«Ραν» («Ran», 1985): Το έπος του Κουροσάβα, που πάντρεψε τον «Βασιλιά Ληρ» με τη φεουδαρχική Ιαπωνία

Με τις φθινοπωρινές βροχές να έχουν ξεκινήσει για τα καλά, άλλη μια σεζόν των θερινών σινεμά οδεύει προς την ολοκλήρωσή της. Μία μία, οι καλοκαιρινές αίθουσες κλείνουν, αλλά μένουν πίσω οι όμορφες αναμνήσεις των ειδυλλιακών προβολών σε ευάερες ταράτσες και κήπους, με φόντο τα άστρα, για να μας κρατήσουν συντροφιά τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Σταχυολογώντας τις φετινές σινεφίλ στιγμές, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η πιο δυνατή τέτοια εμπειρία ήρθε μέσα από μια επετειακή επανακυκλοφορία, η οποία συμπλήρωσε αισίως τέσσερις δεκαετίες ζωής.
Μέχρι και σήμερα, πολλά χρόνια μετά τον θάνατό του, ο θρυλικός Ακίρα Κουροσάβα παραμένει αναμφίβολα ο Ιάπωνας σκηνοθέτης με το πιο γνωστό όνομα στη Δύση. Αν και σίγουρα δεν ήταν η καθοριστική αιτία, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι ένας από τους λόγους που το έργο του είχε τόσο οικουμενική απήχηση ήταν η ενασχόλησή του με τον πασίγνωστο θεατρικό συγγραφέα Ουίλιαμ Σαίξπηρ, στου οποίου τα έργα θίγονται διαχρονικά και πανανθρώπινα θέματα, όπως ο έρωτας, η εκδίκηση, η εξουσία, η ηθική, η διαφθορά, η τρέλα και πολλά άλλα, διαμέσου απτών και μαεστρικά δομημένων χαρακτήρων, που είναι πάντοτε επίκαιροι και μιλούν στις ψυχές μας.
Η αρχή έγινε το 1957, όταν ο Κουροσάβα σκηνοθέτησε την ταινία «Throne of Blood» («Ο Θρόνος του Αίματος»), βασισμένη στον «Μάκβεθ» του Σαίξπηρ. Η συνέχεια γράφτηκε το 1960 με το τολμηρό «The Bad Sleep Well» («Οι Κακοί Κοιμούνται Ήσυχα»), που ήταν βασισμένο στον Άμλετ και αποτέλεσε ένα δριμύ «κατηγορώ» ενάντια στην εταιρική απληστία. Αμφότερες οι ταινίες ήταν καταπληκτικές και έγιναν δεκτές με διθυράμβους, ακριβώς για τον λόγο ότι δεν αναμάσησαν το σαιξπηρικό πρωτότυπο, αλλά πάτησαν πάνω του για να χτίσουν κάτι εντελώς καινούργιο.
Ωστόσο, η τρίτη και τελευταία απόπειρα του Κουροσάβα να διασκευάσει ελεύθερα Σαίξπηρ κατά τη διάρκεια της καριέρας του, με το «Ραν» («Ran», 1985), θα αποτελούσε από πολλές απόψεις τον μεγαλύτερο θρίαμβο στην άτυπη αναμέτρηση του Ιάπωνα δημιουργού με το έργο του κορυφαίου Άγγλου δραματουργού.
Υπόθεση: Στη μεσαιωνική, φεουδαρχική Ιαπωνία, ένας γηραιός άρχοντας μοιράζει την επικράτειά του στους τρεις γιους του, φέρνοντας άθελά του στην επιφάνεια ανταγωνισμούς και έριδες που οδηγούν σε δολοπλοκίες και αλληλοπροδοσίες, οδηγώντας τελικά στη βίαιη κατάρρευση του πανίσχυρου οίκου του.
Άρτια διαχείριση των επιρροών
Το «Ραν» είναι ένα έργο βασισμένο στον Βασιλιά Ληρ, ωστόσο η σαιξπηρική πρώτη ύλη εμπλουτίζεται με συστατικά της παράδοσης της πατρίδας του Κουροσάβα (σ.σ. ιαπωνικοί θρύλοι). Όπως είχε πράξει προγενέστερα ο Κένζι Μιζογκούτσι στο «Ugetsu Monogatari» (1953), αλλά και ο ίδιος ο Κουροσάβα («Kagemusha», 1980) –μεταξύ άλλων–, η ταινία αντλεί έμπνευση από μια ιδιαίτερα ταραγμένη εποχή στην ιστορία της Ιαπωνίας, την περίοδο Σενγκόκου (σ.σ. μέσα 15ου έως αρχές 17ου αιώνα), κατά τη διάρκεια της οποίας πολεμοχαρείς φεουδάρχες, γνωστοί στη μεσαιωνική Ιαπωνία ως νταΐμιο, οδηγούνταν σε αλλεπάλληλες ρήξεις, που εξελίσσονταν σε συνεχείς εμφύλιους πολέμους.
