Πώς χάθηκε το πλεόνασμα

Πριν από δύο χρόνια περίπου, η «ΥΧ» είχε αναδείξει μια ιδιαίτερα θετική εξέλιξη. Πιο συγκεκριμένα, ότι το 2020, και μετά από μια περίοδο 36 ετών, το διαχρονικό ελλειμματικό ισοζύγιο του αγροδιατροφικού τομέα παρουσίασε πλεόνασμα.

Το επόμενο έτος, το πλεόνασμα αυτό μειώθηκε αισθητά, ενώ με βάση τα πρώτα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2022, που ανακοινώθηκαν προχθές, το πλεόνασμα χάθηκε. Τι μεσολάβησε και χάθηκε ένα τόσο σημαντικό επίτευγμα;

Κατ’ αρχάς, λόγω της κρίσης και της αύξησης των διεθνών τιμών, οι εισαγωγές έγιναν πιο ακριβές. Για παράδειγμα, ενώ αυξήθηκαν το πρώτο ενδεκάμηνο του 2022 σε όγκο κατά 2% περίπου, αυξήθηκαν σε αξία κατά 30%. Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τις εξαγωγές μας, όχι όμως στον ίδιο βαθμό, οι οποίες μειώθηκαν σε όγκο κατά 4% περίπου, αλλά αυξήθηκαν σε αξία κατά 17%.

Όπως προκύπτει από μια πιο λεπτομερή εξέταση των στοιχείων, η αδυναμία μας να διευρύνουμε ή να διατηρήσουμε μια ανταγωνιστική δυναμική οφείλεται εκτός των άλλων:

✱ Στην επιδείνωση του ισοζυγίου των κρεάτων, των γαλακτοκομικών και των ζωοτροφών.

✱ Στη συνέχιση της περιορισμένης προστιθέμενης αξίας των προϊόντων που εξάγουμε. Όπως έχουμε πει κατ’ επανάληψη, για κάθε 1 ευρώ αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα, η βιομηχανία προσθέτει αξία 40 λεπτών. Αντίθετα, σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα παρόμοιου μεγέθους, την Πορτογαλία, για κάθε 1 ευρώ γεωργικής παραγωγής
η αντίστοιχη βιομηχανία που την επεξεργάζεται προσθέτει 1,5 ευρώ. Συνεπώς, εάν κάτι παρόμοιο συνέβαινε και στην Ελλάδα, θα ήμασταν ιδιαίτερα πλεονασματικοί.

✱ Ενδεικτική είναι η πορεία του «προϊόντος βαρόμετρου» των εξαγωγών, του ελαιολάδου, που η μέση τιμή εξαγωγής εμφανίζεται περίπου 15% υψηλότερη από τη μέση τιμή παραγωγού, καταδεικνύοντας την ιδιαίτερα μικρή προστιθέμενη αξία του κλάδου.

Όλα τα παραπάνω, βέβαια, αλλάζουν με σχέδιο και κατάλληλες πολιτικές. Και όπως ακριβώς ο τότε υπουργός πιστώθηκε την επιτυχία του πλεονασματικού ισοζυγίου για το 2020 με όσα έκανε, ο σημερινός πρέπει να χρεωθεί την τωρινή εικόνα των ελλειμμάτων και την απώλεια ενός επιτεύγματος. Γιατί, βέβαια, η χάραξη και η υλοποίηση πολιτικής στον πρωτογενή τομέα αποτελούν μια σύνθετη υπόθεση.