Προβλέψεις USDA για τα ευρωπαϊκά εσπεριδοειδή : Δεύτερη χρονιά με ποσότητες κάτω του μέσου όρου για την ΕΕ

✱ Επιδρά στη νωπή κατανάλωση η πίεση του πληθωρισμού στις τιμές των τροφίμων 
✱ Ανοδικές τάσεις στο λεμόνι και ιδιαίτερα το βιολογικό

Το γεγονός ότι η ΕΕ εισέρχεται σε μία δεύτερη χρονιά μικρής παραγωγής στον τομέα των εσπεριδοειδών έχει σαφές αντίκτυπο στο εμπόριο των συγκεκριμένων προϊόντων, με την Ένωση να παραμένει, βέβαια, καθαρός εισαγωγέας συνολικά στην κατηγορία.

Την περίοδο 2023/2024, η Ευρωπαϊκή παραγωγή εσπεριδοειδών προβλέπεται στους 9,9 εκατ. τόνους, επίπεδο παρόμοιο με αυτό του 2022/2023, με την κοινότητα να κινείται σε ποσότητες κάτω του ιστορικού μέσου όρου, όπως επισημαίνεται σε πρόσφατη ανάλυση για την αγορά εσπεριδοειδών του USDA.

Οι αυξανόμενες τιμές των τροφίμων και ειδικότερα των φρέσκων φρούτων εξακολουθούν και επιδρούν αρνητικά στο διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών αυτήν τη φορά, με τους αναλυτές να προβλέπουν μείωση στην κατανάλωση εντός της Κοινότητας

Με την εικόνα να διαφέρει ανά προϊόν και χώρα παραγωγής, πορτοκάλια και μανταρίνια, προϊόντα δηλαδή που αντιπροσωπεύουν το 85% των ευρωπαϊκών εσπεριδοειδών, αναμένουν μειώσεις κατά 2% και 5% αντίστοιχα.

Αντίθετα, άνοδος 6% προβλέπεται για τα ευρωπαϊκά γκρέιπφρουτ κι ακόμη θεαματικότερη για το λεμόνι κατά 15%. Σε επίπεδο χωρών, οι μειώσεις επικεντρώνονται στη μεγαλοπαραγωγό Ισπανία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία, ενώ στην Ιταλία η παραγωγή θα κινηθεί αντίστροφα της περσινής, καταγράφοντας θετικό πρόσημο.

Τα παραγωγικά αυτά δεδομένα έρχονται παράλληλα με τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι καλλιεργητές, όπως αυξημένα κόστη σε ενέργεια, λίπανση και φυτοπροστασία. Στον αντίποδα, οι υψηλότερες τιμές στο χωράφι ίσως συνεισφέρουν σε βελτιωμένα περιθώρια κέρδους για τους παραγωγούς, αντισταθμίζοντας έτσι τη δεύτερη συνεχή χρονιά μειωμένης παραγωγής.

Βέβαια, οι αυξανόμενες τιμές των τροφίμων και ειδικότερα των φρέσκων φρούτων εξακολουθούν και επιδρούν αρνητικά στο διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών αυτήν τη φορά, με τους αναλυτές να προβλέπουν μείωση στην κατανάλωση εντός της Κοινότητας.

Επιπλέον, η μικρότερη εκτιμώμενη σοδειά θα φέρει και λιγότερο καρπό στη βιομηχανική χρήση, αλλά και εξαγωγές νωπού προϊόντος. Η μικρότερη διαθεσιμότητα προϊόντος αναμένεται, ωστόσο, να έχει ως αποτέλεσμα τη διακίνηση μεγαλύτερου όγκου προϊόντων ενδοκοινοτικά, από τις παραγωγικές χώρες του Νότου σε μη παραγωγικές του Βορρά.

Πορτοκάλι
Μειώσεις σε όλα τα παραγωγικά κράτη, πλην Ιταλίας

Ανά προϊόν, η ευρωπαϊκή παραγωγή πορτοκαλιών, που αντιπροσωπεύει πάνω από το 55% των ευρωπαϊκών εσπεριδοειδών, προβλέπεται στους 5,4 εκατ. τόνους, καθώς η Ισπανία (-11%), αλλά και η Ελλάδα και η Πορτογαλία προβλέπουν μειώσεις από πέρυσι, οι οποίες δεν αντισταθμίζονται από την άνοδο στην Ιταλία (+10%).

