Παίζουν με αβαντάζ τα ελληνικά oπωροκηπευτικά στη Βουλγαρία

Ευοίωνες οι προοπτικές, αλλά και αρκετές οι τρικλοποδιές για την αύξηση των εξαγωγών

«Παράθυρο ευκαιρίας» για περαιτέρω ενίσχυση των ήδη αυξημένων τα τελευταία χρόνια εξαγωγών ελληνικών οπωροκηπευτικών στη Βουλγαρία εντοπίζει το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) της ελληνικής πρεσβείας στη Σόφια στο πλαίσιο πρόσφατης έρευνας αγοράς για τον κλάδο. Το Γραφείο βασίζει την εκτίμησή του αυτή σε μια σειρά από παράγοντες, όπως:

✱ Τη σημαντική μείωση που καταγράφει η βουλγαρική παραγωγή, προκαλώντας ελλείψεις σε μία ανοδική –λόγω της στροφής σε πιο υγιεινά προϊόντα– αγορά φρέσκων οπωροκηπευτικών, η οποία βασίζεται ολοένα και περισσότερο στις εισαγωγές.

✱ Tα μειονεκτήματα πρόσβασης λόγω δυσχερειών, αλλά και στρεβλώσεων στη λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας που αντιμετωπίζουν βασικοί ανταγωνιστές μας.

✱ Tα ζητήματα υπολειμματικότητας φυτοπροστατευτικών για τα οποία έχουν συχνά «κατηγορηθεί» προϊόντα προέλευσης χωρών εκτός ΕΕ.

✱ Το συγκριτικό πλεονέκτημα της εγγύτητας, αλλά και της διασύνδεσης που έχει, ειδικότερα, η πλούσια παραγωγικά Βόρεια Ελλάδα.

Το τελευταίο ενισχύεται από το 2021 και από το «Dry Port» του ΟΛΘ ΑΕ στη Σόφια, έναν τερματικό σταθμό αποθήκευσης και διαχείρισης φορτίων στο προάστιο Iliyantsi της βουλγαρικής πρωτεύουσας, ο οποίος βρίσκεται σε απευθείας σιδηροδρομική σύνδεση με το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, κάτι που βελτιώνει περαιτέρω τους διακομιζόμενους όγκους, καθώς και τους χρόνους και τα κόστη παράδοσης.

 Η Βουλγαρία αποτελεί, σε απόλυτους αριθμούς, τον σημαντικότερο οικονομικό και εμπορικό εταίρο της χώρας μας στα Βαλκάνια. Οι ελληνικές εξαγωγές το 2022 κατέρριψαν κάθε προηγούμενο ρεκόρ, φτάνοντας τα 4,2 δισ. και ο συνολικός όγκος του διμερούς εμπορίου ανήλθε στα 6,28 δισ. ευρώ. Η αξία των εξαγόμενων αγροδιατροφικών προϊόντων το 2022 ξεπέρασε τα 444 εκατ. ευρώ, αυξημένη κατά 59,2% από το 2018. Στα οπωροκηπευτικά, ειδικότερα η Ελλάδα αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο προμηθευτή της Βουλγαρίας μετά την Τουρκία και τον πρώτο εντός της ΕΕ.

Οι ελιές, οι ντομάτες, τα αγγούρια, οι φράουλες, τα εσπεριδοειδή, τα καρπούζια, τα ροδάκινα/νεκταρίνια, αλλά και οι –επανεξαγόμενες– μπανάνες είναι τα κυριότερα φρουτολαχανικά που εξάγει η χώρα μας στη Βουλγαρία, ενώ σημαντική άνοδο σημειώνουν τα τελευταία έτη λεμόνια, ακτινίδια, βερίκοκα και κεράσια.

Σχεδόν τα 2/3 όλων των εισαγωγών νωπών φρούτων στη Βουλγαρία το 2022 προήλθαν από την Ελλάδα (39,1%) και την Τουρκία (25,2%), με το μεγαλύτερο μέρος τους να αφορά τα εσπεριδοειδή. Από τα φρούτα που παράγονται και εγχώρια, σημαντικές εισαγωγές καταγράφηκαν στα καρπούζια, όπου η Τουρκία τριπλασίασε τις εξαγωγές της σε σχέση με το 2021. Στις εισαγωγές από την Ελλάδα, σημαντικό μερίδιο καταλαμβάνουν τα ροδάκινα και τα νεκταρίνια (14,1%), σημειώνοντας το 2022 αύξηση 32,7% σε ετήσια βάση.

Η Τουρκία και η Ελλάδα, με μερίδια 41,6% και 19,8% αντίστοιχα, ήταν οι κύριοι προμηθευτές και στα νωπά λαχανικά, οι εισαγωγές των οποίων κατέγραψαν μείωση το 2022. Μάλιστα, οι εισαγωγές από την Τουρκία ήταν 19% χαμηλότερες σε σχέση με το 2021, ενώ η χώρα μας κατέγραψε μείωση μόλις 3,8%. Εξαγωγικές ευκαιρίες μπορούν να βρεθούν και στη βουλγαρική αγορά βιολογικών, η οποία, με μια αξία της τάξης των 37,5 εκατ. ευρώ, είναι εκ των ταχύτερα αναπτυσσόμενων εγχώριων οικονομικών κλάδων την τελευταία δεκαετία, ενώ το 2022 συνέχισε να αναπτύσσεται με ρυθμό 3,2%.

Εντείνεται η ζήτηση για βιολογικά

Οι θετικές προοπτικές για τις ελληνικές εξαγωγές ενδεχομένως να προσκρούσουν στα σχέδια της Βουλγαρίας για τόνωση της τοπικής παραγωγής οπωροκηπευτικών, με ρυθμίσεις περιορισμού των εισαγωγών, όπως άφησε να εννοηθεί πρόσφατα ο αρμόδιος υπουργός, Kiril Vatev.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί το σοβαρό πρόβλημα που δημιουργεί η πρακτική της διακίνησης, συχνά, ατυποποίητων οπωροκηπευτικών, όπως έχει καταγγελθεί κατ’ επανάληψη από τον Incofruit-Hellas. Πρόκειται για φαινόμενο που, όπως υπογραμμίζει το Γραφείο ΟΕΥ, έχει επισημανθεί στις αρμόδιες συνοριακές αρχές, οι οποίες, ωστόσο, κάνουν λόγο για πρακτική δυσκολία στον πλήρη έλεγχο όλων των διερχόμενων οχημάτων τέτοιου τύπου, ώστε να περιοριστεί το φαινόμενο.