Όταν η καινοτόμος σαμπάνια της Τεγέας κατακτούσε τον κόσμο

● Ένα ντοκιμαντέρ-αναβίωση των μονοπατιών του αφρώδους οίνου της Οινοποιίας Αδερφών Παπανικολάου από τα τέλη του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 20ού
● Η άγνωστη τραγική ιστορία του οραματιστή οινολόγου που ηγήθηκε του εγχειρήματος
● Ο σκηνοθέτης του έργου, Κώστας Σπυρόπουλος, μιλά στην «ΥΧ» με αφορμή την προσθήκη της ταινίας στον ψηφιακό κατάλογο του ERTFLIX
07/06/2024
23' διάβασμα
otan-i-kainotomos-sabania-tis-tegeas-kataktouse-ton-kosmo-323014

Περίπου στα 1900, αρκετοί Αρκάδες οινοπαραγωγοί έχουν αρχίσει να αξιοποιούν τις τεράστιες ομοιότητες μεταξύ του οροπεδίου της Μαντινείας και της γαλλικής επαρχίας της Καμπανίας. Κυρίως χάρη στην εμπνευσμένη δράση και τις πρωτοποριακές μεθόδους της εμβληματικής οικογένειας Παπανικολάου, η Τεγέα θα καταφέρει να εγγραφεί στο Παγκόσμιο Οινολογικό Λεξικό του Μπορντό ως «τόπος παραγωγής αφρώδους οίνου εφάμιλλου των γαλλικών», βαφτίζοντας προσωρινά την Αρκαδία ως «Καμπανία της Ανατολής». Ωστόσο, η τελική κατάληξη θα είναι απογοητευτική, σηματοδοτώντας μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία για την Ελλάδα.

Όλα τα παραπάνω, αλλά και πολλά περισσότερα, αναβιώνουν μέσα από το ντοκιμαντέρ του Κώστα Σπυρόπουλου, που αποτέλεσε τον τελευταίο σταθμό της φιλμογραφίας του αείμνηστου ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου. Όσα πυκνά και ελλειπτικά αναφέρονται στην ταινία, αναπτύσσονται με τρόπο απλό, αλλά συνάμα κατατοπιστικό στο βιβλίο του σκηνοθέτη «Οι Πρωτοπόροι του Μοσχοφίλερου» (Εκδόσεις Ιωλκός).

 ΑΡΚΑΔΙΑ 1900, ΚΑΜΠΑΝΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ» (2022)

Παράγοντας αφρώδη οίνο στις Ρίζες Τεγέας από το 1885, ο ηλικιωμένος Σπυρίδων Παπανικολάου, με το επιχειρηματικό δαιμόνιο που τον διακρίνει (σ.σ. έμπορος εκκλησιαστικών ειδών και εισαγωγέας πολύτιμων λίθων, μεταξύ άλλων), έχει καταφέρει να αντιληφθεί το κενό που υπάρχει στην αγορά και την προοπτική που παρουσιάζει ένα τέτοιο ιδιαίτερο και εκλεπτυσμένο προϊόν. Σπουδάζει, λοιπόν, τα παιδιά του στο εξωτερικό, με σκοπό να τον πλαισιώσουν μελλοντικά στην επιχείρηση και να αναπληρώσουν με το παραπάνω τις δικές του «ανεπάρκειες».

Σύντομα, ο Βασίλης Παπανικολάου, ένας εκ των γιων του Σπυρίδωνα, θα επιστρέψει στη γενέτειρα Αρκαδία για να αναλάβει τον ρόλο-κλειδί στο καθοριστικό άλμα εξωστρέφειας της οικογενειακής επιχείρησης. Οινολόγος στο επάγγελμα, με σπουδές γεωπονίας στο Μονπελιέ και εμπειρική κατάρτιση σε οινοποιεία της Γαλλίας, ο ίδιος είναι μυημένος στην παραδοσιακή μέθοδο της Καμπανίας για την παραγωγή σαμπάνιας. Είναι ο επιστημονικός ιθύνων νους της οικογένειας.

