Η πανδημία αναδιατάσσει την αγορά τροφίμων των ΗΠΑ

Αλλαγές στη ζήτηση και στα κανάλια διάθεσης αποτυπώνει δελτίο του ελληνικού προξενείου στη Ν. Υόρκη

Σημαντικές αλλαγές στην αγορά τροφίμων των ΗΠΑ, που προκλήθηκαν ή επιταχύνθηκαν λόγω της πανδημίας, αποτυπώνει το τελευταίο ενημερωτικό δελτίο του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (ΟΕΥ) του ελληνικού προξενείου στη Νέα Υόρκη.

Η πρώτη εξ αυτών έχει να κάνει με την αύξηση των διαδικτυακών πωλήσεων, οι οποίες αναμένεται φέτος να σπάσουν το φράγμα των 100 δισ. δολαρίων κατά 13 δισ. δολάρια. Σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας ερευνών eMarketer που επικαλείται το Γραφείο ΟΕΥ, το 2020 οι πωλήσεις τροφίμων μέσω διαδικτύου σημείωσαν αύξηση 54% και σκαρφάλωσαν στα 96 δισ. δολάρια, αντιπροσωπεύοντας το 12% του συνόλου των διαδικτυακών πωλήσεων πάσης φύσεως προϊόντων και το 7,4% των πωλήσεων τροφίμων στη χώρα. Σύμφωνα με την eMarketer, η στροφή στις διαδικτυακές αγορές τροφίμων έχει πλέον μόνιμα χαρακτηριστικά και το 2024 η αξία τους προβλέπεται να εκτοξευθεί στα 188 δισ. δολάρια.

Την ίδια στιγμή, στην κατηγορία των συσκευασμένων καταναλωτικών προϊόντων (consumer packaged goods ή CPGs), η ετήσια μελέτη των IRI και Boston Consulting Group κάνει λόγο για αύξηση πωλήσεων 10,4% το 2020, ξεπερνώντας κατά πολύ τον μέσο όρο ανάπτυξης της προηγούμενης τριετίας (1,8%). Η ραγδαία αυτή άνοδος οφείλεται, σύμφωνα με τις δυο εταιρείες, κυρίως στις τεκτονικές αλλαγές που επιφέρει στην αγορά η πανδημική κρίση.

Μόνιμες ή συγκυριακές τάσεις;

Το κρίσιμο ερώτημα, σύμφωνα με τις ίδιες, είναι κατά πόσον οι αλλαγές αυτές θα έχουν διάρκεια ή αν πρόκειται για συγκυριακές μετατοπίσεις που θα «διορθωθούν» μετά την υποχώρηση του πανδημικού φαινομένου. Στη μελέτη τους εντοπίζουν τρεις ομάδες αλλαγών τις οποίες κατηγοριοποιούν ως «συγκυριακές επιπτώσεις της πανδημίας», οι οποίες αναμένεται να εκλείψουν μετά το πέρας της, «επιταχυνόμενες τάσεις», οι οποίες προϋπήρχαν και επιταχύνονται ως απόρροια της πανδημίας και «νέες τάσεις», οι οποίες ανέκυψαν ως αποτέλεσμα της πανδημίας, αλλά εκτιμάται ότι θα παγιωθούν και μετά το πέρας αυτής.

Στην πρώτη κατηγορία των «συγκυριακών τάσεων» καταχωρούνται:

✱ Η αύξηση της κατ’ οίκον κατανάλωσης, σε αντιδιαστολή με την κατανάλωση εκτός οικίας. Η εν λόγω τάση αναμένεται να αντιστραφεί μόλις η αγορά επανέλθει σε συνθήκες κανονικότητας

✱ Η μη ανακάλυψη νέων προϊόντων εντός των καταστημάτων. Η συνήθεια των καταναλωτών να περιδιαβαίνουν τα καταστήματα και να ανακαλύπτουν προϊόντα υποχώρησε αισθητά εξαιτίας του περιορισμού των επισκέψεων σε καταστήματα ή της σπουδής με την οποία οι καταναλωτές έκαναν τα ψώνια τους για να αποφύγουν την έκθεση. Και αυτή η τάση αναμένεται να αντιστραφεί και, μάλιστα, μέσα στο τρέχον έτος.

Στη δεύτερη κατηγορία των «επιταχυνόμενων τάσεων» εντάσσονται:

✱ Η περαιτέρω ανάπτυξη του ηλεκτρονικού εμπορίου και οι αυξημένες επενδύσεις στον κλάδο.

✱ Η επενδυτική δαπάνη, που αναμένεται να έχει δύο παράλληλες κατευθύνσεις: τη βελτιστοποίηση των premium προϊόντων μέσω εκτεταμένης καινοτομίας και τη διαρκή ανάπτυξη ιδιωτικών ετικετών με πολλαπλές τιμές λιανικής.

