Ψηλά τουλάχιστον μέχρι το 2023 ηλιέλαιο και ελαιούχοι σπόροι

Οι τιμές των φυτικών ελαίων μπορεί να εκτοξεύτηκαν πρόσφατα, όμως το έδαφος για την αύξησή τους προετοιμαζόταν εδώ και μια δεκαετία

Κάθε άλλο παρά βραχύβια θα είναι, όπως όλα δείχνουν, η αύξηση των τιμών του ηλιελαίου και των υπόλοιπων φυτικών ελαίων, κρατώντας σε αντίστοιχα υψηλά επίπεδα και τις τιμές των ελαιούχων σπόρων. Καθώς έχουν ήδη συμπληρωθεί δύο μήνες πολέμου στην Ουκρανία και δίχως για την ώρα να διαφαίνεται κάποια προοπτική αποκλιμάκωσης, ολοένα και περισσότεροι αναλυτές διακινδυνεύουν την πρόβλεψη ότι η σημερινή εκρηκτική κατάσταση στις αγορές αγροτικών εμπορευμάτων θα συντηρηθεί τουλάχιστον μέχρι το 2023. Ιδίως σε προϊόντα, όπου το… κλήμα, σε ό,τι αφορά το δίπολο προσφοράς-ζήτησης, ήταν ήδη στραβό και η ουκρανική κρίση ανέδειξε ή ενέτεινε ανισορροπίες που προϋπήρχαν.

Μια αγορά αξίας άνω των 75 δισ. δολ.

Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν και τα φυτικά έλαια, μια αγορά της τάξης των 75-80 δισ. δολαρίων παγκοσμίως όπου, σύμφωνα με μια ενδιαφέρουσα ανάλυση της Gro Intelligence, το έδαφος για τη λειψή διαθεσιμότητα και τις υψηλές τιμές που βιώνουμε σήμερα προετοιμαζόταν εδώ και μια δεκαετία. Όπως αναφέρει το report, το πρώτο «κρατούμενο» έχει να κάνει με την ευρεία χρήση των φυτικών ελαίων στη μαγειρική, αλλά και στη βιομηχανία τροφίμων, γεγονός που σημαίνει ότι η κατανάλωσή τους μοιραία ακολουθεί την αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού, τη στιγμή που ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες κατευθύνονται (ή, τουλάχιστον, κατευθύνονταν μέχρι πρόσφατα) στην παραγωγή βιοκαυσίμων.

Η κατανάλωση «τρέχει» πιο γρήγορα από την παραγωγή

Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η Gro Intelligence, στη διάρκεια των προηγούμενων δέκα ετών, η παγκόσμια παραγωγή φυτικών ελαίων αυξανόταν μεσοσταθμικά κατά 5,7 εκατ. τόνους κάθε χρόνο, φτάνοντας το 2021 τους 206 εκατ. τόνους.

Στο ίδιο διάστημα, η κατανάλωση αυξανόταν όμως με ακόμα υψηλότερους ρυθμούς της τάξης των 6,2 εκατ. τόνων ετησίως, με αποτέλεσμα το 2021 να ανέρχεται πλέον σε 204 εκατ. τόνους. Μάλιστα, το 30% της έξτρα αυτής ζήτησης κάθε χρόνο προερχόταν από τον κλάδο των βιοκαυσίμων.

Ενώ, λοιπόν, η κατανάλωση πλησίαζε… επικίνδυνα την προσφορά, αρκετές εξαγωγικές χώρες άρχισαν να καταγράφουν προβλήματα στην παραγωγή τους. Ενδεικτικά, τη σεζόν 2020/2021 η παραγωγή ηλιελαίου της Ρωσίας και της Ουκρανίας ήταν αθροιστικά μειωμένη κατά 16%, κυρίως λόγω της ξηρασίας που αντιμετώπισε η πρώτη. Την ίδια σεζόν, το ξέσπασμα της πανδημίας, με τη συνακόλουθη έλλειψη εργατικών χεριών και τα προβλήματα στις μεταφορές, είχαν ως αποτέλεσμα να επηρεαστούν οι εξαγωγές φοινικελαίου από τη Μαλαισία και την Ινδονησία, δύο χώρες που αθροιστικά αντιπροσωπεύουν το 85% της παγκόσμιας παραγωγής.

Στον Καναδά, Νο 1 παραγωγό κραμβελαίου παγκοσμίως, η παραγωγή ήταν το 2021 μειωμένη κατά 35%, ενώ για το σογιέλαιο οι εκτιμήσεις τοποθετούσαν την αναλογία αποθεμάτων προς χρήση (stock to use ratio, βασικός δείκτης για τη διαθεσιμότητα) στο τέλος του 2022 στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2014.