Μαζί με τον δαιμόνιο, αλλά και τυχοδιώκτη αδερφό του, Νίκο, και πάντοτε υπό το άγρυπνο βλέμμα των χαρακτηριστικών ελληνικών γονεϊκών φιγούρων του πάτερ φαμίλια και της μάνας-Κέρβερου, ο Βασίλης θα ηγηθεί στο κυνήγι ενός μεγαλεπήβολου οράματος που έχει «χτιστεί» πάνω στην απόλυτη ταύτιση της γαλλικής επαρχίας της Καμπανίας με το οροπέδιο της Μαντινείας, όπου ζει και δραστηριοποιείται η οικογένεια Πανανικολάου. Οι ομοιότητες των δύο περιοχών, τις οποίες –κατά τα άλλα– χωρίζουν χιλιάδες χιλιόμετρα, είναι εντυπωσιακές σε ό,τι αφορά τα εδαφοκλιματικά χαρακτηριστικά, το υψόμετρο και, ιδίως, την προοπτική της καλλιέργειας της αρωματικής ποικιλίας Φιλέρι. Αυτή την τελευταία θα οινοποιήσει η οικογένεια, παράγοντας αφρώδη οίνο εκλεκτής ποιότητας και διεθνούς φήμης και αναγνώρισης.

Από το 1885 έως το 1935, η καινοτόμος σαμπάνια της Οινοποιίας Αδερφών Παπανικολάου θα αποσπάσει χρυσά μετάλλια στις Παγκόσμιες Εκθέσεις της εποχής, συμβάλλοντας τα μέγιστα στο να εγγραφεί η Τεγέα στο Παγκόσμιο Οινολογικό Λεξικό του Μπορντό ως «τόπος παραγωγής αφρώδους οίνου εφάμιλλου των γαλλικών». Κάπως έτσι, η οικογένεια Παπανικολάου θα κάνει πραγματικότητα το φαινομενικά άπιαστο όνειρο να μετατραπεί η Αρκαδία σε Καμπανία της Ανατολής, κατακτώντας τον κόσμο με τον καινοτόμο αφρώδη οίνο της περιοχής, ο οποίος δεν περιέχει θειώδη!

Ωστόσο, όλα τα καλά έχουν ένα τέλος. Έτσι και με τους Παπανικολάου, οι συγκρούσεις χαρακτήρων μαίνονται πίσω από τις κλειστές πόρτες της οικογενειακής τους εστίας, οι κακοί σύμβουλοι ελλοχεύουν, ενώ και εκτός των τειχών καραδοκούν αδίστακτοι αντίπαλοι που θα οδηγήσουν το εγχείρημα και τους θιασώτες του σε μια τραγική κατάληξη. Μια ιστορία για το κρασί, αλλά και για την απληστία. Τον θρίαμβο, αλλά και την αποκαθήλωση.

Αυτή είναι, με λίγα λόγια, η υπόθεση του docufiction «Αρκαδία 1900, Καμπανία της Ανατολής» («Arcadia 1900, Champagne D’ Orient»), εσοδείας 2022, το οποίο κυκλοφόρησε στις ελληνικές αίθουσες το φθινόπωρο του 2023, σκηνοθετημένο από τον γνωστό δημοσιογράφο και παραγωγό ντοκιμαντέρ, Κώστα Σπυρόπουλο. Ο ίδιος είχε υπογράψει και το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε το ελληνικής παραγωγής ντοκιμαντέρ. Ο λόγος για το έργο «Οι Πρωτοπόροι του Μοσχοφίλερου», μια πραγματεία πάνω στους Αρκάδες οινοποιούς του αφρώδους οίνου που ξεχώρισαν με τη δράση τους από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ού.

