Αυτό το άρθρο είναι 89 μηνών

Πέρι συμβουλευτικής και παροχής υπηρεσιών

γράφει ο Νίκος Στουπής, πρώην γ.γ. του ΥΠΑΑΤ και πρώην πρόεδρος του ΕΛΓΑ
15/11/2017
10'+ διάβασμα
peri-symvouleftikis-kai-parochis-ypiresion-99524

Το τελευταίο διάστημα, με αφορμή το Σχέδιο που έθεσε σε διαβούλευση το ΥΠΑΑΤ για «Εθνικό Σύστημα Παροχής Συμβουλών σε Γεωργικές Εκμεταλλεύσεις» και το αναμενόμενο μέτρο του ΠΑΑ για τις Αγροτικές Συμβουλές , «ξανάναψε» η συζήτηση, ιδιαίτερα εντός Αριστεράς, για ζητήματα που ταλανίζουν τον δημόσιο λόγο: Πού σταματά ο ιδιωτικός και που αρχίζει ο δημόσιος ρόλος των φορέων παροχής υπηρεσιών στην αγροτική οικονομία; Ποιοι κλάδοι επιστημόνων εμπλέκονται; Είναι εμπορευματικό προϊόν και πώς αποτιμώνται χρηματικά;

Τροποποιητική απόφαση για τους συμβούλους στο Πρόγραμμα ΒιολογικήςΓια να συνεννοηθούμε, ας συμφωνήσουμε επί αφετηριακών ζητημάτων:

  • Σε ένα σύστημα όπου κυριαρχούν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, προφανώς, το πολύ που λες και καταφέρνεις –χωρίς να παραιτείσαι από τα σοσιαλιστικά ή και κομμουνιστικά οράματα που σε εμπνέουν–, όταν βέβαια διαθέτεις ευνοϊκούς συσχετισμούς δύναμης, είναι μία ισόρροπη σχέση συνύπαρξης ανάμεσα στον Δημόσιο-Ιδιωτικό-Συνεταιριστικό τομέα της οικονομίας.
  • Στο σημερινό πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, μπορεί μια ασθενής, από άποψη αριθμητικής δύναμης, Αριστερά, να κυβερνά τη χώρα. Αυτό όμως γίνεται με οριακή πλειοψηφία, στηριζόμενη σε μια ιδεολογικά αντίπαλη δύναμη, σε συνθήκες μάλιστα οικονομικής κρίσης στα όρια της πτώχευσης και σε καθεστώς επιτροπείας από τους δανειστές της. Την εξουσία ουσιαστικά διαχειρίζονται καθαρά εχθρικές δυνάμεις: της οικονομίας, της πολιτικής, των ΜΜΕ, του δικονομικού συστήματος, που «ηγεμονεύουν» το σημερινό αστικό κράτος. Προφανώς δεν παραιτείσαι από το να κυβερνάς αλλά γνωρίζεις τα όριά σου, μέχρι πού θα πας, και δεν εχθρεύεσαι τον εαυτό σου.
  • Η εξέλιξη των παραγωγικών σχέσεων και των παραγωγικών δυνάμεων έχει διαμορφώσει ένα νέο μοντέλο γεωργίας και υποκειμένου της. Η στρεβλή, ασύδοτη κερδοσκοπική ανάπτυξη, σε βάρος της φύσης και του περιβάλλοντος, υπονομεύει την ίδια την πλανητική μας ευστάθεια. Έτσι, μιλάμε πια όχι για γεωργικό αλλά για αγροπεριβαλλοντικό χώρο. Όχι για παραγωγή τροφίμων γενικά, αλλά για ισότιμη κάλυψη των διατροφικών αναγκών ενός ραγδαία πολλαπλασιαζόμενου παγκόσμιου πληθυσμού, με φθηνά, υγιεινά, ασφαλή, ποιοτικά και θρεπτικά, μειωμένου αποτυπώματος άνθρακα και μηδενικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων τρόφιμα.
  • Σε ένα τέτοιο αυστηρό πλαίσιο, όπως προαναφέρθηκε, «φουρτουνιασμένης θάλασσας», έτοιμης να καταπιεί στον διάβα της κάθε τι, και στη γεωργία, χρειάζεσαι «καλό σκαρί, θαλασσοδαρμένους καπεταναίους και καλά εκπαιδευμένους κολυμβητές». Το μοντέλο γεωργικού προστατευτισμού του κατακαημένου, μισοκακόμοιρου αγρότη-ραγιά, σε μια Ελλάδα «ψωροκώσταινα» που προωθεί «καρυδότσουφλα, ναυαγοσώστες και σωσίβια», μόνο σε τραγωδία μπορεί να καταλήξει. Θέλουμε το μοντέλο του επιχειρηματία αγρότη: αυτού δηλαδή που προγραμματίζει, που συνεργάζεται, που ρισκάρει και καινοτομεί, που έχει εξωστρέφεια, που προσβλέπει στην πλήρη παραγωγικά αειφορική αξιοποίηση των συντελεστών παραγωγής τους οποίους διαχειρίζεται, με σκοπό την αύξηση του οικονομικού αποτελέσματός του με όρους κοινωνικής ηθικής και δημοκρατικού ανταγωνισμού. Σε μια αναπτυσσόμενη Ελλάδα, δημιουργώντας βέβαια παράλληλα και δίπλα του διαφανή θεσμικά πλαίσια που ενισχύουν, βοηθούν και προστατεύουν από συνθήκες –εσωτερικές και εξωτερικές– αθέμιτου ανταγωνισμού, αυτές τις παραγωγικές δραστηριότητες.
  • Οι αριθμοί αναδεικνύουν το πρόβλημα, εντοπίζουν τις αιτίες. Με 37 εκατ. στρέμματα καλλιεργειών, η παραγωγική σήμερα ικανότητα της Ελλάδας, χώρας, με αδιαμφισβήτητα κλιματολογικά πλεονεκτήματα, ανέρχεται περίπου σε αξία 190 ευρώ ανά στρέμμα. Την ίδια στιγμή, η Ολλανδία των 45 εκατομμύριων στρεμμάτων παράγει περίπου σε αξία 1.700 ευρώ και το Ισραήλ, με 6 εκατ. στρέμματα 1.290 ευρώ ανά στρέμμα.

