Πώς μειώνουμε την εξαγωγική δυναμική μας

Κατακόρυφη ήταν η πτώση των εξαγωγών τον μήνα Απρίλιο, που κυμάνθηκε στο 30,6% για το σύνολο της οικονομίας, ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ. Η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι το πρώτο τετράμηνο του έτους οι ελληνικές εξαγωγές μειώθηκαν συνολικά κατά 8,6%.

Εντελώς αντίθετα ήταν, ωστόσο, τα δεδομένα στην ευρύτερη αγροδιατροφή, καθώς το διάστημα Ιανουαρίου – Απριλίου 2020 προς το αντίστοιχο του 2019 οι εξαγωγές αυξήθηκαν στους κλάδους «Tρόφιμα» κατά 13,0%, «Λίπη – Έλαια» κατά 49,2% και «Ποτά – Καπνός» κατά 8,7%. Εάν σε αυτούς προστεθεί και το βαμβάκι, ο πρωτογενής τομέας και οι «γεωργικές βιομηχανίες» συνολικά συνέβαλαν σχεδόν στο 1/3 των εξαγωγών της Ελλάδας χωρίς να συνυπολογίζονται τα πετρελαιοειδή.

 

Οι επιδόσεις αυτές θα ήταν πολύ πιο εντυπωσιακές, εάν:

Πρώτον, ο δευτερογενής τομέας, που επεξεργάζεται τα πρωτογενή αγροτικά προϊόντα, δημιουργούσε προστιθέμενη αξία παρόμοια με αυτήν που δημιουργείται σε μία μεσαία δυτικοευρωπαϊκή χώρα, όπως για παράδειγμα η Πορτογαλία. Σε αυτή την περίπτωση, η Ελλάδα με την ίδια ακριβώς πρώτη ύλη, που διαθέτει σήμερα, θα είχε σημαντικό εμπορικό υπερπλεόνασμα ισοζυγίου και όχι το έλλειμμα που έχει.

Δεύτερον, εάν η εξαγωγή κάποιων προϊόντων καταγραφόταν με βάση τα πραγματικά στοιχεία και όχι υποτιμολογιμένα. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται διαδεδομένο στα νωπά και κυρίως σε συναλλαγές με άλλες χώρες της Βαλκανικής.

Τυπικό παράδειγμα, κατά τη γνώμη στελέχους κρατικού ελεγκτικού μηχανισμού που επικοινώνησε μαζί μας, αποτελεί αυτό που συνέβη πρόσφατα, σε πύλη εξόδου. Υπάλληλος διέκρινε ότι φορτηγό ήταν υπέρβαρο και ζήτησε τα συνοδευτικά έγγραφα. Από αυτά προέκυψε ότι τιμολογήθηκαν πορτοκάλια χύμα υψηλής ποιότητας προς 8 λεπτά/κιλό σε εταιρεία με έδρα άλλη βαλκανική χώρα-μέλος της ΕΕ, η οποία τα τιμολογούσε με προορισμό την Ιταλία προς 18 λεπτά το κιλό. Οι συναλλαγές έγιναν εν μέσω πανδημίας, σε μία περίοδο που η τιμή παραγωγού για το συγκεκριμένο προϊόν κυμαινόταν στα 50 λεπτά.

Μπορεί, βέβαια, τα φαινόμενα αυτά να αφορούν τον πυρήνα προάσπισης της υγιούς επιχειρηματικότητας, δεν παύουν όμως να περιορίζουν την εξαγωγική δυναμική της αγροδιατροφής.