Ψάρια, φέτα και φρούτα πίσω από το ρεκόρ δεκαετίας στις εξαγωγές προς Γαλλία

Στα 358,7 εκατ. ευρώ, δηλαδή στο χαμηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας, συρρικνώθηκε το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδας έναντι της Γαλλίας το 2020, με τις εξαγωγές τροφίμων να παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή.

Όπως προκύπτει από την τελευταία ετήσια έκθεση του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στο Παρίσι για τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις Ελλάδας και Γαλλίας, την περσινή χρονιά ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών ήταν ο υψηλότερος της τελευταίας πενταετίας, λόγω της εντυπωσιακής αύξησης των ελληνικών εξαγωγών.

Ειδικότερα, οι εμπορικές συναλλαγές έφτασαν τα 3,9 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 8,6% έναντι του 2019, ενώ οι ελληνικές εξαγωγές τα 1,8 δισ. ευρώ, καταγράφοντας άνοδο 49,5% σε σχέση με έναν χρόνο πριν. Πρόκειται για την υψηλότερη επίδοση της δεκαετίας, μετά τη θεαματική αύξηση του 2019 (17,5%) και του 2018 (31%).

Επιπλέον, η Γαλλία, με μερίδιο 5,8% επί των συνολικών ελληνικών εξαγωγών (3,5% το 2019), ήταν το 2020 ο τέταρτος σημαντικότερος αποδέκτης ελληνικών προϊόντων, βελτιώνοντας σημαντικά τη θέση της σε σύγκριση με το 2019, που ήταν όγδοη.

Την τελευταία πενταετία, οι ελληνικές εξαγωγές προς τη Γαλλία σημείωσαν μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης (CAGR) 25,8%, ενώ οι εισαγωγές της ίδιας περιόδου μειώθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 0,2% μέχρι το 2017, στη συνέχεια ανέκαμψαν, ενώ το 2020 μειώθηκαν εκ νέου.

«Τα παραδοσιακά εξαγώγιμα ελληνικά αγροτικά προϊόντα και τρόφιμα έχουν ενισχύσει τελευταία την παρουσία τους στη γαλλική αγορά, με προεξέχοντα τα προϊόντα ιχθυοκαλλιέργειας, τη φέτα και τα παρασκευάσματα φρούτων και λαχανικών», αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης, υπογραμμίζοντας τη σημαντική βελτίωση που παρατηρείται και στις εξαγωγές γιαουρτιών και ελιών.

Οι εξαγωγικοί πρωταθλητές

Σύμφωνα με τα στοιχεία των Eurostat και ΕΛΣΤΑΤ, τα παρασκευάσματα λαχανικών, καρπών και φρούτων, τα ψάρια-μαλακόστρακα, τα γαλακτοκομικά-αβγά-μέλι και τα διάφορα παρασκευάσματα διατροφής βρίσκονται μεταξύ των 20 πρώτων κατηγοριών ελληνικών προϊόντων που εξάγονται στη Γαλλία.

Πιο συγκεκριμένα, στην τρίτη θέση των κυριότερων ελληνικών εξαγωγών προς τη συγκεκριμένη αγορά εμφανίζονται οι νωπές τσιπούρες με αξία 32,7 εκατ. ευρώ (+3,7% από το 2019) και μερίδιο 1,8%, ενώ δύο θέσεις πιο κάτω η φέτα, με αξία 26,76 εκατ. ευρώ (+33,48%) και μερίδιο 1,5%.

Μερικές θέσεις παρακάτω βρίσκονται τα νωπά λαβράκια με αξία 18,82 εκατ. ευρώ, τα ροδάκινα με 15,87 εκατ. ευρώ και οι ελιές με αξία εξαγωγών 12,99 εκατ. ευρώ, η οποία μάλιστα αυξήθηκε από το 2019 κατά 13,01%.

Από την άλλη, η μικρή διείσδυση που καταγράφεται σε αρκετά προϊόντα, αποδίδεται στον έντονο ανταγωνισμό από εγχώρια παραγόμενα, εισαγόμενα από τις Ισπανία, Ιταλία και Πορτογαλία, καθώς και από τρίτες χώρες της Βόρειας Αφρικής, όπου υπάρχουν προτιμησιακές εμπορικές συμφωνίες με την ΕΕ.

Πού «πατάνε» τα ελληνικά προϊόντα

Ως ανοιχτή, ώριμη και ανεπτυγμένη, η γαλλική αγορά δεν εμφανίζει κενά και ελλείψεις που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν από τις ελληνικές επιχειρήσεις. Όμως, σύμφωνα με τη μελέτη, τα αποδεδειγμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα (ποιοτικά και οικονομικά) ορισμένων ελληνικών προϊόντων θα μπορούσαν να βελτιώσουν τις εξαγωγικές τους επιδόσεις.