Αυτή είναι αντικειμενικά η παραγωγική δυνατότητα της χώρας;

Σαφώς, οι επεξεργαζόμενες στρατηγικές και οι εφαρμοζόμενες πολιτικές σε κάθε χώρα κάνουν τη διαφορά. Ο διαφορετικός βαθμός αξιοποίησης, διάχυσης και εφαρμογής της γνώσης, της εμπειρίας και της έρευνας από την επιστημονική κοινότητα, μέσω της διαδικασίας παροχής υπηρεσίας στην γεωργική πράξη, δημιουργεί την ανισορροπία.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε:

Ποιεί τιμή στη σημερινή κυβέρνηση η θεσμοθέτηση Εθνικού Συστήματος Συμβουλευτικής (η θέσπιση δηλαδή διαδικασιών και κανόνων σε μια λειτουργία της «αγοράς» των παρεχόμενων υπηρεσιών που επηρεάζει ταυτόχρονα τόσα πολλά και τόσο σοβαρά πράγματα), έστω και αν αργοπόρησε, έστω και αν αυτό αποτελεί μνημονιακή υποχρέωση.

Δεν ποιεί τιμή όμως σε κανέναν που, κάτω από ιδεοληψίες, συντεχνιασμούς και μικροσυμφέροντα, προτάσσει το ατομικό μπροστά στο συλλογικό και κοινωνικό, το έλασσον μπροστά στο μείζον που έχει ανάγκη αυτήν τη στιγμή η χώρα, τη μεμψιμοιρία μπροστά στην ανάγκη του παρηγορητικού οράματος. Γιατί, έτσι, το μόνο που πετυχαίνεις είναι η υπονόμευση αυτού που υποτίθεται υπηρετείς.

