Πονοκέφαλος η αύξηση του κόστους για τις ελληνικές ιχθυοκαλλιέργειες

Οι εταιρείες του κλάδου εκτιμούν ότι το κόστος παραγωγής έχει αυξηθεί κατά 20% τον τελευταίο χρόνο

Παρά τις δυσκολίες και τις προκλήσεις που επέφερε η πανδημία με το κλείσιμο των αγορών, και τη δυσκολία στις μεταφορές, ο κλάδος της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας όχι μόνο κατόρθωσε να διαχειριστεί αποτελεσματικά την παραγωγή και την απρόσκοπτη λειτουργία της εφοδιαστικής αλυσίδας, αλλά πέτυχε το 2020 αύξηση 5% στις εξαγωγές και κατάφερε να διατηρήσει σχεδόν στα ίδια επίπεδα τον όγκο πωλήσεων. Οι ενδείξεις για το 2021 είναι ενθαρρυντικές, καθώς φαίνεται πως ο κλάδος θα επανέλθει στα προ της πανδημίας επίπεδα και θα κλείσει με αύξηση της παραγωγής περίπου στο 3%.

Όμως, ενόσω η πανδημία εξακολουθεί να διαμορφώνει την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα και η επαναφορά της κανονικότητας αναβάλλεται διαρκώς, ο κλάδος έχει βρεθεί μπροστά σε μια νέα πρόκληση: τη δραματική αύξηση του κόστους παραγωγής. 

Πολλοί παράγοντες, όπως η διαταραχή των εφοδιαστικών αλυσίδων λόγω της πανδημίας, της υψηλής ζήτησης τροφίμων ιδιαίτερα από την Κίνα, καθώς πολλές χώρες έχουν προβεί σε αποθεματοποίηση, της ξηρασίας από το La Nina (2020-2021), το κόστος των ορυκτών καυσίμων, μετάλλων και άλλα, έχουν οδηγήσει σε αυξήσεις τιμών των τροφίμων παγκοσμίως, αλλά και στην Ελλάδα. 

Οι αυξήσεις που καταγράφονται σε πολλούς κλάδους στην παγκόσμια αλυσίδα της παραγωγής επηρεάζουν αλυσιδωτά το συνολικό κόστος λειτουργίας και παραγωγής των επιχειρήσεων της ιχθυοκαλλιέργειας, όπως και της μεταποίησης των προϊόντων της. Το ενεργειακό κόστος για τη λειτουργία των μονάδων λόγω της αύξησης της τιμής των καυσίμων έχει σημειώσει αύξηση της τάξης του 97%. 

Το κόστος των ιχθυοτροφών επίσης έχει αυξηθεί λόγω της αύξησης των πρώτων υλών που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή τους. Υπολογίζεται ότι οι τιμές των πρώτων υλών έχουν αυξηθεί σε ποσοστό 15%. Ενδεικτικά πρέπει να σημειώσουμε ότι ο δείκτης αγροτικών προϊόντων αυξήθηκε κατά 58% το τελευταίο 12μηνο (έλαια, σόγια, καλαμπόκι, δημητριακά και άλλα), γεγονός που δίνει μια σαφή εικόνα της ανόδου των τιμών, τόσο στα φρέσκα τρόφιμα όσο και στο κόστος των πρώτων υλών για τις βιομηχανίες μεταποίησης. 

Σημαντική αύξηση της τάξης του 17% σημειώνουν και τα υλικά συσκευασίας, αποτέλεσμα επίσης της αύξησης των πρώτων υλών στη βιομηχανία, πλαστικών και μετάλλων. Ταυτόχρονα, το κόστος για τις μεταφορές των εμπορευμάτων λόγω της αύξησης των καυσίμων, αλλά και των δυσκολιών και προβλημάτων που προκάλεσε η πανδημία έχει εκτοξευτεί.

