Η πονεμένη ιστορία των Διαχειριστικών Σχεδίων Βόσκησης

Η «ΥΧ» ανοίγει τον φάκελο, αναζητώντας τα αίτια που εµποδίζουν την υλοποίησή τους σχεδόν επί µία δεκαετία

των Αντώνη Ανδρονικάκη, Μαρίας Αμπατζή, Γιώργου Ρούστα, Νικολέτας Τζώρτζη

Το θέμα των Διαχειριστικών Σχεδίων Βόσκησης έχει απασχολήσει επανειλημμένα την αγροτική κοινή γνώμη και την αρθρογραφία και όχι αδίκως, καθώς αποτελεί διαχρονική διαχειριστική αδυναμία των εκάστοτε πολιτικών αρχών της χώρας και των ηγεσιών του ΥΠΑΑΤ. Πρόκειται για ένα ζήτημα που αντιμετωπίζεται εδώ και σχεδόν μια δεκαετία με λογικές απόκρυψης και αναβολής της αντιμετώπισης του προβλήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχουν δοθεί αλλεπάλληλες παρατάσεις για ένα ζήτημα που επηρεάζει τόσο τη χάραξη ουσιαστικής αγροτικής πολιτικής όσο και τη δίκαιη και ορθολογική πληρωμή των ενισχύσεων στους κτηνοτρόφους. Αμφότερες οι ανωτέρω συνθήκες αδυνατούν να εκπληρωθούν χωρίς σχέδια βόσκησης.

Η «ΥΧ» ανοίγει σήμερα τον φάκελο των Σχεδίων Βόσκησης, με στόχο να αναζητηθούν οι αιτίες που εμποδίζουν ένα έργο που θα συμβάλει στην ανάταξη της ελληνικής κτηνοτροφίας.

Οι επιπτώσεις

Η έκταση των αντιδράσεων των κτηνοτρόφων, που πήραν μορφή… χιονοστιβάδας κατά τη φετινή πληρωμή της Εξισωτικής, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από τα πολλά που καταδεικνύουν την αναγκαιότητα της επίλυσης του προβλήματος των ΔΣΒ. Οι επιπτώσεις της στασιμότητας που παρουσιάζει το ζήτημα είναι, σύμφωνα με τους γνώστες, πολυεπίπεδες.

Όπως ανέφερε στην «ΥΧ» έμπειρος μελετητής από τη Βόρεια Ελλάδα που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, «από τη στιγμή που δεν γνωρίζουμε πού εντοπίζονται και πόση έκταση κατέχουν οι επιλέξιμοι και εν δυνάμει επιλέξιμοι βοσκότοποι σε επίπεδο επικράτειας, δεν είμαστε σύννομοι με το αντίστοιχο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΚ 2392/2017, ο περίφημος κανονισμός Omnibus)».

Δεν είναι όμως μόνο η ακροβασία της χώρας αναφορικά με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, η οποία θα μπορούσε, όπως υποστηρίζουν γνώστες του ζητήματος, να επιφέρει ακόμα και τον καταλογισμό κάποιου προστίμου για τη χώρα μας:

«Το βασικό και ουσιαστικό πρόβλημα είναι ότι δεν γνωρίζουμε τα χαρακτηριστικά των βοσκοτόπων. Αυτό σημαίνει ότι δεν γνωρίζουμε πόσα ζώα μπορούν να φιλοξενήσουν οι βοσκότοποι σε κάθε περιφέρεια, ποια είναι η παραγωγικότητα των εδαφών αυτών και άλλες τέτοιες παραμέτρους, ώστε να διαμορφωθεί ένα εθνικός χάρτης επιλέξιμων βοσκοτόπων. Επιπλέον, δεν μπορούν να εφαρμοστούν πολιτικές και δράσεις, όπως για παράδειγμα η ενίσχυση της νομαδικής κτηνοτροφίας, η ειδική και βάσει σχεδίου βόσκηση σε περιοχές Natura, η προστασία της βιοποικιλότητας σε μειονεκτικές περιοχές και γενικότερα δεν μπορεί να χαραχτεί κανένας σοβαρός και μακροπρόθεσμος σχεδιασμός για τη ζωική μας παραγωγή» σχολιάζει στην «ΥΧ» έμπειρος μελετητής από την Αθήνα.

Το ιστορικό

Πολύ συνοπτικά, το ιστορικό ενός ζητήματος που παραμένει μέχρι σήμερα άλυτο έχει ως εξής: Με τον Ν. 4351/2015 «Βοσκήσιμες γαίες Ελλάδας» προβλέπεται η κατάρτιση της εθνικής γεωγραφικής πληροφορικής βάσης δεδομένων και η κατάρτιση των Διαχειριστικών Σχεδίων Βόσκησης με προθεσμία μέχρι τις 31/12/2019. Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 2019 υπήρξαν αλλεπάλληλες ρυθμίσεις για τη χορήγηση παρατάσεων της εκπόνησης των σχεδίων.