Αναβιώνοντας… υβριδικά την πραγματική ιστορία

Το υβριδικό αυτό ντοκιμαντέρ συνδυάζει το αρχειακό υλικό και τα δραματοποιημένα στοιχεία, υφαίνοντας πορτρέτα που ανταποκρίνονται στα ιστορικά χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστικών προσώπων. Παρακολουθώντας το, καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για ένα απαιτητικό και σύνθετο εγχείρημα. «Η μορφή της ταινίας είναι ένα μείγμα παλιών κινηματογραφικών αρχείων και περιγραφικών σκηνών. Οι αναπαραστάσεις έπρεπε να απαντήσουν στην πρόκληση: Ποιες εικόνες θα απαθανάτιζε μια κάμερα αν βρισκόταν εκεί όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα που περιγράφονται στις γραπτές μαρτυρίες;», περιγράφει στην «ΥΧ» ο σκηνοθέτης της ταινίας, Κώστας Σπυρόπουλος.

Πράγματι, πολλές σκηνές στην ταινία εναλλάσσονται με εικόνες αρχείου, δημιουργώντας ένα «μετά-αρχείο». Όπως εξηγεί ο δημιουργός, «αυτό το είδος αναφέρεται ως “docufiction”. Το μυθοπλαστικό μέρος δεν αφορά την επινόηση γεγονότων, αλλά την ανακατασκευή του πραγματικού “παζλ” μιας εποχής. Δεν είχαμε εξαρχής στο μυαλό μας αυτήν τη φόρμα για να την ακολουθήσουμε δογματικά. Το είδος προέκυψε από τις ανάγκες της ίδιας της αφήγησης».

Και συμπληρώνει: «Αν λάβει κανείς υπόψη ότι η ταινία στο Φεστιβάλ Ελληνικού Ντοκιμαντέρ Χαλκίδας πήρε το βραβείο της κριτικής επιτροπής “για την άρτια αφήγηση και την υποδειγματική αναπαράσταση της εποχής”, φαίνεται ότι πετύχαμε σε μεγάλο βαθμό τον στόχο μας».

Να σημειωθεί ότι η ταινία ενώνει τα κομμάτια του παζλ της ιστορίας των Παπανικολάου μεταφέροντας τα κείμενα του ίδιου του Βασίλη από το βιβλίο του, «Το Οινολογικόν Ζήτημα και η Αρκαδία υπό Οινολογικήν Έποψιν», την αρθρογραφία και την αλληλογραφία του, όπως και τα εταιρικά έγγραφα και την εμπορική αλληλογραφία της Οινοποιίας Αδερφών Παπανικολάου, από το αρχείο του συμβολαιογράφου Κωνσταντίνου Αποστολόπουλου.

Ιστορικά ντοκουμέντα

O Βασίλης Παπανικολάου.

Παρακολουθώντας το ντοκιμαντέρ, ο θεατής θα δει τους πρωταγωνιστές να διέρχονται από ορισμένα ιστορικά σταυροδρόμια του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Μέσα από την ταινία, που είναι παραγωγής της ΕΡΤ και του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, προβάλλεται για πρώτη φορά πληθώρα κινηματογραφημένων στιγμιοτύπων από τις αρχές του 20ού αιώνα, τα οποία χρονολογούνται σε περιόδους όπως –μεταξύ πολλών άλλων– η γαλλική στρατιωτική παρουσία στην Ελλάδα κατά το 1916-1917 (σ.σ. η χώρα μας υπό τον στρατιωτικό έλεγχο της ΑΝΤΑΝΤ). «Σε ό,τι αφορά τα ελληνικά κινηματογραφικά αρχεία, όλα προβάλλονται για πρώτη φορά από την κινηματογράφησή τους, με εξαίρεση ένα πλάνο από τη στρατιωτική παρέλαση στην Αθήνα τον Μάρτη του 1924», διευκρινίζει ο κ. Σπυρόπουλος.