Ο Κουροσάβα προσαρμόζει το σενάριο της δικής του ιστορίας στις λαϊκές εξιστορήσεις για τον νταΐμιο Μόρι Μοτονάρι, έναν αδίστακτο πολέμαρχο με τεράστιες στρατηγικές ικανότητες, ο οποίος κατάφερε να κυριαρχήσει σε μια αχανή έκταση (σ.σ. περιοχή Τσουγκόκου), χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο. Παρότι ακολουθεί σαιξπηρικά μονοπάτια, η ταινία είναι χτισμένη πάνω στο έναυσμα που έδωσε στον δημιουργό της η περίπτωση του εν λόγω τοπικού άρχοντα.
Στην ταινία, ο αντίστοιχος φεουδάρχης ονομάζεται Χιντετόρα (Τατσούγια Νακαντάι). Τον συναντάμε στην ηλικία των 70 ετών, ώριμο και αποφασισμένο, πλέον, να τραβήξει μια «κόκκινη γραμμή» τόσο στις φιλοπόλεμες πρακτικές που καθόρισαν τον βίο του, όσο και στην ίδια του την ηγεμονία. Βέβαιος ότι έφθασε επιτέλους η ώρα για ειρήνη, μεταβιβάζει την εξουσία ιεραρχικά στον πρωτότοκο γιο και διαιρεί την περιουσία του, μοιράζοντάς τη και στους τρεις γιους του (όπως είχε πράξει αντίστοιχα ο Ληρ στις τρεις κόρες του). Τους νουθετεί ότι μόνο αν παραμείνουν συνασπισμένοι θα διατηρήσουν τα κεκτημένα. Ενδόμυχα, δεν θέλει να τους δει να χάνουν ολοκληρωτικά την αθωότητά τους και να αποκτηνώνονται, όπως εκείνος. Τώρα, που τα γεράματα τον έχουν μαλακώσει, μπορεί πλέον να το δει καθαρά.
Ωστόσο, ο μικρότερος γιος, Σαμπούρο (Νταϊσούκε Ρίου), σπεύδει να επαναφέρει τον Χιντετόρα στην πραγματικότητα, ξεκαθαρίζοντας ότι ο ίδιος και τα αδέλφια του παραμένουν δημιουργήματα αυτής της ταραγμένης, χαοτικής εποχής, αλλά και αυτού του μέχρι πρότινος αδίστακτου και φιλοπόλεμου πατέρα, που δεν επεφύλασσε ποτέ στοργή και τρυφερότητα προς τα «βλαστάρια» του, παρά μόνο αυταρχισμό και ωμή σκληραγώγηση. Βλέποντας τον Βενιαμίν της οικογένειας να αμφισβητεί τόσο ανοιχτά τη διαύγειά του, ο Χιντετόρα, τυφλωμένος από το πείσμα του, τον αποκληρώνει και τον εξορίζει. Σε αντίθεση με τον Μοτονάρι, ο οποίος είχε τρεις υπερβολικά πιστούς γιους, ο Ιάπωνας σκηνοθέτης οραματίζεται τους γιους του Χιντετόρα να περνούν σε αντίπαλα στρατόπεδα με τον πατέρα, αλλά και μεταξύ τους. Καθώς η γλύκα της εξουσίας διαφθείρει τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια, Ταρό (Ακίρα Τεράο) και Τζίρο (Τζινπάτσι Νέζου), καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις θα παίξει η σύζυγος του πρωτότοκου γιου, η οποία είχε δει τους γονείς της να σφαγιάζονται από τον Χιντετόρα και τώρα διψά για να πάρει εκδίκηση από όλη την οικογένεια. Με την προβοκατόρικη στάση της, φουντώνει τη φλόγα της απληστίας και της επιθυμίας των απογόνων για καθολική κυριαρχία, ενώ παράλληλα σπέρνει έριδες και διχόνοια μεταξύ των μελών της δυναστείας.
Ο πατέρας θα γίνει αποδέκτης της αχαριστίας των δύο μεγαλύτερων γιων του, θα προδοθεί και, παράλληλα, θα δει τα παιδιά του να αλληλοπροδίδονται. Η αποτυχημένη απόπειρά του να οδηγήσει σε τάξη και αρμονία τον χαοτικό κόσμο που παρέλαβε και συντήρησε κατά τη διάρκεια της ζωής του θα σημάνει την τελική του πτώση και θα τον μετατρέψει σε φιγούρα αρχαίας τραγωδίας: Υποχρεωμένος να παρακολουθήσει το βασίλειό του να καταρρέει σαν χάρτινος πύργος όσο εκείνος, διωγμένος, άστεγος και ανήμπορος, θα περιπλανιέται αλλόφρονας στα αποκαΐδια του, βιώνοντας την τρομακτικότερη διάψευση του μεγαλείου που ο ίδιος οικοδόμησε με τα εγκλήματά του.
