Rabobank: Πιο προσιτά, αλλά όχι φθηνά τα λιπάσματα  φέτος και το 2024

Σε φάση εξομάλυνσης φαίνεται ότι έχει εισέλθει, σύμφωνα με τη Rabobank, η παγκόσμια αγορά λιπασμάτων, αφήνοντας πίσω της τουλάχιστον δύο χρόνια έντονης μεταβλητότητας και ταλάντωσης των τιμών, κυρίως… προς το πάνω άκρο τους, με τον ανάλογο αντίκτυπο στην κατανάλωση.

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της ολλανδικής τράπεζας, το 2023 αναμένεται να κλείσει με αύξηση 3% στη χρήση λιπασμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, ύστερα από τη μείωση 7% που καταγράφηκε το 2022, ενώ για το 2024 προβλέπεται περαιτέρω ανάκαμψη της τάξης του 5%. Κομβικό ρόλο, σύμφωνα πάντα με την τράπεζα, αναμένεται να διαδραματίσει η διαφαινόμενη σταθεροποίηση των τιμών σε επίπεδα σαφώς πιο προσιτά για τους αγρότες, μετά τα ιστορικά υψηλά που είδαμε την τελευταία διετία.

Προς επίρρωση αυτού, η Rabobank επικαλείται τον Δείκτη «Προσιτότητας» (Fertilizer Αffordability Index) που έχει καταρτίσει και ο οποίος αποτυπώνει την εξέλιξη των τιμών ενός «καλαθιού» βασικών λιπασμάτων σε σχέση με εκείνες ενός αντίστοιχου «καλαθιού» βασικών αγροτικών προϊόντων (κυρίως σιτηρών και ελαιούχων σπόρων). Με βάση την πορεία του δείκτη αυτού -και- στις επιμέρους προϊόντικές κατηγορίες, η τράπεζα καταλήγει σε μια πρόβλεψη για αύξηση 2% στη χρήση αζωτούχων λιπασμάτων το 2023, ενώ για τα φωσφορικά και τα καλιούχα αναμένεται επίσης αύξηση της τάξης του 3,9% και του 5% αντίστοιχα.

Σε γενικές γραμμές, και σε σύγκριση με έναν χρόνο νωρίτερα, οι συνθήκες σήμερα φαίνονται «σαφώς καλύτερες για να αγοράσει κανείς λιπάσματα», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι οι προκλήσεις και η αβεβαιότητα έχουν εκλείψει, ούτε ότι έχουμε επιστρέψει σε μια κανονικότητα, όπως τουλάχιστον τη γνωρίζαμε πριν από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία. Ο Vitor Pistoia, αναλυτής Αγροτικών Εισροών της τράπεζας, θεωρεί ότι το 2023 ήταν μια σχετικά ήρεμη και, συνάμα, μεταβατική χρονιά για την αγορά λιπασμάτων, καθώς κουβάλησε μαζί της ορισμένα… κατάλοιπα από το πολύπλοκο, όπως το χαρακτηρίζει, 2022.

Ένα από αυτά ήταν η διστακτικότητα των αγροτών να προχωρήσουν σε νέες αγορές, κάτι που αποτυπώθηκε στο πρώτο εξάμηνο του 2023, παρά το γεγονός ότι οι τιμές είχαν ήδη αρχίσει να αποκλιμακώνονται. Ο λόγος είναι ότι στο ίδιο διάστημα κινήθηκαν πτωτικά και οι τιμές των περισσότερων αγροτικών προϊόντων, συμπιέζοντας αντίστοιχα τα περιθώρια κέρδους των εκμεταλλεύσεων.

Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι τα κόστη παραγωγής τόσο της αμμωνίας όσο και της ουρίας στην Ευρώπη έχουν εξορθολογιστεί σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν, με διαχρονικά κριτήρια εξακολουθούν να κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα.

Το καλό και το κακό σενάριο για τη Γάζα

«Καθώς πλησιάζει ο χειμώνας στην Ευρώπη, υπάρχει μεγαλύτερη αβεβαιότητα αναφορικά με την αγορά του φυσικού αερίου και, κατ’ επέκταση, με το κόστος παραγωγής των αζωτούχων λιπασμάτων», σχολιάζει ο Bruno Fonseca, αναλυτής της Rabobank. Σημειωτέον, εδώ, ότι οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη έχουν αυξηθεί 30% από την έναρξη του πολέμου στη Μέση Ανατολή, φτάνοντας τη Δευτέρα σε υψηλό περίπου εννέα μηνών, μετά την είδηση ότι οι εισαγωγές της Αιγύπτου μηδενίστηκαν, κάτι που ενέτεινε τις ανησυχίες ότι η χώρα δεν θα μπορέσει να ξαναρχίσει τις παραδόσεις υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG).

