Τα… παρεξηγημένα σιτηρά με την υψηλή διατροφική και περιβαλλοντική αξία

του Χρήστου Τσουρέλα, γεωπόνου

Τα σιτηρά, μαζί με τα ψυχανθή, περιλαμβάνουν φυτά με μεγάλη οικονομική σημασία και αποτελούν τη βάση της διατροφής του ανθρώπου και των ζώων. Τα σιτηρά καταλαμβάνουν πολύ μεγαλύτερη έκταση από τα ψυχανθή. Μεταξύ των σιτηρών υπάρχουν κάποια που θεωρούνται minor crops, όμως τα τελευταία έτη έχουν κινήσει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον τόσο των παραγωγών, όσο και της βιομηχανίας. Αυτά είναι η βρώμη, η σίκαλη και το τριτικάλε.

Αντιθέτως, τα ψυχανθή θεωρούνται minor crops, επειδή καλλιεργούνται σε πολύ περιορισμένες εκτάσεις. Όμως, από τα ετήσια ψυχανθή, «βασιλιάς» είναι ο βίκος και έχει μεγάλο ενδιαφέρον για τη χώρα μας.

 

ΒΡΩΜΗ

Η βρώμη είναι ένα δημητριακό που, αν και θεωρείται δεύτερης κατηγορίας, τα τελευταία χρόνια έχει κερδίσει μεγάλο μερίδιο σε έκταση από τα υπόλοιπα χειμερινά σιτηρά, εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης από τη βιομηχανία τροφίμων και ζωοτροφών. Κατέχει την τρίτη θέση στη σειρά σπουδαιότητας των χειμερινών σιτηρών, μετά το σιτάρι και το κριθάρι. Η μεγάλη φαινοτυπική διαφορά από τα υπόλοιπα χειμερινά σιτηρά είναι ότι η ταξιανθία της βρώμης είναι φόβη, ενώ σε όλα τα υπόλοιπα χειμερινά σιτηρά είναι στάχυς.

Επίσης, ο σπόρος της κοινής καλλιεργούμενης βρώμης (Avena sativa) είναι ντυμένος, δηλαδή δεν αποχωρίζεται τα εσωτερικά λέπυρα. Αν και υπάρχουν ποικιλίες γυμνής βρώμης (Avena nuda), δεν είναι τόσο διαδεδομένες, διότι δεν είναι πολύ παραγωγικές και τινάζουν περισσότερο κατά τη συγκομιδή.

Η καλλιέργεια της βρώμης απαιτεί αρκετά υγρά μέρη, όπως η Δυτική Ελλάδα, ανέχεται χαμηλή οξύτητα εδάφους έως 4,5 βαθμούς pH και παρουσιάζει ευαισθησία στο ψύχος, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της ποικιλίας. Επίσης, έχει τις μεγαλύτερες απαιτήσεις σε νερό από τα υπόλοιπα χειμερινά σιτηρά. Στο σύστημα αμειψισποράς μπορεί να παρεμβάλλεται από σιτάρι ή κριθάρι, διότι προσβάλλεται λιγότερο από το έντομο ζάβρος. Μεγάλη προσοχή χρειάζεται κατά τη συγκομιδή, καθώς ο σωστός χρόνος συγκομιδής και οι σωστές ρυθμίσεις στη θεριζοαλωνιστική μηχανή μάς προστατεύουν από το τίναγμα και τις απώλειες.

Μεγάλος εχθρός της καλλιεργούμενης βρώμης είναι η αγριοβρώμη, διότι δεν υπάρχουν εγκεκριμένα ζιζανιοκτόνα που να την καταπολεμούν χωρίς να κάνουν ζημιά στην καλλιέργειά μας. Βέβαια, μπορεί η μη κατοχή εγκεκριμένων ζιζανιοκτόνων να δυσχεραίνει τη διαδικασία της σποροπαραγωγής, όμως δημιουργεί την ευκαιρία για την παραγωγή βιολογικής βρώμης ή βρώμης με ελάχιστες εισροές. Αυτό μπορεί να συμβεί διότι η βρώμη έχει εξαιρετικά έντονο αδέρφωμα, δεν δημιουργεί ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη ζιζανίων και δεν έχει υψηλές απαιτήσεις σε άζωτο.

Οι χρήσεις της βρώμης είναι πολλές για αυτό και το εμπορικό της ενδιαφέρον είναι μεγάλο. Η αυξημένη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη, η έλλειψη γλουτένης, η εξαιρετική ποιότητα φυτικών ινών, καθώς και βιταμινών την καθιστούν μία πολύ ελκυστική και ποιοτική τροφή για ανθρώπινη κατανάλωση. Τα πιο συνηθισμένα παραγόμενα προϊόντα για ανθρώπινη κατανάλωση είναι νιφάδες βρώμης, κουάκερ και γάλα βρώμης. Για να παραχθούν αυτά τα προϊόντα πρέπει ντυμένοι σπόροι της βρώμης να περάσουν πρώτα από τη διαδικασία της αποφλοίωσης, καθώς όπως προαναφέρθηκε οι ποικιλίες της γυμνής βρώμης δεν είναι τόσο διαδεδομένες.

Η μεγαλύτερη ποσότητα βρώμης χρησιμοποιείται για τη διατροφή των ζώων. Πιο παλιά ήταν διαδεδομένη ως τροφή των αλόγων, αλλά σήμερα κατέχει μεγάλο κομμάτι της διατροφής των βοοειδών και των πουλερικών. Οι μορφές που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ζωοτροφή είναι ως καρπός, σανός, βόσκηση και ενσίρωση. Τέλος, η συγκαλλιέργεια με βίκο θα μπορούσε να αυξήσει την ποιότητα του σιτηρεσίου και να προσδώσει στήριξη στον βίκο.

ΣΙΚΑΛΗ Ή ΒΡΙΖΑ

Από τα πρόσφατα καλλιεργούμενα σιτηρά είναι η σίκαλη ή βρίζα, όπως την αποκαλούν αρκετοί. Η ανάγκη δημιουργίας ποικιλιών σίκαλης έγκειται στη δυνατότητα της καλλιέργειάς της σε μη ευνοϊκά περιβάλλοντα για το σιτάρι και το κριθάρι. Οι λόγοι για να καλλιεργήσει κάποιος σίκαλη σε ένα προβληματικό έδαφος είναι αρκετοί. Πρώτα από όλα, μπορεί να καλλιεργηθεί σε εδάφη με μεγάλο εύρος pH (4,5-8) και είναι ανθεκτική στην αλατότητα του εδάφους. Επίσης, λόγω του έντονου και πυκνού ριζικού συστήματος, χρησιμοποιεί 20%-30% λιγότερο νερό από ό,τι η καλλιέργεια του σιταριού. Μεγάλο πλεονέκτημά της είναι και η αντοχή στο ψύχος (έως -37oC). Για αυτόν τον λόγο, αποκαλείται το σιτηρό των ορεινών περιοχών.

Ακόμη, οι αλληλοχημικές ενώσεις που εκκρίνει αναστέλλουν το φύτρωμα των ζιζανίων και την καθιστούν καλό ανταγωνιστή τους. Η μη χρήση ζιζανιοκτόνων μειώνει τις εισροές και αυξάνει το εισόδημα του αγρότη. Επιπλέον, είναι αρκετά εύκολο να καλλιεργηθεί βιολογική σίκαλη, λόγω αυτού του υψηλού ανταγωνισμού με τα ζιζάνια.

Φαινοτυπικά, η σίκαλη είναι το σιτηρό με το μεγάλο ύψος και το γκρίζο-μπλε χρώμα φύλλων. Η ταξιανθία της είναι στάχυς, όπως και στα περισσότερα χειμερινά σιτηρά. Ο σπόρος που παράγεται είναι σκούρος, εξαιτίας των ανθοκυανών και συνήθως εμφανίζει συρρίκνωση.

Μία εξαιρετικά σημαντική διαφορά της σίκαλης από τα υπόλοιπα χειμερινά σιτηρά είναι το μεγάλο ποσοστό σταυρογονιμοποίησης, ενώ τα υπόλοιπα είναι αυτογονομοποιούμενα. Δηλαδή, μπορεί και να γονιμοποιηθεί με γύρη από άλλη ποικιλία σίκαλης, γειτονικού χωραφιού. Εξαιτίας της σταυρογονιμοποίησης, η σποροπαραγωγή σίκαλης δεν πρέπει να γειτνιάζει στα 250 μέτρα με άλλη καλλιέργεια σίκαλης.

Μεγάλο ενδιαφέρον έχει αποκτήσει η αρτοβιομηχανία τα τελευταία χρόνια, καθώς το αλεύρι της σίκαλης χρησιμοποιείται για παραγωγή ψωμιού, παξιμαδιών, μπισκότων και νιφάδων σίκαλης. Επειδή η σίκαλη στερείται γλουτένης, συνήθως αναμειγνύεται με αλεύρι σίτου. Επιπλέον, η σίκαλη, όπως και η βρώμη, είναι από τα δημητριακά που μπορούν να καταναλώσουν άνθρωποι οι οποίοι πάσχουν από κοιλιοκάκη, δηλαδή έχουν δυσανεξία στη γλουτένη.

Η διατροφική αξία της σίκαλης πλησιάζει στο 90% της διατροφικής αξίας του καλαμποκιού και την καθιστά ελκυστική ζωοτροφή. Όμως, πρέπει να αναμειχθεί με άλλα σιτηρά, διότι δεν είναι πολύ εύγευστη στα ζώα. Τέλος, οι τετραπλοειδείς ποικιλίες έχουν βρει χρήση στην παραγωγή βιομάζας για την παραγωγή βιοαερίου.

ΤΡΙΤΙΚΑΛΕ Ή ΣΙΤΑΡΟΒΡΙΖΑ

Το τριτικάλε αποτελεί προϊόν διασταύρωσης της σίκαλης με το μαλακό σιτάρι. Με αυτήν τη διασταύρωση πήραμε κάποια επιθυμητά στοιχεία από τον ένα γονέα και μερικά από τον άλλον. Πιο συγκεκριμένα, το τριτικάλε κληρονόμησε από τη σίκαλη την αντοχή στις αντίξοες εδαφοκλιματικές συνθήκες και από το σιτάρι την ποιότητα και την υψηλή απόδοση.

Μορφολογικά, ως φυτό μοιάζει με το σιτάρι, ενώ ο σπόρος μοιάζει με της σίκαλης, εξαιτίας της συρρίκνωσης. Βέβαια, υπάρχουν ποικιλίες με δυσδιάκριτη συρρίκνωση, οι οποίες έχουν καλή αρτοποιητική ικανότητα. Επίσης, η σιταρόβριζα είναι αυτογονιμοποιούμενη, όπως το σιτάρι, και αξιοποιεί αλατούχα και φτωχά εδάφη, όπως η σίκαλη.

Οι ποικιλίες με καλή αρτοποιητική ικανότητα μπορούν να αντικαταστήσουν πλήρως το αλεύρι από σπόρους σίκαλης. Ο καρπός του τριτικάλε έχει συνήθως μεγαλύτερη πρωτεΐνη από το μαλακό σιτάρι και είναι πλούσιος σε λυσίνη. Επιπλέον, έχει χαμηλή γλουτένη και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ανάμειξη με αλεύρι μαλακού σίτου για την παραγωγή διάφορων προϊόντων.

Τέλος, τα υψηλά επίπεδα πρωτεΐνης και λυσίνης καθιστούν το τριτικάλε μια καλή βάση για το σιτηρέσιο πολλών ζώων. Το τριτικάλε χρησιμοποιείται συνήθως για τον καρπό του και για την παραγωγή ενσίρωσης σε συγκαλλιέργεια με βίκο ή κτηνοτροφικό μπιζέλι. Επίσης, τα τελευταία χρόνια, έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον και η ζήτηση του τριτικάλε για την παραγωγή ενσίρωσης για τα εργοστάσια βιοαερίου. Το τριτικάλε είναι ιδανικό για παραγωγή βιοαερίου, διότι παράγει πολύ μεγάλη βιομάζα και συστατικά ιδανικά για την αύξηση του μικροβιακού φορτίου.