Πρέπει να συμφωνήσουμε στα αυτονόητα…

Η συμβουλή εκπληρώνει τον ρόλο της όταν έχει και πετυχαίνει τον στόχο της να αυξήσει την αποδοτικότητα της γεωργικής εκμετάλλευσης, καταγράφοντας «θετικό καθαρό αποτέλεσμα». Συμβάλλει στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των απασχολούμενων σε αυτή, στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής στην ύπαιθρο και στην παραγωγή εθνικού πλούτου. Διατηρεί την αειφορικότητα των οικοσυστημάτων που διαχειρίζεται. Διασφαλίζει συνθήκες ομαλής δημοκρατικής ανταγωνιστικής συμβίωσης των επιχειρούντων εντός εθνικών, αλλά και στα διεθνή όρια.

Η συμβουλή εκπληρώνει τον ρόλο της όταν είναι επί του πεδίου και όχι από γραφείου. Δεν είναι απλά «ο γεωπόνος στο χωράφι». Γιατί πάντα κάποιος γεωτεχνικός ήταν στο χωράφι (παλιότερα ο της Αγροτικής Τράπεζας και ο εφαρμογών του Δημοσίου, μετά αυτός των Συνεταιρισμών, όταν υπήρχαν και λειτουργούσαν, και σίγουρα ο ιδιώτης έμπορος που υποστήριζε έτσι την πώληση των προϊόντων του), και το γεωργικό παραγωγικό σύστημα λειτουργούσε.

Η συμβουλή θεωρείται ως τέτοια όταν έχει ολιστικό χαρακτήρα. Δεν μπορεί να περιορίζεται απλά σε μείωση του κόστους ενός επιμέρους παράγοντα, χωρίς να εξετάζεται η σχέση και δικτύωσή του με τους υπόλοιπους. Δεν έχουμε μόνο το θέμα της παραγωγής, αλλά και πολλά ακόμα: Της συγκέντρωσης κρίσιμης μάζας ποιοτικού ασφαλούς προς κατανάλωση προϊόντος. Της εισαγωγής τεχνολογίας και καινοτομίας στην διαδικασία της. Της διαρκούς κατάρτισης των εμπλεκομένων. Της εμπορίας, της προβολής, της προώθησης και της διάθεσής της. Της χρηματοδότησης και οικονομικής διαχείρισής της.

Η συμβουλή δεν κρίνεται από την καλή διάθεση αυτού που την παρέχει, αλλά από το αποτέλεσμα που τελικά επιφέρει και προάγει.

Η συμβουλή μπορεί να είναι κάτι το άυλο αλλά οφείλει να είναι σαφώς προσδιορισμένη, μετρήσιμη και αξιολογήσιμη. Με αυτή την έννοια, δεν μπορεί να είναι μια απλή γενική κουβέντα εξ εμπειρίας ή εκ γνώσεως, αλλά η υπόδειξη επί του συμπεράσματος μιας εξειδικευμένης κατά περίπτωση μελέτης του κάθε φορά συγκεκριμένου και επίκαιρου. Σε καμιά περίπτωση, βέβαια, δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβουλή η βοήθεια εκπλήρωσης των συμβατικών υποχρεώσεων του κάθε μεμονωμένου προς τρίτους (υποβολή ΟΣΔΕ, υποβολή φορολογικής δήλωσης κ.λπ.).

Η συμβουλή πια –όπως περιγράφτηκε προηγούμενα– με όρους οικονομικής ανάλυσης, από μόνη της εντάσσεται στους συντελεστές παραγωγής. Με την έννοια αυτή, είναι επιμερισμένο στοιχείο του κόστους παραγωγής, προϋπολογίζεται, και το ζητούμενο απολογιστικά είναι να έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα και να αποδίδει μετρήσιμη προστιθέμενη αξία στο προϊόν και τον παραγωγό του.

Και, βέβαια, σε κάθε περίπτωση, το όποιο σύστημα εγγυάται την προαιρετικότητα της συμβουλής.

