Προσκόμματα στην πληρωμή αγροτών εντός 30 ημερών για νωπά και ευαλλοίωτα

Τα θολά σημεία που θέτουν σε κίνδυνο την εφαρμογή του νόμου για τις αθέμιτες πρακτικές

Στα τυφλά εξακολουθούν να βαδίζουν εν πολλοίς οι εμπλεκόμενοι στην αγορά αγροτικών προϊόντων, σε ό,τι αφορά την εφαρμογή του νόμου για την καταπολέμηση των αθέμιτων πρακτικών στην εφοδιαστική αλυσίδα, παρά το γεγονός ότι τυπικά το νέο πλαίσιο βρίσκεται σε ισχύ από 1ης Νοεμβρίου 2021.

Αν και με πρόσφατη απόφασή του (7194/29.10.2021) το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων επιχείρησε να αποσαφηνίσει ποια προϊόντα υπάγονται στην υποχρέωση εξόφλησης εντός 30 ή 60 ημέρων, η αγορά φαίνεται ότι παραμένει… σε σύγχυση. Το παράδειγμα που περιγράφει στην «ΥΧ» επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται στον χώρο των οσπρίων και του ρυζιού είναι χαρακτηριστικό:

«Βάσει της τελευταίας ενημέρωσης, έχουμε καταλήξει ότι τα όσπρια πρέπει να αποπληρώνονται εντός 60 ημερών, όμως για το ρύζι δεν προκύπτει αντίστοιχη υποχρέωση και φαίνεται να μένει εκτός του πλαισίου του νόμου, οπότε εξακολουθούν να ισχύουν οι συμφωνίες που είχαμε με τις αλυσίδες. Όμως, ούτε αυτό μπορούμε να το πούμε με σιγουριά», εξηγεί και μεταφέρει ότι σε παρόμοια αβεβαιότητα βρίσκονται και οι επιχειρήσεις του λιανεμπορίου, οι οποίες συχνά προχωρούν σε δικές τους ερμηνείες του νόμου, χωρίς να λείπουν και αυτές που, για την ώρα τουλάχιστον, τον… αγνοούν εντελώς.

Παραμένουν οι ασάφειες

Το πρόβλημα, όπως αναφέρουν στην «ΥΧ» παράγοντες της αγοράς, έχει να κάνει με την απουσία αναλυτικών οδηγιών, αρχικά για το ποια ακριβώς προϊόντα υπάγονται στην κατηγορία των νωπών και ευαλλοίωτων, ποια όχι και ποια εξαιρούνται τελείως (αν υπάρχουν τέτοια) από το πεδίο εφαρμογής του νόμου.

Η υπουργική απόφαση παραπέμπει στο παράρτημα IΙ της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), με τη σημείωση ότι όσα αγροτικά προϊόντα καθίστανται ακατάλληλα προς πώληση εντός 30 ημερών από την τελευταία πράξη συγκομιδής, παραγωγής ή μεταποίησής τους, θα πληρώνονται εντός αυτού του διαστήματος, ενώ τα υπόλοιπα εντός 60 ημερών.

Δεν είναι, ωστόσο, ξεκάθαρο τι ισχύει, για παράδειγμα, για τα νωπά προϊόντα, τα οποία μπορούν να αποθηκευτούν/συντηρηθούν και να πουληθούν σε μεταγενέστερο στάδιο και, ειδικότερα, σε διάστημα που υπερβαίνει τα παραπάνω χρονικά όρια. Ενδεικτικές είναι οι περιπτώσεις φρούτων, όπως το μήλο, το αχλάδι και το ακτινίδιο.

Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι σε ορισμένες χώρες της ΕΕ, όπως η Γαλλία, που τέθηκε σε ισχύ αντίστοιχη νομοθεσία (πάντα στο πλαίσιο εφαρμογής της κοινοτικής οδηγίας 2019/63), οι αρχές προχώρησαν σε περαιτέρω εξειδίκευση των διατάξεων, παραθέτοντας αναλυτικά τα προϊόντα, τα οποία χρήζουν αποπληρωμής εντός 30 ή 60 ημερών.

«Φανταστείτε μια εμπορική επιχείρηση, η οποία παραλαμβάνει μήλα τον Σεπτέμβριο, αλλά πραγματοποιεί πωλήσεις μέχρι τον Αύγουστο του επόμενου χρόνου. Για τα πρώτα φορτία που θα παραλάβει, μπορεί ενδεχομένως να τηρήσει την υποχρέωση πληρωμής εντός 30 ημερών, εφόσον βέβαια εκτελέσει τις αντίστοιχες παραγγελίες. Όμως, για να κάνει το ίδιο καθ’ όλη τη διάρκεια της εμπορικής σεζόν, θα πρέπει να μπορεί να αντλήσει χρηματοδότηση από τις τράπεζες με εχέγγυο την παραγωγή που έχει στα ψυγεία της», λέει στην «ΥΧ» έμπορος οπωροκηπευτικών.