Η αυξανόμενη προτίμηση των Γάλλων για υψηλής ποιότητας βιολογικά ή φυσικά και παραδοσιακά παρασκευασμένα προϊόντα, με έμφαση στα υγιεινά και αγνά συστατικά, μπορεί να αξιοποιηθεί, με τη σωστή σήμανση να αποκτά ολοένα μεγαλύτερη σημασία.

«Είναι αναγκαίο, προϊόντα που διαθέτουν σοβαρές δυνατότητες διείσδυσης να συνοδεύονται από ένα σχέδιο προωθητικών παρεμβάσεων, που θα στοχεύει στην ανάδειξη των διακριτών ποιοτικών πλεονεκτημάτων τους», υπογραμμίζει η έκθεση, παράλληλα με την ανάδειξη ενός εθνικού brand name.

Ανάγκη για στοχευμένες δράσεις προώθησης

Σκόπιμη κρίνεται και η υλοποίηση συνδυασμένων δράσεων προβολής του γαστρονομικού και τουριστικού προϊόντος, δεδομένης και της αύξησης του αριθμού των Γάλλων τουριστών που έρχονται στη χώρα μας και γνωρίζουν τα ελληνικά τρόφιμα και ποτά.

Στο πλαίσιο αυτό, το γραφείο ΟΕΥ του Παρισιού τονίζει την ανάγκη οργάνωσης στοχευμένων δράσεων προώθησης και ανάπτυξης επιχειρηματικών συνεργασιών, από το ίδιο και σε συνεργασία με εκπροσώπους εξαγωγέων, επιμελητήρια, Διεπαγγελματικές Ενώσεις, συνδέσμους και άλλους φορείς.

Τέτοιες δράσεις θα μπορούσαν να είναι οι εκδηλώσεις ανάδειξης των ελληνικών προϊόντων σε διεθνείς εκθέσεις που διοργανώνονται στη Γαλλία, καθώς και παρόμοιες εκδηλώσεις διεθνών οργανισμών που εδρεύουν εκεί (π.χ. OIV), εκδηλώσεις σε πολυκαταστήματα και κεντρικές αγορές και η αξιοποίηση προγραμμάτων προώθησης ΠΟΠ.

Ουσιαστική αύξηση των ελληνικών εξαγωγών θα μπορούσε να επέλθει μέσα από την ανάδειξη των συγκριτικών πλεονεκτημάτων που σήμερα είναι αναξιοποίητα. Απαιτείται, ωστόσο, συστηματική και συνεχής προσπάθεια, προσεκτικά σχεδιασμένες, στοχευμένες και καινοτόμες ενέργειες προώθησης, ώστε να βελτιωθεί η αναγνωρισιμότητά τους και να εδραιωθεί η εμπορική τους φήμη στο γαλλικό καταναλωτικό κοινό.

Τέλος, μπορεί να εξεταστεί και η δυνατότητα επέκτασης των υφιστάμενων δικτύων διανομής (σήμερα στηρίζεται πρωτίστως στο ελληνικής καταγωγής δίκτυο εισαγωγέων), μέσω της αξιοποίησης της Κεντρικής Αγοράς του Παρισιού «Rungis», της μεγαλύτερης στην Ευρώπη.

Μεγάλες κατηγορίες ελληνικών εξαγωγών στη Γαλλία

 

2020

2019

 

Κατηγορία (βάσει 2ψήφιου κεφαλαίου Συνδυασμένης Ονοματολογίας)

Αξία σε ευρώ

% στο σύνολο

Αξία σε ευρώ

% στο σύνολο

Μεταβολή
2020/2019

(20) Παρασκευάσματα λαχανικών, καρπών και φρούτων ή άλλων μερών φυτών

58.470.922

3,27

52.451.820

4,39

11,48%

(03) Ψάρια, μαλακόστρακα, μαλάκια και άλλα ασπόνδυλα υδρόβια

55.878.171

3,13

55.495.937

4,64

0,69%

(04) Γάλα και προϊόντα γαλακτοκομίας, αβγά πτηνών, μέλι φυσικό

45.420.043

2,54

31.968.147

2,67

42,08%

(21) Διάφορα
παρασκευάσματα διατροφής

14.608.603

0,82

18.405.394

1,54

-20,63%

Σύνολο 20 πρώτων κατηγοριών

1.639.279.876

91,7

1.012.137.725

84,62

61,96%

Σύνολο ελληνικών
εξαγωγών προς Γαλλία

1.787.668.828

100

1.196.151.596

100

49,45%

Πηγή: Eurostat, ΕΛΣΤΑΤ, Επεξεργασία: «ΥΧ»