Πληρώνεται ο παραγωγός για την ποιότητα του βαμβακιού;

Λαρισαίοι αγρότες και εκκοκκιστές διασταυρώνουν τα ξίφη τους

Το πρόσφατο πανελλήνιο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στη Λάρισα για το βαμβάκι ανέδειξε την αναγκαιότητα προστασίας της ποιότητας του βαμβακιού από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς (παραγωγούς -εκκοκκιστές- μεταποιητές). Ωστόσο, καταγράφηκαν και διαφωνίες από Θεσσαλούς βαμβακοπαραγωγούς, κυρίως μέσω του Συνεταιρισμού Λαρισαίων Αγροτών, οι οποίοι εξέφρασαν την πεποίθηση ότι «η ποιότητα δεν αντανακλάται στην τσέπη του παραγωγού». Επικαλέστηκαν, δε, την τιμή των 42- 44 λεπτών το κιλό, με την οποία πληρώθηκε πέρυσι η πλειονότητα των παραγωγών στη χώρα, αναρωτώμενοι «αν όλοι παρήγαγαν το ίδιο ποιοτικό προϊόν».

Συνεταιρισμός Λαρισαίων Αγροτών

Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συνεταιρισμού Λαρισαίων Αγροτών, Φώτη Παπαδόπουλο, «στο Συνέδριο της Λάρισας έγινε μεγάλη συζήτηση στο πώς θα παραχθεί ποιοτικό βαμβάκι, με διάφορες συμβουλές καλλιεργητικών πρακτικών.

Διάλεξαν, όμως, λάθος μέρος. Θα έπρεπε να κάνουν τη συζήτηση στη Μακεδονία, στη Φθιώτιδα ή αλλού. Στη Θεσσαλία, όπως απέδειξε στην ομιλία του ο διευθυντής του Κέντρου Ταξινόμησης Βάμβακος στην Καρδίτσα, Μοχάμεντ Νταράουσε, παράγουμε το καλύτερο βαμβάκι όχι μόνο πανελλαδικά, αλλά πανευρωπαϊκά. Εκείνο, όμως, που δεν συζητήθηκε, σκοπίμως θεωρώ, είναι πώς θα πληρωθεί ο Θεσσαλός για την ποιότητα του προϊόντος του.

Γιατί, για να το πετύχει, ξοδεύει αγοράζοντας συγκεκριμένες ποικιλίες σπόρων, εφαρμόζοντας όλες τις ορθές καλλιεργητικές πρακτικές λίπανσης και φυτοπροστασίας. Πώς γίνεται όλη η Ελλάδα να έχει τα ίδια ποιοτικά χαρακτηριστικά; 32% απόδοση, 28 μήκος ίνας, 13-17 υγρασία; Διότι, οι περισσότεροι βαμβακοπαραγωγοί πληρώθηκαν κατά μέσο όρο 42-44 λεπτά/κιλό. Είναι δίκαιο αυτό;», αναρωτιέται ο κ. Παπαδόπουλος και καταθέτει συγκεκριμένη πρόταση: Το ΥΠΑΑΤ, στο τρίμηνο της εκκοκκιστικής περιόδου, ας προσλάβει εποχικούς γεωπόνους, οι οποίοι στα εκκοκκιστήρια θα ελέγχουν μέρος των φορτίων που προσκομίζουν οι αγρότες και θα καταγράφουν τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά (υγρασία, απόδοση, χρώμα κ.λπ.).

Χαρακτηριστικά, τα οποία θα καθορίζουν και την τιμή. Βαμβάκι που έχει απόδοση πάνω από 32%, μήκος ίνας πάνω από 28 και υγρασία κάτω από 13% θα πρέπει να αποκτά υπεραξία. Για κάθε επιπλέον μονάδα να ανεβαίνει η τιμή ημέρας (χρηματιστηριακή). Κανονικά, κάποιος που παρέδωσε ποιοτικό βαμβάκι, με βάση τα παραπάνω νούμερα, έπρεπε να πληρωθεί πάνω από 50 λεπτά. Και εμείς λάβαμε 42-44 λεπτά. Οι εκκοκκιστές, όμως, κέρδισαν από την υπεραξία του προϊόντος».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και οι δηλώσεις των υπόλοιπων διοικητικών του συνεταιρισμού: «Το βαμβάκι είναι το μοναδικό προϊόν, που δεν επιστρέφει στον παραγωγό την υπεραξία που αποκτά λόγω ποιοτικών χαρακτηριστικών. Στην ντομάτα τα brix καθορίζουν την τιμή, στο σιτάρι η πρωτεΐνη και το ειδικό βάρος, επίσης. Και να σκεφτεί κανείς ότι στην εμπορία των σιτηρών δραστηριοποιούνται οι εκκοκκιστές. Άλλα μέτρα κι άλλα σταθμά για το βαμβάκι» τονίζουν, ενώ αναρωτιούνται «τι απέγινε η σχετική έρευνα της Επιτροπής Ανταγωνισμού».