Μικρότερη παραγωγή, αλλά και υψηλές τιμές, αναμένεται να περιορίσουν την ευρωπαϊκή κατανάλωση φρέσκου πορτοκαλιού για την περίοδο 2023/2024, με τους συντάκτες της έκθεσης να εξηγούν ότι το 80% των πορτοκαλιών της ΕΕ καταναλώνονται νωπά.

Η προβλεπόμενη μείωση στην κατανάλωση θα φέρει και μικρότερες εισαγωγές το τρέχον εμπορικό έτος, παρότι η παραγωγή αναμένεται μειωμένη. Πάντως, κατά την περσινή χρονιά (2022/2023), η ΕΕ εισήγαγε 1 εκατ. τόνους πορτοκαλιών, με κύριους προμηθευτές τις Νότια Αφρική, Αίγυπτο, Ζιμπάμπουε και Αργεντινή. Η μικρότερη παραγωγή θα φέρει και αντίστοιχα μικρότερους εξαγόμενους όγκους για τη μεγαλύτερη εξαγωγέα νωπού προϊόντος.

Η προτεραιότητα που δίνεται στο νωπό προϊόν θα αφήσει λιγότερους όγκους για τη μεταποίηση, η οποία προβλέπεται να κινηθεί στους 47.300 τόνους. Ο πληθωρισμός των τροφίμων ασκεί πιέσεις, οδηγώντας σε μείωση της κατανάλωσης στην κατηγορία του χυμού πορτοκαλιού, η οποία συναντά αυξανόμενο ανταγωνισμό από πληθώρα εναλλακτικών. Μειώσεις προβλέπονται και στις εισαγωγές, με τη Βραζιλία να κυριαρχεί στην κατηγορία. Την προηγούμενη χρονιά, Αίγυπτος και Νότια Αφρική σημείωσαν σημαντικές αυξήσεις, ξεπερνώντας σε αξία το παραδοσιακά δεύτερο στην κατάταξη Μεξικό.

H ευρωπαϊκή παραγωγή πορτοκαλιών προβλέπεται στους 5,4 εκατ. τόνους, καθώς η Ισπανία, η Ελλάδα και η Πορτογαλία προβλέπουν μειώσεις από πέρυσι, οι οποίες δεν αντισταθμίζονται από την άνοδο στην Ιταλία

Λεμόνι
Ανεβάζει ρυθμούς η Ισπανία, ωθώντας ανοδικά την παραγωγή της ΕΕ

Με την Ισπανία να γράφει ρεκόρ όλων των εποχών στη φετινή της παραγωγή (+25% από πέρυσι), αυξημένες ποσότητες έναντι των περσινών προβλέπονται για το ευρωπαϊκό λεμόνι, που θα φτάσει τους 1,6 εκατ. τόνους. Η Ισπανία συγκεντρώνει το 65% της παραγωγής της Κοινότητας, με την Ιταλία να ακολουθεί, καλύπτοντας ένα 30%. Η Ιταλία αναμένει απώλειες 10% και η Ελλάδα σταθερές ποσότητες σε σύγκριση με πέρυσι.

Αύξηση των εκτάσεων και ευνοϊκές συνθήκες υπήρξαν κρίσιμοι παράγοντες, φέτος, για την άνοδο ποσοτήτων που προβλέπουν οι Ισπανοί καλλιεργητές, με τη βιομηχανία να σημειώνει, ωστόσο, ότι η ζέστη του καλοκαιριού υπήρξε καθοριστική για το μέγεθος των καρπών, ενώ οι χαλαζοπτώσεις του Σεπτεμβρίου προκάλεσαν κάποιες ζημιές. Η ζήτηση αναμένεται να ανακάμψει, σε ένα προϊόν που καταναλώνεται πρωτίστως νωπό, ενώ χαρακτηρίζεται ευαίσθητη στις μεταβολές των τιμών.

Από το 2022, η μεγαλοπαραγωγός της Ιβηρικής είναι η πρώτη παγκοσμίως σε εκτάσεις βιολογικού λεμονιού, με 115.000 στρέμματα, όπως συμπληρώνουν οι αναλυτές, καθώς η ζήτηση για φλούδα λεμονιού ωθεί ανοδικά τη βιολογική καλλιέργεια στην κατηγορία. Εξαιτίας αυτής, ακριβώς, της αυξανόμενης τάσης στη ζήτηση, η Αργεντινή εξήγαγε βιολογικά λεμόνια στην ΕΕ για πρώτη φορά μέσα στην τελευταία εικασαετία.