✱ Οι τάσεις για έμφαση στην κοινωνική ευθύνη, την ευζωία και την άνεση του καταναλωτή.

✱ Οι μερικώς αυξημένες τιμές σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, καθώς θα διατηρηθούν οι πληθωριστικές τάσεις.

✱ Η ανάπτυξη των ψηφιακών μέσων και των διαδικτυακών πλατφορμών.

Τέλος, στις «νέες τάσεις» που αναμένεται να παγιωθούν περιλαμβάνονται:

✱ Η αναζήτηση πιο βολικών για τον καταναλωτή συσκευασιών.

✱ H αναζήτηση της ευκολίας και της αμεσότερης εξυπηρέτησης.

✱ Η έμφαση στην ποικιλία και στην ικανοποίηση όσο το δυνατόν ευρύτερης γκάμας καταναλωτικών προτιμήσεων.

Δεν βγαίνει το ενοίκιο για 9 στα 10 εστιατόρια

Βαρύ ήταν το πλήγμα της πανδημίας στον τομέα της αμερικανικής εστίασης, με το σύνολο σχεδόν των εστιατορίων της Νέας Υόρκης να αδυνατούν πλέον να καταβάλουν ενοίκια.

Από τα 400 εστιατόρια που συμμετείχαν σε σχετική έρευνα του φορέα «NYC Hospitality Alliance», το 92% δήλωσε ότι αδυνατεί πλέον να πληρώσει ενοίκιο, ποσοστό που αυξάνεται σταθερά από την έναρξη της πανδημίας. Σε αυτό συνέβαλε και το γεγονός ότι μόνο το 40% των ιδιοκτητών αποδέχθηκαν μείωση του τιμήματος και το 36% αναβολή είσπραξης, ενώ μόλις το 14% των εστιατόρων πέτυχε επαναδιαπραγμάτευση μισθωτηρίου συμβολαίου.

Σύμφωνα με τον Andrew Rigie, γεν. διευθυντή του φορέα, η διάσωση των εστιατορίων (και όσων θέσεων εργασίας είναι εφικτό) μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αύξηση του ορίου πληρότητας στο 50% (από 25% που ισχύει από το άνοιγμά τους στις 12 Φεβρουαρίου), καθώς και με ομοσπονδιακή χρηματοδότηση ύψους 25 δισ. δολαρίων.

 

Αιμορραγούν οι κτηνοτροφοι
Κερδίζουν έδαφος τα φυτικά υποκατάστατα κρέατος και γάλακτος

ακόμα Μία τάση που ήρθε για να μείνει στην αμερικανική αγορά τροφίμων είναι η στροφή των καταναλωτών προς τα φυτικά υποκατάστατα κρέατος και γάλακτος. Όπως αναφέρεται στο δελτίο του Γραφείου ΟΕΥ της Νέας Υόρκης, οι τοποθετήσεις των υποκατάστατων κρέατος σε μεγάλες αλυσίδες fast food (π.χ. η πρόσφατη συνεργασία της Beyond Meat με τη McDonald’s) είναι ενδεικτικές του εναγκαλισμού αυτών των προϊόντων από τους Αμερικανούς.

Το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης των υποκατάστατων κρέατος πραγματοποιείται σε χώρους εστίασης (78%). Αντίθετα, τα υποκατάστατα γάλακτος καταναλώνονται πρωτίστως στο σπίτι (93%). Στο πεδίο των ροφημάτων, το «γάλα» σόγιας που ήταν και το πρώτο που εμφανίστηκε στην αγορά, φαίνεται να δίνει τα ηνία σε «γάλατα» από αμύγδαλο ή άλλους ξηρούς καρπούς, ενώ καλπάζουσα βαίνει η κατανάλωση «γάλακτος» βρόμης, η παγκόσμια αγορά του οποίου προβλέπεται να ξεπεράσει τα 2 δισ. δολάρια το 2026. Η στροφή όμως σε αυτά τα προϊόντα φαίνεται ότι έχει αντίκτυπο στους κτηνοτρόφους.

Πρόσφατα στοιχεία του USDA μαρτυρούν συνεχή συρρίκνωση του αριθμού των γαλακτοπαραγωγικών μονάδων που ανέρχονται σήμερα σε 32.000, οι μισές δηλαδή από όσες διέθετε η χώρα το 2003. Πολύτιμο στήριγμα πάντως για τον κλάδο παραμένουν τα τυροκομικά, η κατά κεφαλήν κατανάλωση των οποίων είναι πλέον τριπλάσια εκείνης του 1970. Το 55% των κτηνοτροφικών μονάδων που συμμετείχαν σε έρευνα του «Purdue-CME Group» προέβλεψαν ότι τα τρόφιμα με πρωτεΐνη φυτικής προέλευσης θα συνιστούν έως και το 10% της συνολικής αγοράς πρωτεϊνούχων τροφίμων μέσα στην επόμενη πενταετία από 1,5% σήμερα.