Οι εκκοκκιστές

Σύμφωνα με εκπροσώπους εκκοκκιστικών επιχειρήσεων, «το γεγονός ότι το συνέδριο πραγματοποιήθηκε στη Λάρισα, οι δύο βασικές ενότητες του οποίου αφορούσαν το πώς θα αυξηθεί η αξία του βαμβακιού, συνεπώς και η τιμή του και πώς θα αναδειχθούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, αποδεικνύουν το ενδιαφέρον για το προϊόν».

Αντικρούοντας τις αιτιάσεις των Λαρισαίων αγροτών ότι «όλη η Ελλάδα έχει την ίδια τιμή στο βαμβάκι, ανεξαρτήτως ποιότητας», επικαλούνται τη διαδικασία που ακολουθείται πριν και μετά την εκκόκκιση, τονίζοντας πως «η ποιότητα ορίζεται από την υγρασία και τις ξένες ύλες σε πρώτο βαθμό και από την απόδοση και τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά απολογιστικά, σε δεύτερο βαθμό. Ακόμη και στη σύμβαση που υπογράφεται μεταξύ εκκοκκιστή και παραγωγού αναφέρεται ότι η ποιότητα αναπροσαρμόζεται βάσει των ποιοτικών χαρακτηριστικών».

Όπως τονίζουν οι εκκοκκιστές, «η υγρασία και οι ξένες ύλες του παραγόμενου προϊόντος εξετάζονται κατά την παράδοση του προϊόντος. Η απόδοση και τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά όμως είναι δύσκολο να προσμετρηθούν και αυτή η κατάσταση δυσχεραίνεται ακόμη περισσότερο, όταν παραδίδουν το προϊόν στα εκκοκκιστήρια ενδιάμεσοι έμποροι (μεσίτες) που μεταφέρουν με φορτηγά πολλά φορτία διάφορων παραγωγών, με αποτέλεσμα να χάνεται η ταυτότητα του προϊόντος. Ωστόσο, οι εκκοκκιστικές επιχειρήσεις φροντίζουν να επιβραβεύσουν την ποιότητα με βάση τις ποικιλίες των σπόρων που χρησιμοποιούνται, οι οποίες πιστοποιούνται από το Εθνικό Κέντρο Ταξινόμησης Βάμβακος.

Βασίλης Μάρκου: Με αυτόν τον τρόπο επιβραβεύουμε το ποιοτικό βαμβάκι

«Τα τελευταία πέντε χρόνια γίνεται μία συστηματική και οργανωμένη δουλειά από όλους (ΔΟΒ, ΥΠΠΑΤ, Εθνικό Κέντρο Ταξινόμησης Βάμβακος, Ένωση Ελλήνων Σποροπαραγωγών) για να παράξουμε ποιοτικό βαμβάκι και να επιβραβεύσουμε γι’ αυτό τον παραγωγό. Όσοι δεν το βλέπουν διακατέχονται από αναχρονιστικές αντιλήψεις, οι οποίες δεν υπηρετούν το βαμβάκι.

Στον 21ο αιώνα δεν μπορούμε να γυρίσουμε στην οργάνωση λειτουργίας που είχε ο Οργανισμός Βάμβακος πριν από 20 έτη, αλλά να εξελίξουμε το μοντέλο και να το προσαρμόσουμε στα νέα δεδομένα». Αυτά δήλωσε στην «ΥΧ» ο πρόεδρος της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Βάμβακος, Βασίλης Μάρκου, σχολιάζοντας τις αιτιάσεις των διοικούντων του συνεταιρισμού Λαρισαίων αγροτών για το πώς πληρώνεται η υπεραξία στο βαμβάκι.

Σύμφωνα με τον κ. Μάρκου, «στο βαμβάκι εφαρμόζουμε συμβολαιακή γεωργία, που σημαίνει ότι υπάρχει συμφωνία εκκοκκιστών-παραγωγών για τις ποικιλίες που θα χρησιμοποιηθούν και την προστιθέμενη αξία που θα προσδώσουν στο προϊόν, σύμφωνα με την απόδοση σε ίνα και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που προσκομίζει ο παραγωγός. Ποικιλίες που καθορίζονται από το Εθνικό Κέντρο Ταξινόμησης Βάμβακος κατόπιν τριμερούς συμφωνίας του Κέντρου με τη Διεπαγγελματική και την Ένωση Ελλήνων Σποροπαραγωγών, σε μία διαδικασία μάλιστα στην οποία το κόστος βαραίνει αποκλειστικά τη Διεπαγγελματική.

Όσον αφορά την υγρασία, Υπουργική Απόφαση υποχρεώνει τις εκκοκκιστικές επιχειρήσεις να την καταγράφουν σε κάθε παρτίδα βαμβακιού που παραλαμβάνεται και εναπόκειται στη συνέχεια στη συμφωνία των δύο μερών για τη διαμόρφωση της τιμής».