Και προσθέτει: «Βλέπουμε την Αθήνα και τον Πειραιά υπό γαλλική κατοχή, μέχρι και εικόνες από το κέντρο της Αθήνας, που είναι γυρισμένες από έναν Μαγυάρο οπερατέρ το 1925, καθώς επίσης και σκηνές της καθημερινής ζωής από την Πελοπόννησο, όπως στην Κόρινθο πριν και μετά τον σεισμό του 1928, το Ναύπλιο, τις αγροτικές εργασίες στη Βυτίνα και το Λεβίδι, τη Στεμνίτσα και την Τρίπολη. Όλα αυτά αποτελούν υλικό από ένα ντοκιμαντέρ το οποίο ανακάλυψα, γυρισμένο την περίοδο 1927-28, το οποίο σκοπεύω να αξιοποιήσω περαιτέρω», εξηγεί ο σκηνοθέτης.

Η Κόρινθος μετά τον σεισμό του 1928.

Στην ταινία φιλοξενούνται, επίσης, ανέκδοτες στη χώρα μας σκηνές από εκθέσεις όπως στο Σικάγο το 1893, στο Παρίσι το 1900 και στο Σαν Φρανσίσκο το 1915, «οι οποίες είχαν προβληθεί μόνο προπολεμικά, σε ξένα επίκαιρα», σύμφωνα με τον ίδιο.

H εμπειρία από το κύκνειο άσμα του Γιώργου Μιχαλακόπουλου

Το «Arcadia 1900» ήταν η τελευταία ταινία της φιλμογραφίας του Γιώργου Μιχαλακόπουλου, ενός ογκόλιθου της υποκριτικής, ο οποίος έφυγε από τη ζωή λίγο καιρό μετά την κυκλοφορία της ταινίας, στις 16 Δεκεμβρίου του 2023, σε ηλικία 85 ετών. Παρ’ όλα αυτά, ο βετεράνος ηθοποιός δεν αντιμετώπισε καμία δυσκολία στο να μας χαρίσει άλλη μια άρτια ερμηνεία στον ρόλο του πατριάρχη της οικογένειας Παπανικολάου, Σπυρίδωνα. Όταν η κουβέντα πηγαίνει σε εκείνον, ο κ. Σπυρόπουλος ανακαλεί με νοσταλγία και διηγείται στην «ΥΧ» μερικές χαρακτηριστικές στιγμές από τη συνύπαρξη μαζί του.

«Στα γυρίσματα, μου είχε πει: ‘‘Θα παρίσταμαι απών’’. Βλέποντας την έκπληξή μου, έσπευσε να εξηγήσει: ‘‘Όταν μπαίνεις στο πετσί και στην ψυχή του χαρακτήρα, μετά τον αφήνεις να μιλήσει στη δική σου ψυχή. Δεν τον ζεις, αλλά τον αποδίδεις με ελλειπτικό τρόπο. Παρίστασαι απών’’».

Τα γυρίσματα έγιναν σε ένα λιοπύρι 45 βαθμών. «Προσπαθούσαμε να μην τον καταπονήσουμε. Στη σκηνή των αρραβώνων της κόρης του, το σενάριο προέβλεπε ότι θα χόρευε βαλς με τη νύφη ο υιός Βασίλης (Ισίδωρος Σταμούλης), πριν την παραδώσει στον γαμπρό. Στις πρώτες λήψεις [ο Γ. Μιχαλακόπουλος] ψιθύριζε στον Ισίδωρο: ‘‘Θα στον φτιάξω τον Σπυρόπουλο! Με θέλει να στέκω ακίνητος σαν τοτέμ. Θα στον φτιάξω’’. Στην τέταρτη λήψη, αφήνει τον Ισίδωρο να χορέψει τη νύφη, και πριν εκείνος την παραδώσει στο γαμπρό, μπαίνει στο πλάνο και χορεύει ένα απίθανο βαλς. Όλο το συνεργείο και, ιδίως, οι extras ενθουσιάστηκαν με την ανατροπή και ξέσπασαν σε αυθόρμητα χειροκροτήματα που έγιναν χείμαρρος, όταν ο Γιώργος τραγούδησε μαζί τους ένα δημοτικό. Στο τέλος, ανακοίνωσα ότι ‘‘το πραξικόπημα Μιχαλακόπουλου επέτυχε απολύτως’’, εν μέσω επευφημιών».