Παρά το γεγονός ότι η Αίγυπτος καλύπτει ένα μικρό μέρος μόνο των αναγκών της ΕΕ, η νευρικότητα αυτή καταδεικνύει, σύμφωνα με το Bloomberg, την ευπάθεια της ευρωπαϊκής αγοράς στους γεωπολιτικούς κινδύνους μετά την περσινή ενεργειακή κρίση.

Σε αυτήν τη φάση, πάντως, και τουλάχιστον όσο ο πόλεμος στη Γάζα διατηρεί τα χαρακτηριστικά μιας τοπικής σύγκρουσης, η Rabobank εκτιμά ότι ο αντίκτυπος στην αγορά λιπασμάτων θα είναι σχετικά μικρός και μάλλον ελεγχόμενος. Όπως αναφέρεται στην έκθεση, το Ισραήλ έχει μερίδιο 3% στις εξαγωγές φωσφορικών λιπασμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ στα καλιούχα λιπάσματα το αντίστοιχο ποσοστό του είναι 8%.

Ενδεχόμενα προσκόμματα στις εξαγωγές του Ισραήλ θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αυξήσεις τιμών, ενώ η απροθυμία, ου μην και αδυναμία ορισμένων πλοιοκτητριών εταιρειών να προσεγγίσουν το λιμάνι του Ashdod στη Μεσόγειο, που βρίσκεται κοντά στην «καρδιά» της σύρραξης, θα μπορούσε να οδηγήσει σε καθυστερήσεις και σε αύξηση του κόστους των logistics.

Ωστόσο, πέρα από το γεγονός ότι υπάρχει η εναλλακτική κάποιων λιμανιών στην Ερυθρά Θάλασσα, η Rabobank εκτιμά ότι στην αγορά, αυτήν τη στιγμή, υπάρχει «επαρκής διαθεσιμότητα και αρκετές εναλλακτικές πηγές για την προμήθεια καλιούχων και φωσφορικών λιπασμάτων», με τη Ρωσία, τη Λευκορωσία και τη Γερμανία να είναι σε θέση να καλύψουν τα όποια κενά.

Tο σκηνικό, βέβαια, θα αλλάξει επί τα χείρω αν η σύγκρουση στη Γάζα κλιμακωθεί και εμπλέξει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, χώρες όπως η Συρία, η Υεμένη, το Ιράκ και, βέβαια, το Ιράν. Ο Mike Every, αναλυτής Γεωπολιτικών Θεμάτων της Rabobank, εξέφρασε σε πρόσφατο podcast την ανησυχία ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια γενικευμένη περιφερειακή σύρραξη, η οποία θα έχει άμεση επίπτωση στις τιμές της ενέργειας, με το πετρέλαιο να φτάνει ενδεχομένως και τα 150 δολάρια το βαρέλι.

«Αν φτάσουμε σε αυτό το σενάριο, οι οικονομικές συνέπειες θα είναι βαθιές και θα γίνουν αισθητές σε όλο τον κόσμο», σχολίασε ο Every, παρομοιάζοντας την κατάσταση με τα όσα ακολούθησαν τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ τη δεκαετία του ’70, όταν οι αραβικές οικονομίες αποφάσισαν να περιορίσουν τις ροές πετρελαίου προς τις ΗΠΑ.

Σύμφωνα με τον Sam Taylor, έτερο αναλυτή Αγροτικών Εισροών της Rabobank, «οι τιμές των αζωτούχων λιπασμάτων συνδέονται εγγενώς με το σύμπλεγμα των υδρογονανθράκων. Επομένως, αν αρχίσουμε να βλέπουμε ευρύτερες αναταραχές στη Μέση Ανατολή και η αγορά των υδρογονανθράκων αντιδράσει εξαιτίας αυτών, η νευρικότητα πιθανότατα θα μεταφερθεί στις τιμές των αζωτούχων».

