Παπαστάθης Φαρμ: Τελειοποιώντας την τέχνη της καλλιέργειας φιστικιών

Οι εμπειρίες από την Έκθεση Sial, το διεθνές ενδιαφέρον για το φιστίκι και τα επενδυτικά σχέδια

Σε ένα αγρόκτημα 300 ιδιόκτητων στρεμμάτων και σε 7.500 δέντρα περίπου στον Δήμο Φαρσάλων του Νομού Λάρισας και στον Δήμο Θαυμάκου-Δομοκού στον Νομό Φθιώτιδας, ο Γιάννης Παπασταθόπουλος καλλιεργεί δύο ποικιλίες φιστικιών, την κλασική ποικιλία από την Αίγινα και την ποικιλία Ποντίκης.

«Η ενασχόλησή μας ξεκίνησε πριν από 25 χρόνια, ως διέξοδος, εκείνη την εποχή, από το άγχος του αστικού επαγγέλματος αφενός και την απαξίωση των εκτατικών στρεμματικών επιδοτήσεων για ορισμένα προϊόντα που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή αφετέρου», δηλώνει χαρακτηριστικά στην «ΥΧ» ο Γιάννης Παπασταθόπουλος.

Πολύτιμοι συνεργάτες του στην «Παπαστάθης Φαρμ», οι τρεις γιοι του, Παναγιώτης, Θανάσης και Θεοφάνης, οι οποίοι φροντίζουν για την τελειοποίηση της τέχνης της καλλιέργειας φιστικιών, ψήνοντάς τα σε σύγχρονες εγκαταστάσεις και παραδίδοντάς τα σε τοπικά και σε επιλεγμένα καταστήματα (delicatessen) σε όλη την Ελλάδα. Στόχος της, να επεκταθεί και στις αγορές του εξωτερικού.

Η εμπειρία από τη SIAL

Για αυτό και η «Παπαστάθης Φαρμ» συμμετείχε στην πρόσφατη Διεθνή Έκθεση Τροφίμων και Ποτών SIAL στο Παρίσι, κερδίζοντας τις εντυπώσεις με τη μεγάλη γκάμα των προϊόντων που παρουσίασε.

Σχετικά με την παρουσία της εταιρείας στην έκθεση, ο κ. Παπασταθόπουλος δήλωσε:

«Συμμετέχουμε σε διεθνείς εκθέσεις εδώ και δέκα χρόνια, προωθώντας με την παρουσία μας όχι μόνο τη δική μας παραγωγή, αλλά κάνοντας γνωστό ότι και η Ελλάδα παράγει pistachios (φιστίκι) και κυρίως ποιοτικό και ασφαλές προϊόν. Ακόμη και σε αυτήν τη συμμετοχή μας, υπήρξαν αγοραστές που δεν γνώριζαν ότι η Ελλάδα παράγει κελυφωτό φιστίκι.

Εκτός από το πρωτογενές προϊόν μας, στη φετινή SIAL προωθήσαμε και προϊόντα μεταποίησης, όπως είναι τα βούτυρα ξηρών καρπών και κυρίως κελυφωτού φιστικιού, που χρησιμοποιούνται κυρίως στην παραγωγή παγωτών, τα αλείμματα (spreads) για επαλείψεις σε πρωινό, τα pesto με κελυφωτό φιστίκι για τις μακαρονάδες, τα σάντουιτς και τις σαλάτες μας.

Ήταν μια καλή έκθεση, μετά από τέσσερα χρόνια απουσίας από το Παρίσι, αφού η επισκεψιμότητα και η ζήτηση ήταν ικανοποιητικές.

Η κατανάλωση κελυφωτού φιστικιού στην Ελλάδα είναι μικρή σε σχέση με τις εξαγωγές. Πιστεύω ότι φέτος επανήλθαν οι αγορές του εξωτερικού, λόγω των καλών τιμών που βρήκαν στην ελληνική αγορά και της μειωμένης παραγωγής στο Ιράν και στην Τουρκία, που είναι οι μεγαλύτερες χώρες παραγωγής. Ακόμη, βοηθά η ισοτιμία ευρώ- δολαρίου, που κάνει ακριβά τα προϊόντα που συναλλάσσονται με δολάρια, σε συνδυασμό με την ακριβή μεταφορά τους».

Επενδύοντας στην ποιότητα

Αναλύοντας τα συστατικά της επιτυχίας της επιχείρησης, ο κ. Παπασταθόπουλος τα προσδιορίζει στις αναλύσεις εδάφους που γίνονται σε συνδυασμό με αυτές της διάγνωσης αδειών που αποτελούν εργαλεία επικοινωνίας με τα δέντρα μας, διασφαλίζοντας το γόνιμο θρεπτικό περιβάλλον. «Καλλιεργούμε με αυστηρούς κανόνες καλών γεωργικών πρακτικών και χρήση μόνο εγκεκριμένων φυτοπροστατευτικών ουσιών. Κάθε παρτίδα δοκιμάζεται σε κάθε στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας από το δέντρο μέχρι τους καταναλωτές, αναζητώντας υπολείμματα φυτοφαρμάκων, αφλατοξίνες, προστατεύοντας τον καταναλωτή», τονίζει.

Επιπλέον, η Παπαστάθης Φαρμ ακολουθεί ολοκληρωμένες πρακτικές διαχείρισης καλλιέργειας, σύμφωνα με τα πρότυπα AGRO, και πρακτική επεξεργασία του προϊόντος, σύμφωνα με το ISO 22000. Ανάμεσα στα μελλοντικά σχέδια της οικογένειας Παπασταθόπουλου είναι η σταδιακή υλοποίηση ενός επενδυτικού προγράμματος επέκτασης της καλλιέργειας σε επίπεδο μεταποίησης, δημιουργώντας καινούργιους κωδικούς προϊόντων.

Εργάτες γης-ΕΦΚ στο πετρέλαιο

Σχετικά με την ανταποδοτικότητα κόστους καλλιέργειας και τιμής προϊόντος, ο κ. Παπασταθόπουλος τονίζει πως «η φετινή χρονιά δεν είναι καθόλου καλή, και ίσως και οι επόμενες. Εκτός από τις αυξήσεις στις τιμές λιπασμάτων, φυτοπροστατευτικών ουσιών, στο πετρέλαιο, στα ημερομίσθια, μας προβληματίζει η άγνοια των αρμόδιων κρατικών υπηρεσιών για την επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο πετρέλαιο, την οποία έχουν εκτιμήσει προ αμνημονεύτων χρόνων στα 3,6 λίτρα πετρελαίου ανά στρέμμα καλλιέργειας, τη στιγμή που στο σιτάρι εγκρίνει 16 λίτρα και στο βαμβάκι 30 λίτρα το στρέμμα. Αυτό από μόνο του δείχνει το ενδιαφέρον του κράτους για την καλλιέργεια. Φυσικά, υπάρχει τεράστιο θέμα και με την έλλειψη εργατικού εποχικού προσωπικού».