Και καταλήγει: «Στο μοντάζ στην πρώτη, υπερμεγέθη, κόπια, μου είπε ‘‘θέλει σφίξιμο’’. Στη δεύτερη, σάρκασε: ‘‘Είπαμε να το σφίξουμε, όχι να το πνίξουμε’’».

Το άδοξο τέλος των Παπανικολάου

Κατά τις περιγραφές των οικείων του, ο φιλόδοξος και ασυμβίβαστος Βασίλης, που ήταν ένθερμος υπέρμαχος της κατάρτισης των παραγωγών μέσω των οινολογικών σταθμών εκπαιδεύσεως, είχε το επιχειρηματικό μυαλό και τη διορατικότητα, ώστε να αφουγκράζεται τον παλμό της αγοράς και να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες του επαγγέλματός του, όχι όμως και τη διπλωματία ώστε να ελίσσεται στον κόσμο της πολιτικής και των δημόσιων σχέσεων. Μοιραία, τα μεγάλα συμφέροντα με τα οποία δεν θα δίσταζε να κονταροχτυπηθεί στην προσπάθεια να διευρύνει τους ορίζοντες του προϊόντος του, αλλά και γενικότερα της αρκαδικής οινοποιίας, θα άρχιζαν να ενοχλούνται ολοένα και περισσότερο από την παρουσία του. Είτε επρόκειτο για πανίσχυρες τράπεζες, είτε για εμπόρους, είτε για πολιτικούς.

Μετά τον θάνατο του πατριάρχη της οικογένειας, Σπυρίδωνα, ο οποίος συχνά τραβούσε τα «γκέμια» του Βασίλη, ο τελευταίος θα παραδινόταν στις παροτρύνσεις του δημοσιοσχεσίτη αδερφού του, Νίκου, ο οποίος, όντας προθυμότερος να χρησιμοποιήσει τις δικτυώσεις της οικογένειας, δεν θα δίσταζε να εμπλέξει την επιχείρηση των Παπανικολάου στο σκάνδαλο της αποξήρανσης της λίμνης Τάκας, επενδύοντας τα πάντα στην ανάληψη ενός έργου που δεν έβλεπε με καλό μάτι η φτωχή κοινωνία της Τεγέας. Κι αυτό, διότι τα αδέλφια Παπανικολάου επρόκειτο να αποκτήσουν ένα δικό τους υδροηλεκτρικό εργοστάσιο και περίπου 10.000-15.000 καλλιεργήσιμα στρέμματα που θα προέκυπταν από το έργο της αποξήρανσης, ως αντάλλαγμα για την παροχή των υπηρεσιών τους. Οι απελπισμένοι συγχωριανοί τους θα εξεγείρονταν, οι παραδοσιακοί τους πολέμιοι θα έβρισκαν την ευκαιρία να πιέσουν καταστάσεις εναντίον τους και, τελικά, η κυβέρνηση θα πέταγε τον Νίκο και τον Βασίλη έξω από το έργο, το οποίο δεν θα ολοκληρωνόταν ποτέ, και μάλιστα χωρίς να τους χορηγήσει κάποια αποζημίωση.