Παραχωρώντας τη σκυτάλη στους γιους του, ο ηλικιωμένος πατέρας προσέβλεπε σε μια ομαλή μετάβαση εξουσιών, που θα εγγυόνταν την επόμενη μέρα της δυναστείας του. Είχε την αυταρέσκεια να πιστεύει ότι το πανίσχυρο οικοδόμημα, που ο ίδιος εγκατέλειπε φαινομενικά στέρεο πίσω του, θα ήταν και η παρακαταθήκη του.
Ήταν αρκετά ώριμος για να απαρνηθεί την απόλυτη εξουσία, αλλά όχι αρκετά διορατικός για να δει ότι η παρακαταθήκη του ήταν κάτι πολύ πιο σκοτεινό από ό,τι φανταζόταν. Η σπαρακτική ερμηνεία του Νακαντάι μάς κάνει κυριολεκτικά να τον «ζούμε», καθώς θα παρακολουθήσει ανήμπορος όλα τα παραπάνω να βυθίζονται σταδιακά στο χάος, να εξωθούνται σε μια κατάληξη για την οποία ο ίδιος εν πολλοίς είχε καλλιεργήσει τις συνθήκες με τους σπόρους του μίσους που είχε σπείρει παλαιότερα. Ένα ένα, τα στάδια αυτής της πτώσης καθρεφτίζονται τρομακτικά στο ημίτρελο βλέμμα του κορυφαίου Ιάπωνα ηθοποιού, με τρόπο που κάνουν τον θεατή να εμπεδώνει τις τεράστιες ευθύνες του Χιντετόρα –οι οποίες οδηγούν τη μοίρα στο κατόπι του– και τη συντριβή του μπροστά στο βίαιο «τσουνάμι» από όλα όσα έρχονται να τον στοιχειώσουν και να τον καταβαραθρώσουν, υπογράφοντας την τιμωρία του.
Οπτική πανδαισία και τροφή για σκέψη
Μέσα σε 162 λεπτά φιλμικής πανδαισίας, το έπος του Κουροσάβα προάγει με ιδανικό τρόπο σαιξπηρικά θέματα, όπως η καταστροφική φύση της εξουσίας και οι συνέπειες της κατάχρησής της, η γέννηση της βίας και ο φαύλος κύκλος της, η ουσιαστική ανθρώπινη ανάγκη για αγάπη και πίστη, η ολίσθηση στην τρέλα και η απώλεια της λογικής, ο αγώνας για δικαιοσύνη που λάμπει σαν «πυγολαμπίδα» στο πηχτό σκοτάδι, η διάκριση μεταξύ φαινομενικότητας και πραγματικότητας κ.ά.
Κάθε καρέ κουβαλά έναν δικό του μύθο, χάρη στην άψογη εικαστικότητα (συγκλονιστικές εικόνες που μοιάζουν με ζωντανούς πίνακες) και τους απαράμιλλους συμβολισμούς: Τα λάβαρα της κενής και απατηλής εξουσίας, που αποδομείται από τη στείρα διαμάχη μεταξύ ομοαίματων, συνθέτουν το ντεκόρ των κάδρων, περιφερόμενα συνεχώς σαν άχρηστα αντικείμενα, σαν περιττό φορτίο, ενώ το επιβλητικό σκηνικό του διάσημου όρους Φούτζι σκιάζει ισοπεδωτικά –σχεδόν καταφρονητικά θα έλεγε κανείς– την απληστία, τις μάταιες επιδιώξεις και τις μικροπρεπείς έριδες στις οποίες αναλώνονται οι άνθρωποι, παραγκωνίζοντας μεγάλες ιδέες και ιδανικά.
Συνολικά, το έργο όχι μόνο δεν σου επιτρέπει να πάρεις στιγμή τα μάτια σου από την οθόνη, αλλά ταυτόχρονα προσφέρει άφθονη τροφή για σκέψη και περισυλλογή πάνω στην επίγεια κόλαση που έχει οικοδομήσει ο άνθρωπος.
Με αφορμή τα 40 χρόνια από την πρώτη προβολή του, το «Ραν» επέστρεψε αυτό το καλοκαίρι στις θερινές οθόνες, σε επετειακή επανέκδοση σε 4Κ από τη Summer Classics.