Η αυξημένη παραγωγή θα περιορίσει φέτος τις εισαγωγές για την ΕΕ, με τις Νότια Αφρική, Βραζιλία και Αργεντινή να παραμένουν κύριοι προμηθευτές του προϊόντος –εκτός της περιόδου της ευρωπαϊκής παραγωγής–, όπως και η Τουρκία. Με κύρια εξαγωγική χώρα κι εδώ την Ισπανία και σημαντικότερους προορισμούς τις Μ. Βρετανία, Ελβετία και Νορβηγία, το ευρωπαϊκό λεμόνι περιμένει, αντίστροφα, ελαφρά άνοδο στις εξαγωγές φέτος.

Μανταρίνι
Οι λιγότερες ποσότητες και οι πληθωριστικές πιέσεις κατευθύνουν την αγορά

Με όλα τα παραγωγικά κράτη να προβλέπουν μειώσεις, χαμηλότερα της περσινής θα κινηθεί η φετινή παραγωγή μανταρινιών, στους 2,7 εκατ. τόνους. Για τη χώρα μας, η μείωση εκτιμάται στο 15% από πέρυσι, κυρίως λόγω των επιπτώσεων των καιρικών συνθηκών στη Δυτική Ελλάδα και την παραγωγή της Κλημεντίνης.

Η μικρότερη παραγωγή θα φέρει μείωση στην κατανάλωση νωπού και μεταποιημένου προϊόντος στην ΕΕ, με το νωπό να γράφει απώλειες και λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού στις τιμές. Φυσικά, και στο μανταρίνι κυριαρχεί η κατανάλωση του νωπού προϊόντος, η οποία μάλιστα συγκεντρώνεται κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες. Η ΕΕ παραμένει καθαρός εισαγωγέας στο μανταρίνι.

Την τρέχουσα εμπορική περίοδο, οι εισαγωγές θα κινηθούν στα περσινά επίπεδα, ενώ οι εξαγωγές θα περιοριστούν. Νότια Αφρική, Μαρόκο, Ισραήλ και Τουρκία παραμένουν βασικοί προμηθευτές για την Ένωση, όπως επιβεβαιώνουν οι αναλυτές, ενώ στους σημαντικότερους πελάτες της ΕΕ περιλαμβάνονται  Ην. Βασίλειο, Ελβετία, Ουκρανία, Νορβηγία και Σερβία.

Γκρέιπφρουτ
Καλύτερες επιδόσεις προβλέπονται φέτος σε παραγωγή και εξαγωγές

Η ανάκαμψη της ισπανικής παραγωγής (καλύπτει το 75% της ευρωπαϊκής) ευθύνεται και για τους μεγαλύτερους φετινούς όγκους στα γκρέιπφρουτ (104.000 τόνοι έναντι των 98.000 πέρυσι), αφού τα άλλα παραγωγικά κράτη (Κύπρος, Ιταλία και Ελλάδα) αναμένουν σταθερές ποσότητες. Ελαφρά μείωση προβλέπεται ως προς τη νωπή κατανάλωση του προϊόντος, στο πλαίσιο και των πιέσεων του πληθωρισμού των τροφίμων που ασκούνται στη νωπή κατανάλωση. Ισπανία και Κύπρος είναι οι μεγαλύτεροι παραγωγοί, καθώς και οι κύριοι μεταποιητές γκρέιπφρουτ στην ΕΕ, ενώ Γαλλία και Γερμανία κατατάσσονται στους σημαντικότερους καταναλωτές εντός της Κοινότητας.

Νότια Αφρική (ειδικά εκτός της ευρωπαϊκής παραγωγικής περιόδου), Κίνα, Τουρκία και Ισραήλ, και πολύ λιγότερο οι ΗΠΑ, αποτελούν τους σημαντικότερους εξαγωγείς προς την ΕΕ και σύμφωνα με τα στοιχεία του 2022/2023, προβλέπεται κάποιος περιορισμός των ευρωπαϊκών εισαγωγών για την τρέχουσα εμπορική περίοδο, λόγω της μεγαλύτερης διαθεσιμότητας εγχώριου προϊόντος.

Με την ίδια αιτία, η ΕΕ προβλέπει κάποια άνοδο στις εξαγωγές της, οι οποίες παραμένουν, βέβαια, μικρές, με κύριους προορισμούς το Ην. Βασίλειο, την Ελβετία, την Ουκρανία και τη Ρωσία.