Μεσοσταθμικά το κόστος της μεταφοράς έχει αυξηθεί 8%. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας είναι ευπαθή προϊόντα, τα οποία θα πρέπει να φτάσουν στον προορισμό τους σε σύντομο χρονικό διάστημα από την αλίευσή τους, σε διαφορετική περίπτωση χάνουν τη φρεσκάδα τους και, άρα, δεν μπορούν να διατεθούν στους καταναλωτές.

Είναι σαφές ότι η παραγωγική αλυσίδα γενικώς, αλλά και ειδικώς σε σχέση με την ιχθυοκαλλιέργεια, βρίσκεται ήδη σε μεγάλη πίεση. Η συνεκτίμηση όλων των παραμέτρων που προαναφέρθηκαν οδηγεί σε μια συνολική αύξηση του κόστους παραγωγής της τάξης του 20% για την ιχθυοκαλλιέργεια, όπως έχουν υπολογίσει οι εταιρείες του κλάδου. 

«Προφανώς ένα τέτοιο μέγεθος θα δημιουργήσει μεγάλη πίεση στις εταιρείες του κλάδου», επισημαίνουν λαμβάνοντας υπόψη μάλιστα την ήδη πολύ χαμηλή τιμή πώλησης των ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας, η οποία, λόγω των συνθηκών μείωσης της ζήτησης που διαμορφώθηκαν με την πανδημία, έπεσε περισσότερο. 

«Η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια βρίσκεται μπροστά σε σημαντικές αποφάσεις, που θα τη βοηθήσουν συνολικά να προσαρμοστεί στην πραγματικότητα που διαμορφώνεται», επισημαίνει εκπρόσωπος της Ελληνικής Οργάνωσης Παραγωγών Υδατοκαλλιέργειας (ΕΛΟΠΥ). Πρέπει να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων του κλάδου, ο οποίος καλείται να βελτιώσει τις οικονομικές αποδόσεις που θα του επιτρέψουν να συνεχίσει τόσο τις επενδύσεις του, όσο και την ενίσχυση της καινοτομίας και της ανταγωνιστικότητάς του σε διεθνές επίπεδο», προσθέτει. 

Οι εταιρείες-μέλη της ΕΛΟΠΥ, που αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 80% της Ελληνικής Ιχθυοκαλλιέργειας, διαθέτουν τη γνώση, την πείρα, τα στελέχη, αλλά και την επιχειρηματική βούληση, ώστε να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά και αυτή την πρόκληση, διασφαλίζοντας την απρόσκοπτη παραγωγή προϊόντων κορυφαίας ποιότητας και υψηλής διατροφικής αξίας.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας εκτρέφονται με πολύ αυστηρούς κανόνες και ευρωπαϊκές προδιαγραφές. Τα ψάρια στα πρώτα στάδια της ζωής τους και μέχρι να γίνουν 3 γρ., αναπτύσσονται σε χερσαίους ιχθυογεννητικούς σταθμούς και τρέφονται με φυσική τροφή που θα έβρισκαν και στο περιβάλλον. Ταυτόχρονα, γίνεται και καλλιέργεια οργανισμών που αποτελούν την τροφή των λαρβών (μικρά ψάρια) όπως γαρίδες, φυτοπλαγκτόν και άλλοι οργανισμοί. Σταδιακά, όσο τα ψάρια μεγαλώνουν, αλλάζει η τροφή τους σε ιχθυοτροφή, η οποία είναι ιδιαίτερα πλούσια σε θρεπτικά συστατικά και αποτελείται κατά 20%-40% από ιχθυάλευρα, κατά 15% από ιχθυέλαια και από ένα πρόμειγμα βιταμινών και ιχνοστοιχείων, όπως βιταμίνες C, E κ.λπ. Για την παρασκευή των ιχθυοτροφών, χρησιμοποιούνται ιχθυάλευρα και ιχθυέλαια, τα οποία προέρχονται από άλλα ψάρια. Χρειάζονται 1,2 κιλά άγριων ψαριών –δηλαδή αλιεύματα τα οποία δεν διατίθενται στην κατανάλωση και σε διαφορετική περίπτωση θα απορρίπτονταν στη θάλασσα– για να παραχθεί 1 κιλό καλλιεργημένων.