Ο καθένας έχει ρόλο

Ο σύμβουλος, που με το επίπεδο γνώσης και κατάρτισης του, με την εγνωσμένη εμπειρία του, θα πιστοποιείται επί συγκεκριμένων και μοναδικών πεδίων, όπου θα δύναται να ανταποκριθεί στον ρόλο του και όχι επί παντός επιστητού, με συγκεκριμένες καταγραμμένες υποχρεώσεις και δικαιώματα. Μπορεί σαφώς, με όρους νομιμότητας, να είναι ιδιωτικός, συνεταιριστικός, δημόσιος υπάλληλος, διασφαλίζοντας όμως σε κάθε περίπτωση την ανεξαρτησία και αμεροληψία της συμβουλής που παρέχει. Μπορεί να δραστηριοποιείται όπου δη στα όρια της επικράτειας, αρκεί να τηρεί τις δεσμεύσεις και υποχρεώσεις του. Θα αμείβεται, και μάλιστα ικανοποιητικά και ανάλογα με τις υπηρεσίες που προσφέρει, για να το κάνει καλά.

Η συμβουλευτική δομή, που υπακούοντας συγκεκριμένες υποχρεώσεις, συγκεντρώνοντας έναν μίνιμουμ αριθμό συμβούλων, έχοντας τις ανάλογες υλικοτεχνικές και ψηφιακές υποδομές και το αναγκαίο για την λειτουργία της προσωπικό, θα εγγυάται μέσω της διεπιστημονικής προσέγγισης την ολιστικότητα της συμβουλευτικής και θα διασφαλίζει τη δυνατότητα μιας επί πληρωμή παροχής της εξειδικευμένης συμβουλής για τις συγκεκριμένες ανάγκες κάθε μεμονωμένου αγρότη, πιστοποιημένη ότι διαθέτει την απαραίτητη επάρκεια για τα προηγούμενα. Προφανώς, η παρουσία ισχυρών δομών στο σύνολο της επικράτειας αποτελεί εχέγγυο και όχι μειονέκτημα του συστήματος. Δεν μπορεί κανείς να περιορίσει γεωγραφικά την άσκηση μιας τέτοιας οικονομικής δραστηριότητας. Η αγορά και ο ανταγωνισμός θα διαμορφώσουν το οικονομικό τίμημα της συμβουλευτικής. Οι ίδιοι οι αγρότες θα ξεχωρίσουν, προτιμώντας τις «καλές», που θα επιβιώσουν.

Οι κρατικές υπηρεσίες και δομές, που κατά περίπτωση, αφού οργανωθούν, θα συγκροτήσουν το θεσμικό πλαίσιο, θα βάλουν τους κανόνες, θα προβλέψουν τις κυρωτικές ρυθμίσεις στους παραβάτες, θα εκπληρώνουν τον ελεγκτικό τους ρόλο, θα εγγυούνται την ομαλή, διάφανη, απολογιστική λειτουργία του συστήματος προς όφελος του Δημόσιου συμφέροντος και των αγροτών και θα διασφαλίζουν συνθήκες ομαλού ανταγωνισμού ανάμεσα στους εμπλεκόμενους. Βεβαίως, και στα όρια άσκησης του κοινωνικού του ρόλου αλλά και των πραγματικών του δυνατοτήτων, το κράτος μπορεί να προβλέψει, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, σε ευάλωτες ομάδες αγροτών που δεν δύνανται να καταβάλλουν το αναλογούν οικονομικό αντίτιμο, συγκεκριμένα και σαφώς προσδιορισμένα τμήματα των φορέων του, αφού πιστοποιηθούν και αυτά, να παρέχουν μεμονωμένες υπηρεσίες, που δύνανται, έναντι συμβολικού τιμήματος.

Πατώντας σε ένα τέτοιο πεδίο συνεννόησης επί του θέματος παροχής υπηρεσιών στον αγροπεριβαλλοντικό χώρο, και λαμβάνοντας υπόψη το υφιστάμενο Κοινοτικό πλαίσιο, βεβαίως μπορούμε να συζητήσουμε πιο άνετα και με ασφάλεια πώς θα αξιοποιήσουμε πραγματικά αποτελεσματικά το Μέτρο 2 του ΠΑΑ, ώστε η Αριστερά, αυτό θεωρώ πως ομονοούμε είναι το ζητούμενο, να αφήσει ένα χρήσιμο για την κοινωνία αποτύπωμα διακυβέρνησης.

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: