Με πείσμα παρά τις δυσκολίες η καλλιέργεια αρωματικών φυτών στη Λακωνία

Με χαμηλούς ρυθμούς κινείται η καλλιέργεια των αρωματικών φυτών στη Λακωνία, όπου τα προβλήματα φαίνεται να υπερτερούν των πλεονεκτημάτων που δίνει η φύση. Η παραγωγός Δήμητρα Αρνιώτη, εξηγεί ότι «τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει προσπάθειες να αναπτυχθεί η καλλιέργεια αρωματικών φυτών στην περιοχή, χωρίς όμως ιδιαίτερα αποτελέσματα. Μάλιστα, στις Καρυές, έγινε και μία προσπάθεια με ομαδικές καλλιέργειες, κυρίως ρίγανης».

Όπως λέει η κα Αρνιώτη, στη δική της περιοχή, η καλλιέργεια γίνεται κυρίως με ρίγανη και τσάι Ταϋγέτου. «Από εκεί και πέρα, υπάρχει το θυμάρι και θρούμπι σε μικρότερες εκτάσεις». Οι μικροί παραγωγοί, όπως μας επισημαίνει η ίδια, περιορίζονται στην τοπική αγορά, καθώς η καλλιέργεια των αρωματικών φυτών και των βοτάνων «έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Η συντριπτική πλειονότητα ασχολείται μόνο με την καλλιέργεια της ελιάς, που είναι και η κυρίαρχη καλλιέργεια. Ακόμα και οι πορτοκαλιές ξηλώνονται για να μπουν ελιές. Στα ορεινά χωριά έχει εγκαταλειφθεί κάθε προσπάθεια».

Σε ό,τι αφορά τις τιμές, η κα Αρνιώτη αναφέρει ότι «επενδύοντας στην ποιότητα, δίνουμε το σακουλάκι των 50 γρ. ρίγανης ή με τσάι στην τιμή του 1,50 ευρώ, αν και μπορείς να βρεις εισαγόμενα με 60 λεπτά, χωρίς όμως να έχει καμία σχέση η ποιότητα».

Από την πλευρά του, ο καλλιεργητής Νίκος Παπαδάκος υπογραμμίζει ότι «η καλλιέργεια, κυρίως της ρίγανης και του τσαγιού, γίνεται σε υψόμετρο πάνω από 1.000 μέτρα. Μιλάμε για την ποικιλία της ρίγανης που είναι από σπόρο Ταϋγέτου και για το τσάι clandestina, που είναι στον Ταΰγετο και στον Πάρνωνα και είναι γνωστό με τις ονομασίες τσάι του Μαλεβού ή τσάι του Ταϋγέτου».

Προοπτικές

«Προοπτική έχει κάθε αρωματικό φυτό με ποιότητα», αναφέρει ο κ. Παπαδάκος. «Εμείς ήδη κάνουμε εξαγωγές στην Αμερική και μέσα από την πορεία μας την τελευταία δεκαετία μπορούμε να πούμε ότι η καλλιέργεια θα αναπτύσσεται συνεχώς. Είμαστε αντίθετοι με την παράνομη συγκομιδή τσαγιού ή οποιουδήποτε άλλου αρωματικού φυτού, που αποτελεί ένα διαρκές πρόβλημα».

Σε ό,τι αφορά την προώθηση του προϊόντος, επισημαίνει ότι «απουσιάζει η ενημέρωση του καταναλωτή, ώστε να μπορέσει να αντιληφθεί τη διαφορά στα ποιοτικά χαρακτηριστικά μεταξύ του ντόπιου τσαγιού και του εισαγόμενου. Η αντιβιοτική δράση του ντόπιου τσαγιού είναι τεράστια. Τα εισαγόμενα μπορεί να έχουν χαμηλές τιμές, αλλά δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να συγκριθούν με τα δικά μας».

Όσον αφορά τέλος τη διαμόρφωση της τιμής, ο καλλιεργητής σημειώνει ότι κυμαίνεται από 1,5 έως 3 ευρώ και το ίδιο ισχύει και για τη ρίγανη.