Πηγαίνοντας ένα βήμα πιο πέρα, ο Every αναλογίζεται την πιθανότητα η Κίνα και η Ρωσία να τοποθετηθούν στο πλευρό του Ιράν, με στόχο να δυσκολέψουν και, ει δυνατόν, να δεσμεύσουν τις ΗΠΑ και το Ισραήλ σε έναν παρατεταμένο πόλεμο στη Μέση Ανατολή, ώστε να αποσπαστεί η προσοχή της Ουάσινγκτον από την Ουκρανία, αλλά και από την Ανατολική Ασία, περιοχή που ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Κίνα λόγω της Ταϊβάν. «Αυτό δεν είναι μια πρόβλεψη, αλλά μια ανησυχητικά λογική αλληλουχία γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να ξεδιπλωθούν πιο γρήγορα απ’ ό,τι φαντάζεται κανείς», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Every, προσθέτοντας ότι οι συνέπειες για τις αγορές τροφίμων, αγροτικών προϊόντων και ενέργειας θα ήταν ανυπολόγιστες σε μια τέτοια περίπτωση.

Μειώθηκε, αλλά διατηρείται η αβεβαιότητα

Σε έναν πιο βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, ενδεχόμενη εμπλοκή του Ιράν στη σύγκρουση της Γάζας θα είχε άμεση επίπτωση στην αγορά λιπασμάτων. «Κάτι τέτοιο θα “αφαιρούσε” από την αγορά έναν σημαντικό όγκο προϊόντων και σε πρώτο χρόνο θα είχαμε κάποιες ελλείψεις στην ευρύτερη αγορά της Ευρασίας. Για παράδειγμα, το Ιράν είναι βασικός προμηθευτής της Τουρκίας», αναφέρει στην «ΥΧ» επικεφαλής μεγάλης βιομηχανίας λιπασμάτων που δραστηριοποιείται στη χώρα μας.

Όπως εξηγεί ο ίδιος, παρότι η σύρραξη προσώρας δεν έχει ξεφύγει από το δίπολο Ισραήλ-Χαμάς, η προοπτική της επέκτασής της έχει ήδη βαρύνει το κλίμα στην παγκόσμια αγορά, κάτι που αντανακλάται τόσο στις τιμές κάποιων βασικών πρώτων υλών όσο και στην εμπορική και την τιμολογιακή πολιτική ορισμένων επιχειρήσεων: «Κάποιες βιομηχανίες κάνουν κράτει στις πωλήσεις τους, είτε γιατί περιμένουν να ξεκαθαρίσει η κατάσταση στη Μέση Ανατολή είτε επειδή εκτιμούν ότι οι τιμές θα ανέβουν.

Επίσης, μαθαίνουμε ότι στην Αίγυπτο κάποια εργοστάσια θα διακόψουν για ένα διάστημα την παραγωγική τους λειτουργία λόγω της έλλειψης φυσικού αερίου», σημειώνει.

«Αν και δεν βρισκόμαστε στο σημείο που ήμασταν με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, υπάρχει ακόμα μεγάλη αβεβαιότητα σε γεωπολιτικό επίπεδο, κάτι που εξακολουθεί να τροφοδοτεί ακραίες διακυμάνσεις. Για παράδειγμα, η τιμή της αμμωνίας, από τα 300 ευρώ/τόνο που ήταν τον Αύγουστο, αναρριχήθηκε το τελευταίο διάστημα στα 700 ευρώ/τόνο.

Προφανώς, μπορεί να επικαλεστεί κανείς κάποια θέματα με τα logistics, το γεγονός ότι κάποια εργοστάσια διέκοψαν τη λειτουργία τους, όπως και την αναλογία προσφοράς-ζήτησης που, όπως είναι ευνόητο, παίζει τον ρόλο της. Όμως, αν δούμε τη μεγάλη εικόνα, ο υπερδιπλασιασμός της τιμής μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, καταδεικνύει ότι η ομαλότητα δεν έχει επιστρέψει ακόμα στο σύστημα», προσθέτει ο συνομιλητής μας.

Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί, κατά τη γνώμη του, και για τις τιμές του συνόλου σχεδόν των λιπασμάτων. «Υπάρχει μια αποκλιμάκωση σε σχέση με πέρυσι, δεν είναι όμως αυτή που θα περίμενε κανείς, μετά τις ακρότητες που είδαμε το προηγούμενο διάστημα. Χονδρικά και πολύ σχηματικά, ένας μέσος όρος για τις τιμές όλων των λιπασμάτων, σήμερα, βρίσκεται μεταξύ 400 και 500 ευρώ/τόνο -επίπεδα που είναι 100-150 ευρώ πάνω από αυτό που περιμέναμε. Με λίγα λόγια, αυτό που είδαμε μετά το ράλι των τιμών του προηγούμενου διαστήματος δεν ήταν μια κατάρρευση που περίμεναν αρκετοί, αλλά απλά μια διόρθωση», καταλήγει.