«Σε αντίθετη περίπτωση, θα φτάσουμε στο σημείο να αποθηκεύονται προϊόντα για λογαριασμό του παραγωγού, προκειμένου να τιμολογηθούν όταν πραγματοποιηθεί η πώλησή της, ούτως ώστε τόσο ο έμπορος όσο και ο αγρότης να εξοφληθούν εντός 30 ημερών», συμπληρώνει.

Αγκάθι η «μαύρη αγορά»

Ο ίδιος θεωρεί ότι πολύ δύσκολα η νομοθεσία μπορεί να φέρει αποτελέσματα όσο εξακολουθεί να ανθεί η «μαύρη αγορά». «Υποτίθεται ότι βρίσκεται σε ισχύ το ηλεκτρονικό τιμολόγιο, όμως αυτήν τη στιγμή έχουμε Βαλκάνιους –και όχι μόνο– εμπόρους, οι οποίοι αγοράζουν απευθείας από το χωράφι δίχως παραστατικά, τις περισσότερες φορές μάλιστα καταβάλλοντας το αντίτιμο τοις μετρητοίς, παρά το γεγονός ότι κάθε συναλλαγή άνω των 500 ευρώ θεωρητικά θα έπρεπε να περνάει μέσα από τις τράπεζες», υπογραμμίζει.

Ο συνομιλητής μας καταλήγει ότι πρέπει να εκδοθούν το συντομότερο δυνατό εφαρμοστικές εγκύκλιοι με αναλυτικές και σαφείς οδηγίες για την εφαρμογή του νόμου σε κάθε στάδιο της αγοραπωλησίας αγροτικών προϊόντων. «Υπάρχουν περιπτώσεις που ο παραγωγός λαμβάνει μια προκαταβολή ή μια ενδιάμεση πληρωμή για κάποιες καλλιεργητικές φροντίδες ή ακόμα και για τη συγκομιδή. Αυτά θα πρέπει με κάποιον τρόπο να συμψηφιστούν με την αξία του προϊόντος, αλλιώς ελλοχεύει ο κίνδυνος να προκύψουν εμπορικές διαφορές βάσει μιας καταγγελίας δίχως να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η συναλλαγή», τονίζει.

Παρόμοια ζητήματα προκύπτουν και για κάποιες μεταποιητικές επιχειρήσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση μιας τυροκομικής επιχείρησης, η οποία καλείται να εξοφλήσει τον συνεργαζόμενο κτηνοτρόφο εντός 30 ημερών, τη στιγμή που το τελικό προϊόν (π.χ. τυρί ωρίμανσης) θα πουληθεί μετά από πολλούς μήνες, γεγονός που, επί της ουσίας, τη μετατρέπει σε ένα ιδιότυπο «πιστωτικό ίδρυμα».ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ

«Διαπραγματευτικό χαρτί ή μέσο πίεσης των παραγωγών»

Ένα από τα σημεία του νέου νόμου που εξαρχής είχε συγκεντρώσει έντονη κριτική (και εξακολουθεί να το κάνει) είναι το γεγονός ότι βασίζεται στην καταγγελία. Παρά τις δικλείδες ασφαλείας και τις εγγυήσεις εμπιστευτικότητας που προβλέπουν οι διατάξεις, παράγοντες της αγοράς θεωρούν ότι εντέλει θα λειτουργήσει αποτρεπτικά, χωρίς μάλιστα να αποκλείεται να χρησιμοποιηθεί ως ένα επιπλέον μέσο πίεσης από την πλευρά των αγοραστών.

Την άποψη αυτή συμμερίζονται και μεμονωμένοι αγρότες, οι οποίοι εκτιμούν ότι θα ήταν πιο αποτελεσματικό η τήρηση των διατάξεων να διασφαλίζεται μέσω μιας αυτοματοποιημένης διαδικασίας όπου, μέσω των ηλεκτρονικών τιμολογίων, θα γινόταν ο εντοπισμός των παραβατών. Ορισμένοι επίσης εκφράζουν τον φόβο ότι μικρότεροι κυρίως παραγωγοί θα κληθούν να επιλέξουν μεταξύ μιας αξιοπρεπούς τιμής αγοράς του προϊόντος τους και μιας πληρωμής εντός του σύντομου χρονικού διαστήματος που προβλέπει ο νόμος.

Πάντως, παρά τις δεδομένες ασάφειες και τα ουκ ολίγα «θολά» σημεία του νέου πλαισίου, στην αγορά φαίνεται να έχει εμπεδωθεί η άποψη ότι πρέπει να διασφαλιστεί η έγκαιρη εξόφληση των πλέον αδύναμων κρίκων της εφοδιαστικής αλυσίδας, δηλαδή των αγροτών. Και αυτό από μόνο του είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό…