Αυτό το άρθρο είναι 6 μηνών

«Ρασομόν»: Αναζητώντας την αντικειμενική αλήθεια στο κατώφλι της «Πύλης των Δαιμόνων»

Το αριστούργημα του Ακίρα Κουροσάβα, που άνοιξε τον δρόμο για τη διεθνή καταξίωση του ιαπωνικού κινηματογράφου, επανακυκλοφορεί στα σινεμά αποκατεστημένο, σε υψηλή ανάλυση 4K.
26/07/2024
10'+ διάβασμα
rasomon-anazitontas-tin-antikeimeniki-alitheia-sto-katofli-tis-pylis-ton-daimonon-327956

Στον κόσμο που ζούμε, τα γεγονότα που διατρέχουν τον βίο της κοινωνίας μας και των μελών της είναι ιδωμένα μέσα από έναν σωρό από παραμορφωτικά πρίσματα. Και αν θες να προσεγγίσεις περισσότερο την αλήθεια, πρέπει να κοιτάξεις σχολαστικά μέσα από το καθένα εξ αυτών, αποκρυπτογραφώντας τις υποκειμενικές θεωρήσεις.

Ένας σωρός από θρύψαλα, που πρέπει να περισυλλέξεις και να συγκολλήσεις, εφόσον επιθυμείς να ανασυνθέσεις το ντοκουμέντο. Να αποκαταστήσεις ολοκληρωτικά ένα αδιάσειστο τεκμήριο. Ή μήπως όχι;

Ίσως, τελικά, δεν είναι γραφτό για εμάς, τους κοινούς θνητούς, να φτάσουμε σε μια αδιαπραγμάτευτη, αντικειμενική αλήθεια των γεγονότων, στην οποία δεν θα παρεμβαίνουν κίνητρα, συμφέροντα και αποκρυσταλλωμένες πεποιθήσεις, «συννεφιάζοντας» το τοπίο της. Ίσως η απόλυτη διαύγεια και γνώση να είναι πράγματα που δεν ήμασταν ποτέ προορισμένοι να κατέχουμε, ή να μην υπήρξαν ποτέ, τουλάχιστον με τον απόλυτο τρόπο που θα θέλαμε να τα αντιλαμβανόμαστε και να τα ορίζουμε. Ωστόσο, διανύοντας όλη αυτή την απόσταση, σίγουρα οδηγούμαστε κοντά σε μια αλήθεια διαφωτιστική σχετικά με τον κόσμο μας, τους προσωρινούς «ενοίκους» του, τα πάθη και τις αντιφάσεις τους.

Με τα παραπάνω σημαίνοντα και διαχρονικά θέματα καταπιάνεται το «Rashomon» («Ρασομόν»), η πρωτοποριακή ταινία που εν έτει 1950 καταξίωσε διεθνώς τον Ακίρα Κουροσάβα (Χρυσό Λιοντάρι και Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας) και έκανε σταρ τον Τοσίρο Μιφούνε. Βασιζόμενος σε δύο νουβέλες του εμβληματικού Ιάπωνα συγγραφέα Ριουνοσούκε Ακουταγκάουα, ο Κουροσάβα στήνει μια ρηξικέλευθη, καθηλωτική «δίκη» και πλοκή γύρω από διαδοχικές αντικρουόμενες οπτικές γωνίες-μαρτυρίες πάνω στο συμβάν μιας ειδεχθούς δολοφονίας, ενώ παράλληλα διαψεύδει σαρκαστικά τις προσδοκίες του κοινού, που αγωνιά για τη λύση του μυστηρίου και τη διαλεύκανση του εγκλήματος.

ΥΠΟΘΕΣΗ: Στην Ιαπωνία του 12ου αιώνα, o βιασμός μιας νύφης και η δολοφονία του σαμουράι συζύγου της στο δάσος ανακαλούνται από την οπτική γωνία ενός ληστή (σ.σ. ο ρόλος που υποδύεται ο «μαγνητιστικός» Μιφούνε), της ίδιας της νύφης, του φαντάσματος του σαμουράι και ενός ξυλοκόπου.

Στην αφετηρία της πλοκής, συναντάμε την Πύλη στην ξακουστή αρχαία λεωφόρο Σουζάκου, η οποία κάποτε οδηγούσε στο αυτοκρατορικό παλάτι στην Ιαπωνία, ωστόσο, τον 12ο πια αιώνα, έστεκε έρημο ερείπιο.

Προσοχή, ακολουθούν spoilers για την ταινία!

Στην αφετηρία της πλοκής, συναντάμε την Πύλη στην ξακουστή αρχαία λεωφόρο Σουζάκου, η οποία κάποτε οδηγούσε στο αυτοκρατορικό παλάτι στην Ιαπωνία, ωστόσο, εκείνα τα χρόνια, έστεκε πια έρημο ερείπιο. Τόσο είχε ξεπέσει, που συνήθως έβρισκαν εκεί κρησφύγετο οι παράνομοι, εγκαταλείπονταν πτώματα ή ανεπιθύμητα βρέφη, ενώ, σύμφωνα με έναν τοπικό θρύλο, το κτίσμα είχε κατοικηθεί από τον δαίμονα Ibaraki-Doji. Η χρήση της Πύλης από τον Ακουταγκάουα ήταν εσκεμμένα συμβολική, με τα χαλάσματά της να αντιπροσωπεύουν την υλική και άυλη διάβρωση του ιαπωνικού πολιτισμού και κουλτούρας. Σε αυτό το μονοπάτι κινείται και ο Κουροσάβα, ζώντας σε μια Ιαπωνία που είχε εξέλθει κατεστραμμένη από τον B’ Παγκόσμιο Πόλεμο και προσπαθούσε να αναγεννηθεί από τις στάχτες της.

Στο ξέφωτο της Πύλης βρίσκουν προσωρινό καταφύγιο ένας ξυλοκόπος κι ένας ιερέας, οι οποίοι προσπαθούν να προφυλαχθούν από τη σφοδρή βροχόπτωση. Σύντομα θα προστεθεί στην παρέα τους ένας χωρικός, του οποίου το ενδιαφέρον κεντρίζει η διήγησή τους (η επική ατάκα του πρώτου «δεν με νοιάζει να είναι ψέμα, αρκεί η ιστορία να είναι διασκεδαστική» μοιάζει να περιγράφει μια ολόκληρη κινηματογραφική βιομηχανία στην άλλη άκρη του… Ειρηνικού), καθώς εκείνοι, εμφανώς σοκαρισμένοι, εξιστορούν ένα φρικαλέο χρονικό. Έχοντας βρεθεί στη σκηνή του εγκλήματος και αντίστοιχα έχοντας συναντήσει το θύμα πριν από την τέλεσή του, ο ξυλοκόπος και ο ιερέας έχουν κληθεί να καταθέσουν στη δίκη για την υπόθεση, τα γεγονότα της οποίας έχουν επίσης προηγηθεί. Τα όσα έχουν μεσολαβήσει στη δίκη φαίνεται να έχουν καταρρακώσει τον ιερέα και τον ξυλοκόπο, με τον χωρικό να κρέμεται από τα χείλη τους για να μάθει ποιο είναι επιτέλους αυτό το συγκλονιστικό συμβάν που τους έχει σοκάρει σε τέτοιον βαθμό.

Αντικρουόμενες καταθέσεις

Κάπως έτσι, η ζωντανή εξιστόρηση των διαβατών, καθώς εκείνοι ξαποσταίνουν στην Πύλη, δίνει τη σκυτάλη σε μια ανάδρομη αφήγηση, η οποία φωτίζει αφενός τις διαδοχικές καταθέσεις των εμπλεκόμενων προσώπων στον χώρο του δικαστηρίου (μια… αφαιρετικής αισθητικής υπαίθρια «αίθουσα»), και σε δεύτερο επίπεδο τις οπτικές αναπαραστάσεις βάσει της εκδοχής που δίνει ο κάθε μάρτυρας ενώπιον της έδρας (η οποία παραμένει μέχρι τέλους εκτός κάδρου, ώστε να εστιάσουμε αποκλειστικά στην ουσία). Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος, οι στατικές λήψεις που υπονοούν μια παγιωμένη και αδιάσειστη πραγματικότητα, δίνουν και αυτές τη θέση τους σε ορμητική ροή και στροβιλισμούς, εφάμιλλης έντασης με τη βροχή που σαρώνει την Πύλη, υποδηλώνοντας μια στροφή προς το φαντασιακό.

Οι υποκειμενικές μαρτυρίες που κατατίθενται κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, πράγματι αναμεμειγμένες με αποκυήματα οργιώδους φαντασίας, εικονοποιούνται στο ασπρόμαυρο φιλμ μέσα από το πρίσμα ενός καλλιτεχνικά σπινθηροβόλου, αεικίνητου φακού και ενός εξίσου δραστήριου μοντάζ. Θα έλεγε κανείς ότι μέσα από τις φωτοσκιάσεις, τους απρόσμενους ελιγμούς και γωνίες λήψης και την υψηλή (κοπτο)ραπτική, ο Κουροσάβα προσπαθεί να διεισδύσει στις διηγήσεις τους, αλλά και ταυτόχρονα να τις υπερβεί.

Όπως, δηλαδή, και η ελλειπτική αφήγηση, η οποία υπερβαίνει τις συνηθισμένες φόρμες, κινώντας τα νήματα σε ένα έργο-πραγματεία πάνω στη δαιδαλώδη, αντιφατική ανθρώπινη φύση και συμπεριφορά, σαν τις διαφορετικές πτυχές μιας πάντα διαφεύγουσας αλήθειας. Μπορεί, τελικά, η αντικειμενική θεώρηση πάνω στα γεγονότα να μην υφίσταται, ωστόσο, κάθε υποκειμενική αλήθεια που αναδύεται αντανακλά τον χαρακτήρα και το ποιόν του μη αξιόπιστου «καταθέτη» της.

Η χρήση της Πύλης από τον εμβληματικό Ιάπωνα συγγραφέα Ακουταγκάουα ήταν εσκεμμένα συμβολική, με τα χαλάσματά της να αντιπροσωπεύουν την υλική και άυλη διάβρωση του πολιτισμού και της κουλτούρας της χώρας της Άπω Ανατολής

Το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι μια εικαστική μυσταγωγία, η οποία επιτείνει το δυσεπίλυτο του πραγματικού αινίγματος (σ.σ. ο άνθρωπος), θολώνει τα όρια ανάμεσα σε πραγματικότητα, μύθευμα και ψευδαίσθηση, ανάμεσα σε αθώους και ενόχους. Καθένας από τους τέσσερις βασικούς μάρτυρες της δίκης προφασίζεται ότι είναι ο δολοφόνος, με τον νεκρό, μεταξύ αυτών, να διαβεβαιώνει ότι ήταν αυτόχειρας. Κάθε αφήγημα είναι πασπαλισμένο με άχνη ψέματος και διαρθρωμένο έτσι ώστε να περισώζει την τιμή και την υπόληψη του υποκειμένου του. Είναι όλοι τους διατεθειμένοι να θυσιάσουν την αλήθεια, προκειμένου να διαφυλάξουν την υστεροφημία τους. Είναι πολύ πιθανό ότι έχουν πιστέψει κι εκείνοι στο ψέμα τους. Μέχρι και η θεωρητικά πιο φερέγγυα μαρτυρία ενός τρίτου και μη συναισθηματικά εμπλεκόμενου στο σκηνικό (σ.σ. ο ξυλοκόπος, που, όπως προκύπτει, ήταν αυτόπτης μάρτυρας του εγκλήματος –αν και δίστασε να καταθέσει το τι συνέβη– και φυλάει για το τέλος την πιο ενδιαφέρουσα εξιστόρηση και ανάλυση χαρακτήρων, ακριβώς επειδή δεν είναι τόσο… ραφιναρισμένες) αδυνατεί να μην αποκρύψει και εκείνη ένα κομμάτι της αλήθειας, με τα ίδια ακριβώς κίνητρα που συνέβη αυτό και στις προηγούμενες.

Χαοτική σύμπτυξη και χαραμάδα ελπίδας

Αναζωπυρώνοντας την άνιση μάχη μεταξύ αλήθειας και ψέματος, λογικής και παρόρμησης, ο Κουροσάβα τα οδηγεί όλα μαζί σε μια χαοτική σύμπτυξη. Κάπου εκεί, μέσα στο σκοτάδι αυτού του χάους, αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά, θα δει να αχνοφαίνεται η ανεπαίσθητη λάμψη μιας θολής, απροσδιόριστης ελπίδας. Μιας ελπίδας που εξακολουθεί να τρέφει ο σκηνοθέτης για το ατελές ανθρώπινο είδος, για τον ιαπωνικό λαό, αλλά και ταυτόχρονα για όλους τους λαούς, η οποία συμπυκνώνεται στο πρόσωπο του φτωχού ξυλοκόπου, ο οποίος προσφέρεται ανιδιοτελώς, μπροστά στα μάτια του ιερέα, να υιοθετήσει ένα δύσμοιρο ορφανό που κάποιος είχε εγκαταλείψει στην Πύλη. Κάπως έτσι, η ταινία, γνωστή για ευνόητους λόγους και με τον τίτλο «Rashomon: Η Πύλη των Δαιμόνων», μετατρέπει την Πύλη της από… πόρτα προς τον ζόφο και την απελπισία σε… πόρτα προς τη σωτηρία. Συνοψίζει, με αυτόν τον ευρηματικό τρόπο, όλες τις αντίρροπες δυνάμεις που συμβιώνουν από καταβολών της ανθρωπότητας.

Αυτή είναι, λοιπόν, η πραγματική αλήθεια/ουσία προς την οποία μάς καθοδηγεί η ταινία. Αυτή που δεν έγκειται τόσο στα γεγονότα ενός εγκλήματος αυτά καθαυτά, αλλά εκείνη που αφορά εμάς τους ίδιους.

Ως ένα νεωτερικό, μινιμαλιστικό έργο, αλλά και ταυτόχρονα ένα οικουμενικό αριστούργημα, το «Rashomon» άντεξε το τεστ του χρόνου. Ήταν η κομβική του συνεισφορά στο να παντρέψει με δημιουργικό τρόπο επιρροές από την ιαπωνική και τη δυτική κουλτούρα, εκείνη που έφερε για πρώτη φορά στο παγκόσμιο προσκήνιο το σινεμά της Άπω Ανατολής, ανοίγοντας έναν νέο καλλιτεχνικό δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ δύο εντελώς διαφορετικών σχολών. Ένα έργο στο οποίο χρωστάμε πολλά, αλλά το αγαπάμε για πολλά περισσότερα, επανακυκλοφορεί αυτό το καλοκαίρι στα σινεμά σε 4Κ ψηφιακή αποκατάσταση.

ΓΡΑΦΤΗΚΕ ΑΠΟ: