Ψηλότερα φέτος τα αβγά, αλλά και πάλι δύσκολα βγαίνουν τα κόστη

Αυξημένες από 10% έως 20% οι τιμές, «σφιχτή» η προσφορά παγκοσμίως λόγω πολέμου, αλλά και γρίπης των πτηνών

των Μαρίας Αντωνίου, Γιάννη Τσατσάκη

Mε βελτιωμένες τιμές και τη συνήθη για την περίοδο έντονη κινητικότητα έχουν κυλήσει οι τελευταίες εβδομάδες για τις εγχώριες μονάδες αβγοπαραγωγής, δίχως ωστόσο αυτά τα δύο στοιχεία να μετριάζουν την αγωνία για τη βιωσιμότητά τους λόγω των υπέρογκων αυξήσεων στα κόστη παραγωγής και στα λειτουργικά έξοδα.

Μετά από μία διετία κατά την οποία τα lockdown κράτησαν κλειστό το κανάλι του HοReCa, οι επιχειρήσεις αβγοπαραγωγής αναμένουν φέτος αυξημένη συνολικά ζήτηση, λαμβάνοντας υπόψη τόσο την πληρότητα που καταγράφεται αυτό το διάστημα σε ξενοδοχεία και εστίαση όσο και τα πρώτα δείγματα για τις κρατήσεις και τις τουριστικές αφίξεις του καλοκαιριού.

Αυτές τις μέρες η τιμή στη λιανική, με βάση κάποια ενδεικτικά μεγέθη, κυμαίνεται μεσοσταθμικά 10%-20% υψηλότερα σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο. «Κάποιες επιχειρήσεις έχουν επιλέξει να μην κάνουν ανατιμήσεις μεγαλύτερες από 10% αυτή την περίοδο που ο κόσμος θα αγοράσει περισσότερα αβγά, προκειμένου να παραμείνουν όσο το δυνατόν περισσότερα προσιτά», αναφέρει στην «ΥΧ» ο διευθυντής της Ένωσης Αβγοπαραγωγών Ελλάδος, Γιάννης Λιάρος.

«Φαντάζομαι, όμως, ότι το επόμενο διάστημα και αυτοί δεν θα μπορέσουν να αποφύγουν κάποιες μεγαλύτερες ανατιμήσεις», συμπληρώνει, εξηγώντας ότι αυτό το ποσοστό δεν καλύπτει το πρόβλημα, «καθώς μόνο το κόστος των ζωοτροφών είναι σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με πέρυσι».

Κατά τον ίδιο, οι επιχειρήσεις κάνουν πολύ μεγάλη προσπάθεια να συγκρατήσουν τις τιμές, πράγμα δύσκολο, με τις ίδιες να δοκιμάζουν τις αντοχές τους, καθώς, πέρα από την ενέργεια και τις ζωοτροφές, υπάρχουν αυξήσεις στα κόστη συσκευασίας και σε άλλες πρώτες ύλες, πέρα από την προβληματική τροφοδοσία της αγοράς με αυτά.

Ερωτηθείς για το αν αναμένονται περαιτέρω αυξήσεις το αμέσως επόμενο διάστημα, ο κ. Λιάρος εξηγεί ότι «αυτό εξαρτάται από τα εργαλεία που θα ενεργοποιήσει το υπουργείο για να ελαφρύνει το κόστος παραγωγής και το λειτουργικό κόστος των επιχειρήσεων, αλλά και το αν θα υπάρξει επιδείνωση της κατάστασης διεθνώς».

Σημειώνεται ότι, λαμβάνοντας υπόψη και τη διαφορετική πολιτική που μπορεί να ακολουθεί κάθε εταιρεία στο κομμάτι των τιμών, πέρυσι στη λιανική και ανά τεμάχιο η τιμή ενδεικτικά για το αβγό κλωβοστοιχίας ξεκινούσε περίπου από τα 25 λεπτά και μπορεί να έφτανε μέχρι και τα 40-50 λεπτά στην περίπτωση του βιολογικού. Για τον παραγωγό, με την εικόνα και πάλι να ποικίλλει, το αβγό κλωβοστοιχίας δεν ήταν υψηλότερα από 10-12 λεπτά, με τις υπόλοιπες κατηγορίες (ελευθέρας, βοσκής, αχυρώνα και βιολογικού) να ακολουθούν αναλογικά.

Πιο ενεργή θέλει την «Άρτεμις» ο κλάδος

Πάντως, σύμφωνα με τον κ. Λιάρο, δεν τίθεται ζήτημα επάρκειας και η ζήτηση είναι στα συνήθη υψηλά επίπεδα της περιόδου, στη διάρκεια της οποίας παραδοσιακά πραγματοποιείται το 30% του ετήσιου τζίρου του κλάδου.

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν φαινόμενα παράνομων εισαγωγών, ελληνοποιήσεων και «αναβαθμίσεων» προϊόντων που παρατηρούνται ειδικά σε τέτοιες περιόδους, ο διευθυντής της Ένωσης Αβγοπαραγωγών εκτιμά ότι θα μπορούσε να βοηθήσει «μια καλύτερη ενεργοποίηση του συστήματος ‘‘Άρτεμις’’».

«Ως Ένωση, από τη μία, ενθαρρύνουμε όλους τους παραγωγούς να εγγραφούν στο σύστημα και, από την άλλη, ευελπιστούμε ότι θα δούμε αυξημένους ελέγχους από την πλευρά των αρμόδιων αρχών», σημειώνει ο κ. Λιάρος, ο οποίος ενθαρρύνει παράλληλα και τους καταναλωτές να δείξουν την ανάλογη ευαισθησία, αναζητώντας προϊόντα από τις εταιρείες που είναι ενταγμένες στο σύστημα.

Πηγή: Ανάλυση Κομισιόν, Επικοινωνία με κράτη-μέλη σε εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ 2017/1185), χωρίς το Ην. Βασίλειο

Θερίζει ΗΠΑ και Γαλλία ο ιός

Οι τιμές των αβγών είναι αυξημένες διεθνώς, κάτι που οφείλεται τόσο στον πόλεμο στην Ουκρανία όσο και στα κρούσματα της γρίπης των πτηνών που καταγράφονται με μεγαλύτερη συχνότητα πλέον σε μεγάλες παραγωγικές χώρες, σε μια στιγμή που η ζήτηση, λόγω του Πάσχα, είναι ιδιαίτερα ζωηρή σχεδόν σε όλον τον δυτικό κόσμο.

Ειδικά σε ό,τι αφορά την Ουκρανία, πέρα από τις αυξήσεις στην ενέργεια και στις τιμές των σιτηρών –και, κατ’ επέκταση, των ζωοτροφών– θα πρέπει να επισημανθεί ότι η πληττόμενη χώρα ήταν τα τελευταία χρόνια ο κύριος προμηθευτής της ΕΕ.

Ενδεικτικά, και σύμφωνα με στοιχεία της Κομισιόν, το 2020 η ΕΕ εισήγαγε 13.479 τόνους από την Ουκρανία, το 2021 οι ποσότητες είχαν ήδη υποχωρήσει κατά 38,9% στους 8.231 τόνους και φέτος αναμένεται να είναι ακόμα λιγότερες λόγω των συνθηκών.

Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η μέση τιμή του αβγού στην ΕΕ ανερχόταν σε 191,10 ευρώ/100 κιλά τη 14η εβδομάδα του έτους (4-10 Απριλίου 2022), υψηλότερη κατά 2,9% από την προηγούμενη εβδομάδα και κατά 40,1% από πέρυσι. Ανοδική πορεία, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, καταγράφεται επίσης σε ΗΠΑ και Βραζιλία και μόνο στην Ινδία εμφανίζονται πτωτικές τάσεις.

Όπως αναφέρει σε πρόσφατο δημοσίευμά του το Reuters, η εξάπλωση της γρίπης των πτηνών έχει οδηγήσει στη θανάτωση πολλών ορνίθων αβγοπαραγωγής τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Γαλλία.

