλημα πλήττει τις μεσογειακές χώρες και θα πρέπει η πολιτεία να το θέσει στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να μπουν δασμοί σε αυτά τα εισαγόμενα προϊόντα.

Ακόμα ένα ζήτημα που τέθηκε και απασχολεί περισσότερο τη βιομηχανία και λιγότερο τους παραγωγούς είναι να βγει το ρύζι από το καλάθι της νοικοκυράς. Επίσης, ζητήσαμε να μειωθεί ο ΦΠΑ της πώλησης στο ράφι από 13% σε 6%».

Αισιοδοξία για τη νέα εμπορική περίοδο

Ζητώντας από τον πρόεδρο της Διεπαγγελματικής Ρυζιού ένα πρώτο σχόλιο για το κλίμα που επικρατεί ενόψει της νέας εμπορικής περιόδου, ο κ. Γκατζάρας μας είπε: «Τα δεδομένα της αγοράς είναι εντελώς απρόβλεπτα, κάτι που βλέπουμε άλλωστε και σε άλλα γεωργικά προϊόντα. Μπορεί μια κακοκαιρία σε μια χώρα με μεγάλο μερίδιο στην αγορά να φέρει τα πάνω – κάτω. Είμαστε αισιόδοξοι και για το μεσόσπερμο, αλλά και για το μακρύσπερμο ρύζι. Πιστεύουμε ότι θα πάει καλά».

Ακόμα μια θετική εξέλιξη κατά τον ίδιο ήταν η πρόσφατη απαγόρευση των εξαγωγών ρυζιού στην Ινδία: «Ενώ τα μηνύματα μέχρι και πριν από 20 μέρες στο μακρύσπερμο ρύζι μετέφεραν μια εικόνα χαμηλής ζήτησης και ανησυχούσαμε για το ενδεχόμενο να μείνουν απούλητα ρύζια, με το που η Ινδία επέβαλε την απαγόρευση είδαμε το ενδιαφέρον να αυξάνεται κατακόρυφα, καθώς εντάθηκε η ανησυχία σε κάποιες χώρες ότι η αγορά μπορεί να είναι ελλειμματική στο συγκεκριμένο ρύζι. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα θετική εξέλιξη για τους Ευρωπαίους ορυζοπαραγωγούς και φυσικά βοηθάει και την Ελλάδα».