Με πρόσφατη τροποποίηση (κατάθεση τροπολογίας) τον Φεβρουάριο του 2023 αλλάζει ο ορισμός του βοσκοτόπου και δίνεται νέα παράταση ολοκλήρωσης των Διαχειριστικών Σχεδίων για τις 31/12/2024.

Το 2020 (επί υπουργίας Βορίδη) εκδίδεται Υπουργική Απόφαση, διά της οποίας το ΥΠΑΑΤ συνάπτει προγραμματικές συμβάσεις με οκτώ περιφέρειες, που εγκρίνονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Πρόκειται για τις περιφέρειες Ηπείρου, Δυτικής Μακεδονίας, Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, Θεσσαλίας, Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας, Κρήτης και Νοτίου Αιγαίου. Σύμφωνα με τις συμβάσεις αυτές, οι περιφέρειες θα αναλάμβαναν την εκπόνηση των σχεδίων.

Ακολουθεί μια περίοδος λανθασμένων χειρισμών του υπουργείου, με αποτέλεσμα ο διαγωνισμός από τον οποίο θα έπρεπε να προκύψει ο ανάδοχος για τη δημιουργία της εθνικής γεωπληροφοριακής βάσης να μην ολοκληρωθεί ποτέ. Αυτό έχει ως επίπτωση να μην υπάρχει σύμβουλος για την απαραίτητη βάση δεδομένων. Από εκεί και πέρα και χωρίς να έχουν γίνει σαφείς οι λόγοι αυτής της μη κάλυψης του κενού, δεν υπήρξε καμία ουσιαστική πρόοδος στο εν λόγω ζήτημα.

Μετά την αλλαγή στην ηγεσία του ΥΠΑΑΤ και παρά το γεγονός ότι έγινε προσπάθεια να αλλάξουν οι όροι του διαγωνισμού, επικράτησε μια κατάσταση που χαρακτηρίστηκε από παλινωδίες χωρίς κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα. Τελικά, δρομολογήθηκε η εκπόνηση των σχεδίων από το υπουργείο, καθώς οι εκπρόσωποι των περιφερειών δήλωσαν αδυναμία υλοποίησής τους για διάφορους λόγους.

Σύμφωνα με έμπειρα στελέχη δασικών υπηρεσιών και μελετητικών γραφείων, η πρόσφατη χορήγηση παράτασης μέχρι το τέλος του 2024 δεν πρόκειται να είναι η τελευταία, καθώς είναι αδύνατον το εναπομείναν χρονικό διάστημα να επαρκέσει για την υλοποίηση των σχεδίων.

Οι ευθύνες και «τι μέλλει γενέσθαι»

Το ερώτημα που παραμένει αναπάντητο μέχρι σήμερα, σύμφωνα με τους γνώστες της κατάστασης, είναι «τι εμπόδισε τις οκτώ περιφέρειες από τον Σεπτέμβριο του 2020 μέχρι σήμερα να προχωρήσουν στην ανάθεση των μελετών;». Η «ΥΧ» απευθύνθηκε στις περιφέρειες Θεσσαλίας, Δυτικής Ελλάδος και Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης σε μια προσπάθεια να δοθεί μια απάντηση. Ωστόσο, οι εκπρόσωποι των περιφερειών προτίμησαν κυρίως να αναφερθούν στο τι πρόκειται να γίνει από εδώ και στο εξής.

Σύμφωνα με τον αντιπεριφερειάρχη Πρωτογενούς Τομέα της Περιφέρειας Θεσσαλίας, Απόστολο Μπίλλη, η περιφέρεια ανέθεσε την εκπόνηση των ΔΣΒ στο ΥΠΑΑΤ, με βασική αιτιολογία την έλλειψη προσωπικού των υπηρεσιών της περιφέρειας και με γνώμονα ότι μία συλλογική προσπάθεια σε εθνικό επίπεδο θα έχει πιο πρακτικά αποτελέσματα και οι διαδικασίες θα τρέξουν γρηγορότερα.

Όπως δήλωσε ο κ. Μπίλλης στην «ΥΧ», «στόχος της διαδικασίας είναι η πλήρης και αντικειμενική απογραφή της φυσιογνωμίας, του καθεστώτος χρήσης και του παραγωγικού δυναμικού των βοσκήσιμων γαιών στην Περιφέρεια Θεσσαλίας, με σύγχρονες τεχνολογίες, προκειμένου να γίνει ο χωρικός προσδιορισμός, να είναι γνωστή η ακριβής επιφάνειά τους, η αξιόπιστη εκτίμηση της βοσκοϊκανότητάς τους, η λιβαδική κατάσταση και να καταστεί δυνατή η διαίρεσή τους σε λιβαδικές μονάδες, οι οποίες θα κατανεμηθούν στη συνέχεια στους κτηνοτρόφους, ούτως ώστε να εξατομικευτεί η χρήση τους».

Από την πλευρά του, ο αντιπεριφερειάρχης Αγροτικής Ανάπτυξης Δυτικής Ελλάδας, Θεόδωρος Βασιλόπουλος, γνωστοποίησε στην «ΥΧ» ότι σύντομα θα προκηρυχθεί ο διαγωνισμός για το Διαχειριστικό Σχέδιο της περιφέρειας: «Το Περιφερειακό Συμβούλιο Δυτικής Ελλάδας ενέκρινε τη Σύναψη Προγραμματικής Σύμβασης του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων με την Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας για την υλοποίηση του έργου “Εκπόνηση Διαχειριστικού Σχεδίου Βόσκησης της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας” προϋπολογισμού 1.907.568,96 ευρώ.

Πλέον αναμένεται προσεχώς να ξεκινήσει ο διαγωνισμός για το Διαχειριστικό Σχέδιο Βόσκησης στη Δυτική Ελλάδα, που θα αφορά μια έκταση σχεδόν 4,5 εκατ. στρεμμάτων στις περιφερειακές ενότητες Αιτωλοακαρνανίας, Αχαΐας και Ηλείας. Η προθεσμία εκπόνησης, υποβολής και έγκρισης ΔΣΒ, με τροπολογία που κατέθεσε στη Βουλή το ΥΠΑΑΤ, παρατείνεται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2024, ενώ αλλάζει και τον ορισμό των βοσκήσιμων γαιών.

Τα Σχέδια Βόσκησης αποτελούν μια εκκρεμότητα για την κτηνοτροφία, που έρχεται από το παρελθόν και η οποία δημιουργεί καταλογισμούς από τα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα, καθώς επίσης εμποδίζει την ανάπτυξη σε τοπικό επίπεδο και τη συμμετοχή των κτηνοτρόφων στη διαχείριση των βοσκοτόπων.

Το Διαχειριστικό Σχέδιο θα είναι πολύ χρήσιμο για την κατανομή των δικαιωμάτων Ενιαίας Ενίσχυσης και την επίλυση των προβλημάτων που δημιουργούνται μέχρι σήμερα με τα βοσκοτόπια. Μέσω του σχεδιασμού αυτού, επιδιώκεται η πλήρης και αντικειμενική απογραφή της φυσιογνωμίας, του καθεστώτος χρήσης και του παραγωγικού δυναμικού των βοσκήσιμων γαιών με σύγχρονες τεχνολογίες, προκειμένου να κατανεμηθούν στη συνέχεια σε κτηνοτρόφους, ούτως ώστε να εξατομικευτεί η χρήση τους».

Η ενημέρωση της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης στην «ΥΧ» για το θέμα ήταν η ακόλουθη: «Στην απόφαση του ΥΠΑΑΤ, με ημερομηνία 8 Φεβρουαρίου 2023, η ΠΑΜ-Θ συγκαταλέγεται μεταξύ των περιφερειών στις οποίες ανατέθηκε η εκπόνηση Διαχειριστικού Σχεδίου Βόσκησης με Προγραμματική Σύμβαση.

Μετά την έγκριση από το Περιφερειακό Συμβούλιο Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης της προγραμματικής σύμβασης, αναμένεται η έγκριση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ταυτόχρονα, αναμένεται σε εύλογο χρονικό διάστημα η επιστροφή παρακρατημένων ποσών από την περίοδο 2021-2022, καθώς έχουν γίνει οι απαιτούμενες ενέργειες. Το ποσό προσδιορίζεται στα 500.000 ευρώ. Στη συνέχεια, θα γίνει διαγωνισμός και θα ακολουθήσει η διαδικασία της ανάθεσης. Η προετοιμασία για το κυρίως σώμα του διαγωνισμού έχει γίνει, υπολείπεται να ολοκληρωθούν τεχνικά δεδομένα σε ορισμένα τεύχη δημοπράτησης και ο εκτιμώμενος χρόνος είναι ένας μήνας».

Κενά και απορίες

Ακόμα όμως και αν τελικά οι νέες προγραμματικές συμβάσεις των περιφερειών προχωρήσουν και εντέλει εκπονηθούν τα… πολύπαθα σχέδια, σοβαρά κενά εξακολουθούν να ναρκοθετούν την προσπάθεια. Όπως εξηγεί στην «ΥΧ» έμπειρο στέλεχος της τοπικής αυτοδιοίκησης που θέλησε να διατηρήσει την ανωνυμία του, «οι βοσκότοποι βρίσκονται κυρίως σε δασικές εκτάσεις. Πώς γίνεται να μη βρίσκεται στους συμβαλλόμενους που υπέγραψαν τις συμβάσεις και ο διαχειριστής για τις εκτάσεις αυτές, δηλαδή το ΥΠΕΝ; Ποιος θα δώσει την έγκριση ενός σχεδίου, μια υπηρεσία που δεν διαχειρίζεται τις εν λόγω εκτάσεις; Πώς θα υλοποιηθούν οι παρεμβάσεις που θα προτείνονται στα σχέδια και από πού θα εξασφαλιστούν οι άδειες;». Επιπλέον ζήτημα που έθεσαν υπόψη μας έμπειροι μελετητές, με τη λίστα πάντως να μην εξαντλείται με αυτό, είναι ότι στις συμβάσεις δεν αναφέρεται τι πρόκειται να γίνει στις περιπτώσεις των ιδιωτικών βοσκοτόπων.