Τελικά, ο καταχρεωμένος Βασίλης, μην αντέχοντας το βάρος της λαϊκής κατακραυγής μετά τις κατηγορίες περί υφαρπαγής της γης των κατοίκων της Τεγέας, θα μετατρεπόταν σε αυτόχειρα, υπογράφοντας το άδοξο φινάλε μιας εμβληματικής φιγούρας για την εν Ελλάδι οινοποίηση. Και δυστυχώς, η γεμάτη υποσχέσεις πορεία του οινοποιητικού κλάδου στην Αρκαδία επρόκειτο να εξελιχθεί παρομοίως, τερματίζοντας πρόωρα το όνειρο και καταλήγοντας σε μια εμφατική διάψευση: Ο ζηλευτός κλάδος της περιοχής θα παρήκμαζε, ρημάζοντας σαν το οινοποιείο της χρεοκοπημένης επιχείρησης των Παπανικολάου στις Ρίζες. Εκείνο θα συνέχιζε να υπολειτουργεί, μέχρι το οριστικό του γκρέμισμα το 1975…

«Η μεγάλη χαμένη ευκαιρία της Ελλάδας»

Σήμερα, το ντοκιμαντέρ για την Οινοποιία Αδερφών Παπανικολάου έχει την ευκαιρία να βρει ένα νέο κοινό, μέσω της ψηφιακής πλατφόρμας του ERTFLIX, μετά και την πρόσφατη πρώτη τηλεοπτική του προβολή από το κρατικό κανάλι. Αυτό αφορά τόσο το ευρύ, όσο και το εξειδικευμένο κοινό, όπως οι σύγχρονοι Έλληνες οινοποιοί, οι οποίοι μπορούν να ανακαλύψουν πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία και να αντλήσουν έμπνευση από τη σταδιοδρομία του Αρκά οραματιστή Βασίλη Παπανικολάου.

Ένα εκ των διεθνών βραβείων που απέσπασε η Οινοποιία Αδερφών Παπανικολάου, εν έτει 1889.

«Στην ταινία θέλαμε να καταδείξουμε με έναν παραστατικό τρόπο, μέσα από τη δύναμη της κινηματογραφικής εικόνας, μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία που είχε η Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού: Να δει την Αρκαδία να εξελίσσεται σε μια οινοφόρο περιοχή που θα έδινε εισόδημα και εργασία σε πάρα πολλούς ανθρώπους που αναγκάστηκαν να ξενιτευθούν από αυτήν, ενώ ταυτόχρονα θα αποτελούσε έναν κόμβο ευρύτερης ανάπτυξης της χώρας, δεδομένου ότι πολλές οινοποιητικές επιχειρήσεις σε αρκετές περιοχές στην Ελλάδα, από την Αττική μέχρι τη Σάμο και από τη Λήμνο έως την Πελοπόννησο, αλλά και τη Μακεδονία, είχαν μεταφέρει με ακρίβεια τεχνογνωσία από τις προηγμένες χώρες της οινοπαραγωγής· κυρίως τη Γαλλία», δηλώνει ο κ. Σπυρόπουλος.

«Η έρευνά μας διαπίστωσε ότι από το 1859 έως το 1935 καλλιεργούνταν συνολικά 60.000 στρέμματα αμπελώνα από την Τεγέα έως το Λεβίδι. Σήμερα, καλλιεργείται κάτι λιγότερο από το ένα δέκατο. Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, έχει γίνει με επιτυχία η αναβίωση του Φιλεριού με το Μοσχοφίλερο», αναφέρει ο κ. Σπυρόπουλος

Πέρα από τα όρια του βιβλίου στο οποίο βασίστηκαν, οι συντελεστές της ταινίας προέβησαν σε πολυετή πρόσθετη έρευνα, χαρτογραφώντας μέσα από διασωθέντα ντοκουμέντα της εποχής (σ.σ. υλικό από εμπορική ή προσωπική αλληλογραφία και επίσημα συμβολαιογραφικά έγγραφα), αλλά και ανθρώπινες μαρτυρίες, τη δράση των οικογενειακών οινοποιητικών επιχειρήσεων στο οροπέδιο της Μαντινείας. «Η έρευνά μας, που διήρκεσε περίπου εννέα έτη, διαπίστωσε ότι από το 1859 έως το 1935 καλλιεργούνταν συνολικά 60.000 στρέμματα αμπελώνα από την Τεγέα έως το Λεβίδι. Η αναζήτησή μας μας οδήγησε στα ίχνη, τις δραστηριότητες και τις διεθνείς διακρίσεις 13 οικογενειακών επιχειρήσεων οινοποιητικού τύπου εκείνη την εποχή», αναφέρει ο κ. Σπυρόπουλος.

