Πουλήσαμε περισσότερη φέτα, αλλά λιγότερο κεφαλοτύρι πέρσι στη Γερμανία

Έβδομος σημαντικότερος προμηθευτής γαλακτοκομικών της χώρας η Ελλάδα

Αύξηση κατά 3% σημείωσε η αξία των εξαγωγών της ελληνικής φέτας στη γερμανική αγορά το 2019 έναντι του 2018, αγγίζοντας τα 128,5 εκατ. ευρώ, ποσό μάλιστα αυξημένο κατά 25,4% από εκείνο του 2015, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελληνικής Πρεσβείας στο Βερολίνο.

Για το 2019, οι εξαγωγές της ελληνικής φέτας ΠΟΠ αντιπροσώπευσαν περίπου το 90% των εξαγωγών τυροκομικών της χώρας μας προς τη συγκεκριμένη αγορά σε όρους αξίας, ενώ, γενικότερα, κατά την τελευταία πενταετία οι αποστολές της ελληνικής φέτας στη γερμανική αγορά κατέγραψαν μία σταθερά αυξητική τάση, έναντι της πορείας άλλων τύπων τυριών.

Ενδεικτικά, σύμφωνα με την ίδια πηγή, το 2019, αντίθετη πορεία σε σύγκριση με αυτήν της φέτας είχε η αξία των εξαγωγών κεφαλογραβιέρας και κασεριού προς τη γερμανική αγορά, η οποία ανήλθε μόλις στα 433.626 ευρώ, όταν το 2018 η αξία τους έφτανε τα 655.671 ευρώ (μείωση κατά 33,87%). Μεγαλύτερη μείωση για τα ίδια έτη εμφάνισε το ελληνικό κεφαλοτύρι, η αξία των εξαγωγών του οποίου το 2019 έφτασε τα 256.023 ευρώ, έναντι των 460.728 ευρώ του 2018 (μείωση κατά 44,43%).

Παρακολουθώντας την αξία των εξαγωγών και στις δύο αυτές κατηγορίες τυριών, αυτές κατέγραψαν μία σαφώς ανοδική πορεία από το 2016 έως το 2018, που έφτασαν στα υψηλότερα επίπεδα της τελευταίας πενταετίας, για να επανέλθουν το 2019 (πίνακας 1).

Διψήφια η αύξηση των εξαγωγών στην πενταετία

Με τη συνολική αξία των ελληνικών εξαγωγών τυροκομικών προς τη συγκεκριμένη αγορά να ανέρχεται στα 142 εκατ. ευρώ, καταγράφεται μικρή μείωση από τις επιδόσεις μας έναντι του 2018 κατά μόλις 0,03%, αλλά αντίθετα αύξηση από την αξία των αντίστοιχων ελληνικών εξαγωγών του 2015, κατά 16,6%. Η Ελλάδα, μάλιστα, αποτελεί τον έβδομο σε σειρά κατάταξης προμηθευτή της γερμανικής αγοράς σε τυροκομικά, μετά τις Ολλανδία, Γαλλία, Ιταλία, Αυστρία, Δανία και Ελβετία.

Πάνω από 25 κιλά η κατά κεφαλήν κατανάλωση

Η Γερμανία είναι μία χώρα αυτάρκης στα τυροκομικά προϊόντα, με την παραγωγή της να ανέρχεται σε 2,58 εκατ. τόνους το 2019 και περίπου 1,27 εκατ. τόνους εξαγωγών, ενώ οι εισαγωγές της άγγιξαν τους 872.000 τόνους την ίδια χρονιά. Πιο αναλυτικά, σκληρά, ημίσκληρα και μαλακά τυριά καταλαμβάνουν την πρώτη θέση (44%) της γερμανικής παραγωγής τυροκομικών, με 67% επί του συνόλου των εισαγωγών και 45% των εξαγωγών, ενώ ακολουθούν τα νωπά, τα τυριά με νηματοποιημένη μάζα και τα ανακατεργασμένα τυροκομικά. Σε όρους αξίας, το 2019 οι γερμανικές εισαγωγές τυροκομικών ανήλθαν σε περίπου 4 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 5,33% από αυτές του 2018, όταν οι εξαγωγές της ξεπέρασαν τα 4,11 δισ., αυξημένες αντίστοιχα κατά 5%.

Η κατ’ άτομο κατανάλωση τυροκομικών στη χώρα την περασμένη χρονιά έφτασε τα 25,13 κιλά, αυξημένη κατά σχεδόν 8% από αυτήν του 2010. Σκληρά, ημίσκληρα και μαλακά τυριά αφορούν σχεδόν το ήμισυ αυτής της κατανάλωσης.

Τρόφιμα και ποτά, ο τέταρτος σε σημασία βιομηχανικός τομέας

Γενικότερα, σε ό,τι αφορά τα μεγέθη της γερμανικής αγοράς τροφίμων και ποτών, σύμφωνα με έκθεση της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Ένωσης Βιομηχανιών Τροφίμων (Bundesvereinigung der Deutschen Ernarungsindustrie-BVE), που παραθέτει το Γραφείο ΟΕΥ του Βερολίνου, τα κέρδη του τομέα το 2018 ανήλθαν στα 179,6 δισ. ευρώ, σταθερά σε σχέση με αυτά του 2017.

Από αυτά, τα 120,1 δισ. ευρώ αφορούν την εσωτερική κατανάλωση, ενώ 59,5 δισ. αναφέρονται στις εξαγωγές, με τις τελευταίες να αποτελούν τον κύριο μοχλό ανάπτυξης, αφού τα προϊόντα της χώρας έχουν συνεχώς αυξανόμενη ζήτηση σε διάφορες αγορές του εξωτερικού.

Υψηλότερη συμμετοχή στον συνολικό τζίρο των γερμανικών επιχειρήσεων τροφίμων φαίνεται ότι έχουν τα κρέατα και τα επεξεργασμένα προϊόντα κρέατος (23,7%), με τα γαλακτοκομικά και τα παράγωγά τους (15,1%) να ακολουθούν, ενώ την τετράδα συμπληρώνουν τα προϊόντα ζαχαροπλαστικής και αρτοποιίας (9,7%), καθώς και τα αλκοολούχα ποτά (7,6%). Στην πέμπτη θέση κατατάσσονται τα γαλακτοκομικά προϊόντα μακράς διάρκειας, με επίσης 7,6%.

Στη βιομηχανία του τομέα κυριαρχούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ενώ ως τομέας κατατάσσεται ως ο τέταρτος βιομηχανικός τομέας της χώρας, με προσφορά πληθώρας ευκαιριών για εργασία (πίνακας 3).

Στην ΕΕ το 80% των γερμανικών εξαγωγών

Σε επίπεδο εξαγωγών, βασική αγορά των γερμανικών προϊόντων αποτελεί αυτή της ΕΕ, αφού για τα 46,7 δισ. ευρώ, από τα 59,5 δισ. των εξαγωγών, «ευθύνονται» άλλα ευρωπαϊκά κράτη και 12,8 δισ. αφορούν τις εξαγωγές προς τρίτες χώρες. Το 2018, το ποσοστό των εξαγωγών τροφίμων και ποτών επί του ΑΕΠ της χώρας έφτασε στο 33%, από 17% που ήταν πριν από μία εικοσαετία.

Την ίδια περίοδο, οι εξαγωγές του τομέα υπερδιπλασιάστηκαν (αύξηση 192%) σε σχέση με αυτές του 1998, ενώ κατά 124% αυξήθηκαν και οι εισαγωγές. Η ζήτηση και πάλι συγκεντρώνεται κατά μεγαλύτερο ποσοστό σε προϊόντα κρέατος και γαλακτοκομικά (πίνακας 2).

Σημαντική αύξηση στις τιμές καταναλωτή παρατηρεί η χώρα από το 2005 κι έπειτα, τη στιγμή που οι αντίστοιχες τιμές για τρόφιμα και αλκοολούχα ποτά παρέμειναν σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, ενώ σε χαμηλά επίσης επίπεδα διατηρήθηκε ο δείκτης τιμών τροφίμων και αλκοολούχων σε σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ.

Το 2017, νοικοκυριά με ένα άτομο εμφάνιζαν μέση μηνιαία κατανάλωση τροφίμων και ποτών της τάξεως των 174 ευρώ και 512 ευρώ ήταν αντιστοίχως η κατανάλωση των τετραμελών οικογενειών, με την ιδιωτική κατανάλωση στην κατηγορία να υπολογίζεται σε 10,6% την ίδια χρονιά. Λιανεμπόριο, υπηρεσίες και εξαγωγές τροφίμων αποτελούν τα σημαντικότερα κανάλια διανομής, ενώ το 75% των συνολικών κερδών (205 δισ. ευρώ το 2017) κατέχουν οι πέντε σημαντικότερες αλυσίδες λιανικής.