Ο κύβος ερρίφθη το 2020

Κάπως έτσι, και εν μέσω εντεινόμενων ανησυχιών για τη «σφιχτή» προσφορά, ο τιμές των φυτικών ελαίων ξεκίνησαν από τον Μάιο του 2020 την –παρατεταμένη, όπως αποδείχτηκε– ανοδική τους πορεία. Στα τέλη του Φεβρουαρίου 2020, στην εξίσωση ήρθε να προστεθεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο οποίος «έφερε» μαζί του ακόμα μεγαλύτερη ανασφάλεια για τη διαθεσιμότητα, αλλά και περισσότερα προσκόμματα στις εμπορικές συναλλαγές, πυροδοτώντας έτσι μια νέα αύξηση τιμών.

Μιλώντας με αριθμούς, οι τιμές στο σογιέλαιο αυξήθηκαν 8% μετά την έναρξη του πολέμου και στο τέλος του Μαρτίου κατέγραφαν άνοδο 58% σε ετήσια βάση. Αντίστοιχα, στο φοινικέλαιο, στο τέλος του Μαρτίου 2022 οι τιμές ήταν αυξημένες κατά 58% σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν, έχοντας «πάρει» 15% μετά το ξέσπασμα της ουκρανικής κρίσης. Στις ΗΠΑ, ένα «καλάθι» φυτικών ελαίων, που χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τη βιομηχανία τροφίμων, κόστιζε στο τέλος του Μαρτίου 45% παραπάνω σε σχέση με έναν χρόνο πριν, υπερβαίνοντας κατά πολύ την αύξηση του πληθωρισμού στα τρόφιμα στο ίδιο διάστημα.

Κάτω 25% οι εκτάσεις στην Ουκρανία

Η Ουκρανία είναι, ως γνωστόν, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ηλιελαίου, διοχετεύοντας το 2020 στην παγκόσμια αγορά 5,8 εκατ. τόνους, ενώ μαζί με τη Ρωσία αντιπροσωπεύουν το 80% των εξαγωγών σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ηλιέλαιο μπορεί να αντιπροσωπεύει μόλις το 10% της παγκόσμιας κατανάλωσης φυτικών ελαίων, ωστόσο, όπως σημειώνει η Gro Intelligence, σε μια συγκυρία αβεβαιότητας και προβληματικής διαθεσιμότητας, ο αντίκτυπος του μπλοκαρίσματος των εξαγωγών από τη Μαύρη Θάλασσα είναι πολύ μεγαλύτερος απ’ ό,τι το ποσοστό αυτό μαρτυρά. Με τον πόλεμο να μαίνεται και το ουκρανικό υπουργείο Γεωργίας να προβλέπει ότι οι εαρινές σπορές θα είναι μειωμένες κατά τουλάχιστον 25% σε σχέση με πέρυσι, ποσοστό που, σημειωτέον, πολλοί θεωρούν αρκετά συντηρητικό, είναι προφανές ότι η παραγωγή και, αντίστοιχα, οι εξαγωγές ηλιελαίου της χώρας είναι σχεδόν αδύνατον να επανέλθουν σύντομα στα παλιά τους επίπεδα.

Την ίδια στιγμή, οι περιορισμοί ή και η πλήρης διακοπή στις εισαγωγές λιπασμάτων από τη Ρωσία, όπως επίσης και από τη –σύμμαχό της– Λευκορωσία, ενδέχεται να οδηγήσουν σε υπολιπάνσεις σε πολλές χώρες, επηρεάζοντας έτι περαιτέρω την παραγωγή (για παράδειγμα, η Βραζιλία είναι ο μεγαλύτερος αγοραστής ρωσικών λιπασμάτων). Αυτό σε μια στιγμή που η εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου έχει ήδη οδηγήσει σε αύξηση των τιμών των λιπασμάτων.

Οι πλέον «εκτεθειμένοι»

Όπως είναι λογικό, περισσότερο εκτεθειμένες στη σημερινή κρίση είναι οι χώρες που βασίζονται στις εισαγωγές. Η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική αθροιστικά απορροφούν το μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα των εξαγωγών ηλιελαίου της Μαύρης Θάλασσας και η έντονη ξηρασία σημαίνει ότι οι ανάγκες τους θα είναι αυξημένες και θα πρέπει να καλυφθούν από άλλες πηγές.

Η Ινδία είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας φυτικών ελαίων παγκοσμίως και, υπό κανονικές συνθήκες, προμηθευόταν το 25% από τη Ρωσία και την Ουκρανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά τα δυσθεώρητα ναύλα, αναγκάστηκε πρόσφατα να στραφεί στις ΗΠΑ, προκειμένου να καλύψει ένα μέρος των αναγκών της σε εισαγωγές.

Η Κίνα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εισαγωγέας φυτικών ελαίων σε παγκόσμιο επίπεδο, εκ των οποίων το 10% αφορά ηλιέλαιο. Και σε αυτή την περίπτωση, το κενό που δημιουργείται από την ουκρανική κρίση θα πρέπει να καλυφθεί από άλλους προμηθευτές.