«Σήμερα καλλιεργούνται κάτι λιγότερο από το ένα δέκατο των τότε στρεμμάτων», προσθέτει ο ίδιος, υπερθεματίζοντας τον συλλογισμό περί «χαμένης ευκαιρίας» για τον νομό. «Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, έχει γίνει με επιτυχία η αναβίωση του Φιλεριού με το Μοσχοφίλερο. Οπότε καταλαβαίνετε πόσες παραπάνω δυνατότητες θα υπήρχαν με τα τότε στρέμματα».

Κρασί χωρίς θειώδη, μια πρωτοποριακή καινοτομία στην οινοποίηση

Παρότι η οικογένεια Παπανικολάου δεν ήταν η μοναδική που επιχειρούσε με αξιοσημείωτο όραμα εξωστρέφειας στην περιοχή της Αρκαδίας περισσότερο από έναν αιώνα πριν, η ταινία επικεντρώνεται αποκλειστικά σε αυτήν. Και αυτό, διότι οι Παπανικολάου είχαν να επιδείξουν ένα επιπρόσθετο μοναδικό επίτευγμα σε σύγκριση με τους συγχρόνους, αλλά και τους επιγόνους τους: Οινοποιούσαν χωρίς την προσθήκη θείου.

«Αυτή η ιστορία, το πώς δηλαδή κάποιοι έφτιαχναν σαμπάνια στην Αρκαδία με παγκόσμια τεχνολογική και επιστημονική πατέντα, η οινοποίηση χωρίς προσθήκη θειωδών, δείχνει ότι μόνο αυτός είναι ο δρόμος της ανάπτυξης για την Ελλάδα και τότε, αλλά και, προπαντός, σήμερα: Νέες εταιρείες, που αφομοιώνουν γνώση, εφαρμόζουν τεχνολογία και παράγουν νέα γνώση και νέα τεχνολογία»

«Το θείο και τα θειώδη προστίθενται στο κρασί για να πετύχουν τη συντήρησή του και να καταπολεμήσουν τυχόν μικρόβια που έχουν αναπτυχθεί στη φάση της ζυμώσεως. Η σύγχρονη οινοποιητική βιομηχανία προσπαθεί να υλοποιήσει κρασιά χωρίς προσθήκη θείου και το έχει πετύχει, αλλά σε πειραματικό στάδιο», σημειώνει ο κ. Σπυρόπουλος. Και προσθέτει: «Τα κρασιά αυτά ζουν για 18 μήνες με δύο χρόνια και είναι πανάκριβα σε σχέση με το στάνταρ προϊόν. Το λεγόμενο vin naturel, δηλαδή το φυσικό κρασί, έχει τριπλάσια αξία σε σύγκριση με το πιο ακριβό μπουκάλι της βιολογικής γεωργίας».

Κι όμως, η επιστημονική φυσιογνωμία της οικογένειας, ο οινολόγος Βασίλειος Παπανικολάου, κατάφερε να παρουσιάσει μόλις στα 1905, στο Διεθνές Συνέδριο των Οινοποιών στη Λιέγη του Βελγίου, μια πρωτοποριακή μέθοδο οινοποίησης με ιθαγενικές ζύμες και χωρίς τη χρήση θείου! Ήταν η περίφημη «μυστική συνταγή Παπανικολάου», για την οποία γίνεται ειδική μνεία στο έργο, ενώ σε μια χαρακτηριστική σκηνή βλέπουμε τον Βασίλειο να γίνεται αποδέκτης επιπλήξεων από τον αυστηρό πατέρα του για την… αποκάλυψη του μυστικού σε ξένο ακροατήριο.

«Η μέθοδος αυτή βασιζόταν, μεταξύ άλλων, στη χρήση των ασπραδιών των αβγών στη διάρκεια της πλύσης του σταφυλιού, ενώ κατά την παστερίωση εγκλώβιζε το ίδιο το κρασί, ώστε εκείνο να αναπτύξει το δικό του φυσικό διοξείδιο του άνθρακα», εξηγεί ο κ. Σπυρόπουλος.

Αριστερά ο Βασίλης Παπανικολάου και δεξιά ο ηθοποιός Ισίδωρος Σταμούλης, που τον υποδύθηκε στο ντοκιμαντέρ.

Τόσο η ταινία, όσο και ο ερμηνευτής Ισίδωρος Σταμούλης (εκείνος και ο πραγματικός του αδελφός, Οδυσσέας, υποδύονται τα δύο αδέρφια του ντοκιμαντέρ) μας μυούν στον χαρακτήρα του ιδεαλιστή Βασίλη και στο μεράκι του για την οινοποίηση, μια διαδικασία που για εκείνον αποτελούσε μυσταγωγική τελετουργία, αλλά και εφαλτήριο εφευρετικότητας και καινοτομίας. Στα 1905, όταν ο ίδιος παρουσιάζει το δικό του σύστημα επεξεργασίας των οίνων στο Συνέδριο της Λιέγης, αφουγκραζόμαστε την περηφάνια για το δημιούργημά του. Άλλωστε, το γεγονός ότι η μητέρα του τον είχε ορκίσει στην αγαμία και την αφοσίωση στον Θεό συνεπαγόταν ότι το κρασί ήταν το μοναδικό “παιδί” του.

Startup της εποχής της

Το 1901, μετά από παρότρυνση του Σπυρίδωνα, η οικογένεια Παπανικολάου ανοίγει wine bar στην Ομόνοια, δίπλα στο Θέατρο «Νέα Σκηνή» του σκηνοθέτη Κωνσταντίνου Χρηστομάνου, με τον οποίο είχαν χτιστεί ισχυροί δεσμοί φιλίας. Επιπλέον, ο Βασίλης βάζει ρεκλάμες σε εφημερίδες με το πρωτοπόρο σλόγκαν “Το καλό κρασί δεν έχει ανάγκη από διαφήμιση”. Αυτές ήταν σίγουρα κάποιες πολύ γενναίες πρακτικές μάρκετινγκ για την εποχή.

Συνοψίζοντας την περίπτωση των Παπανικολάου, ο κ. Σπυρόπουλος καταλήγει: «Προτείνω στους ανθρώπους που μοχθούν σήμερα στη γη και σε αυτούς που ονειρεύονται μια νέα οικονομία στην Ελλάδα, να παρακολουθήσουν την ιστορία της επιχείρησης της οικογένειας Παπανικολάου, που, με σύγχρονους όρους, θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε μια startup εφαρμογής τεχνολογίας και παραγωγής νέας γνώσης».

Αυτό είναι, άλλωστε, και το κύριο μήνυμα που θέλουν να περάσουν οι συντελεστές της ταινίας για τη σημασία του επιχειρείν στο σύγχρονο αγροτικό σκηνικό. «Πριν εμείς οι παλαιότεροι βιαστούμε να πούμε σε ένα νέο παιδί που παρουσιάζει την ιδέα του ότι “αυτά δεν γίνονται”, ας του δώσουμε μια πραγματική ευκαιρία να την παρουσιάσει σωστά», τονίζει με νόημα ο κ. Σπυρόπουλος. «Διότι αυτή η ιστορία, το πώς δηλαδή κάποιοι έφτιαχναν σαμπάνια στην Αρκαδία με παγκόσμια τεχνολογική και επιστημονική πατέντα, δείχνει ότι μόνο αυτός είναι ο δρόμος της ανάπτυξης για την Ελλάδα: Νέες εταιρείες, που αφομοιώνουν γνώση, εφαρμόζουν τεχνολογία και παράγουν νέα γνώση και νέα τεχνολογία».