ΒΙΚΟΣ

Το σπουδαιότερο χειμερινό κτηνοτροφικό ψυχανθές δεν θα μπορούσε να ήταν άλλο παρά ο βίκος. Είναι ψυχανθές με καταγωγή από τη μεσογειακή λεκάνη, για αυτό και έχει ευρεία προσαρμοστικότητα στη χώρα μας και υπάρχουν και πολλές ελληνικές ποικιλίες εγγεγραμμένες.

Ο σπόρος του βίκου συνήθως έχει καφέ χρώμα και μοιάζει με μεγαλόκαρπη φακή. Όπως όλα τα ψυχανθή, έτσι και ο βίκος, αζωτοδεσμεύει χάρη στα φυμάτια που έχει στο ριζικό του σύστημα. Μία σημαντική πληροφορία, που συνήθως οι περισσότεροι αγνοούν, είναι ότι αυτά τα φυμάτια, για να μπορούν να προσλάβουν άζωτο, πρέπει να έχουν κοκκινωπό χρωματισμό. Τα φυμάτια αποκτούν κοκκινωπό χρωματισμό όταν δεν προσθέσουμε άζωτο στη βασική λίπανση ή όταν προσθέσουμε πολύ μικρή ποσότητα, διότι εάν υπάρχει άμεσα διαθέσιμο άζωτο «τεμπελιάζουν» και δεν αζωτοδεσμεύουν.

Η σπορά του βίκου μπορεί να γίνει είτε φθινοπωρινή, είτε ανοιξιάτικη, σε περιοχές με έντονους παγετούς, διότι ο βίκος μπορεί να πάθει ζημιά σε θερμοκρασίες μικρότερες των -10 oC. Επίσης, προτιμά τα όξινα εδάφη με καλή στράγγιση. Στα ασβεστούχα εδάφη, ο βίκος εμφανίζει έλλειψη σιδήρου, οπότε πρέπει να αποφεύγονται τέτοια εδάφη. Τα προϊόντα του βίκου χρησιμοποιούνται κυρίως για κτηνοτροφική χρήση και για χλωρά λίπανση.

Η καρποδοτική καλλιέργεια του βίκου έχει ενδιαφέρον μόνο για τη σποροπαραγωγή. Το μεγαλύτερο ποσοστό του χρησιμοποιείται για την παραγωγή χορτομάζας. Για την παραγωγή σανού, το κατάλληλο στάδιο κοπής είναι όταν ο λοβός φτάσει στα 2/3 του τελικού του μεγέθους. Συνήθως, για την παραγωγή σανού χρησιμοποιείται και 20% βρώμη ή σίκαλη, για να βοηθάει στη στήριξη του βίκου.

Επίσης, η συγκαλλιέργεια βίκου με τριτικάλε, μαλακό σιτάρι ή σίκαλη, είναι ιδανικός συνδυασμός για ενσίρωση. Μπορεί να γίνει και ενσίρωση μόνο με βίκο, αλλά ο συνδυασμός με κάποιο σιτηρό, εκτός από στήριξη, συμβάλλει και στη ζύμωση. Για την παραγωγή πετυχημένου ενσιρώματος, όταν έχουμε συγκαλλιέργεια σιτηρού με ψυχανθές, το κατάλληλο στάδιο κοπής είναι όταν το αγρωστώδες βρίσκεται στο στάδιο της μαλακής ζύμης, χωρίς να μας ενδιαφέρει σε ποιο στάδιο βρίσκεται το ψυχανθές.

Ο βίκος, και όλα τα υπόλοιπα ψυχανθή, χρησιμοποιούνται ως χλωρά λίπανση σε αροτραίες, αλλά και δενδρώδεις καλλιέργειες. Για να γίνει σωστά η χλωρά λίπανση, πρέπει να γίνει πλήρης ενσωμάτωση του ψυχανθούς τουλάχιστον 2-3 εβδομάδες πριν από τη σπορά της επόμενης καλλιέργειας, ή σε στάδιο όπου το δέντρο θα χρειαστεί άζωτο. Για παράδειγμα, στην ελιά, θα μπορούσε να γίνει ενσωμάτωση του βίκου από μέσα Μαρτίου έως μέσα Απριλίου. Τέλος, με τη διαδικασία της χλωράς λίπανσης αυξάνεται το άζωτο στο έδαφος, βελτιώνεται η δομή του εδάφους και προστατεύονται τα εδάφη από τη διάβρωση.