Στην πρώτη περίπτωση, σύμφωνα με στοιχεία κυβερνητικών φορέων, από τις αρχές του έτους έχουν αφανιστεί 19 εκατ. όρνιθες σε αβγοπαραγωγικές μονάδες, νούμερο που αντιστοιχεί σχεδόν στο 6% του ζωικού κεφαλαίου της χώρας στο χειρότερο ξέσπασμα της γρίπης από το 2015.

Μέχρι τις 15 Απριλίου, εστίες της γρίπης των πτηνών είχαν εντοπιστεί σε 27 πολιτείες, ενώ πριν από λίγες μέρες εντοπίστηκαν κρούσματα σε φάρμα της Πενσυλβάνια για πρώτη φορά από τη σεζόν 1983-1984.

Εξέλιξη τιμών αβγών σε ΕΕ, ΗΠΑ, Βραζιλία, Ινδία
ευρώ/100 κιλά προϊόντος

Τον Μάρτιο, οι τιμές χονδρικής σκαρφάλωσαν πάνω από τα 3 δολ./δωδεκάδα για τα μεγάλα μεγέθη, νούμερο που, σύμφωνα με την εταιρεία αναλύσεων Urner Barry αντιστοιχεί στο δεύτερο υψηλότερο επίπεδο όλων των εποχών, μετά τα 3,09 δολάρια που είχαν καταγραφεί στην αρχή της πανδημίας του κορωνοϊού. Ωστόσο, προϊόντα όπως το ασπράδι αβγού σε υγρή μορφή έχουν ήδη «πιάσει» τιμές-ρεκόρ.

Στη Γαλλία που, επίσης, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα ισχυρό κύμα της επιδημίας, το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται σε 8%, ενώ, σύμφωνα με τη συμβουλευτική εταιρεία FranceAgriMer, οι τιμές είναι φέτος αυξημένες κατά 69% σε σχέση με πέρυσι. Σημειωτέον ότι η Γαλλία μαζί με τη Γερμανία είναι οι μεγαλύτεροι παραγωγοί αβγών στην ΕΕ, με την πρώτη το 2020 να βρίσκεται οριακά στην πρώτη θέση με 979.000 τόνους (14% του συνόλου της ΕΕ).

Οι δε ΗΠΑ είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος προμηθευτής της Ευρώπης, με 3.412 τόνους το 2021 και 4.667 τόνους το 2020.

Μικραίνει η ψαλίδα μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης στην ΕΕ

Η ΕΕ είναι αυτάρκης στα αβγά, ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η ψαλίδα μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης ολοένα και μικραίνει. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της Κομισιόν, το 2015 η ευρωπαϊκή παραγωγή ανερχόταν σε 6,047 εκατ. τόνους και η κατανάλωση σε 5,294 εκατ. τόνους, δίνοντας έναν δείκτη αυτάρκειας 114% που ήταν και ο υψηλότερος της δεκαετίας.

Ωστόσο, το 2019 ο δείκτης αυτός είχε υποχωρήσει στο 101%, καθώς η παραγωγή έφτανε τους 6,306 εκατ. τόνους, υπερβαίνοντας οριακά τους 6,251 εκατ. τόνους της κατανάλωσης. Για την περσινή χρονιά, η εκτίμηση της Κομισιόν είναι ότι η παραγωγή διαμορφώθηκε σε 6,472 εκατ. τόνους και η κατανάλωση σε 6,348 εκατ. τόνους, με τον δείκτη αυτάρκειας να φτάνει το 102%, όσο και το 2020.

Σε εξαγωγικό επίπεδο, κυριότερος προορισμός των ευρωπαϊκών αβγών είναι το Ηνωμένο Βασίλειο που απορρόφησε το 2021 85.443 τόνους έναντι 96.998 τόνων το 2020. Ακολουθεί η Ιαπωνία, η οποία το 2021 απορρόφησε 78.291 τόνους από 68.022 τόνους το 2020, ενώ τρίτη βασική αγορά είναι η Ελβετία, όπου εξήχθησαν το 2021 39.850 τόνοι από 41.521 τόνοι έναν χρόνο πριν.